ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ: (Β΄ Κορ. ια΄ 31- ιβ΄ 9)
Πρωτότυπο Kείμενο
«Αδελφοί, ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οίδεν, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας, οτι ου ψεύδομαι. Εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων, και δια θυρίδος εν σαργάνη εχαλάσθην δια του τείχους και εξέφυγον τας χείρας αυτού. Καυχάσθαι δη ου συμφέρει μοι˙ ελεύσομαι γαρ εις οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου. Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων˙ είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν˙ αρπαγέντα τον τοιούτον εως τρίτου ουρανού. Και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον˙ είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν, οτι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι. Υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι, υπέρ δε εμαυτού ου καυχήσομαι ει μη εν ταις ασθενείαις μου. Εαν γαρ θελήσω καυχήσασθαι, ουκ έσομαι άφρων˙ αλήθειαν γαρ ερώ˙ φείδομαι δε μη τις εις εμέ λογίσηται υπέρ ο βλέπει με ή ακούει τι εξ εμού. Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ινα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι. Υπέρ τούτου τρις τον Κύριον παρεκάλεσα ίνα αποστή απ’ έμου˙ και ειρηκέ μοι˙ Αρκεί σοι η χάρις μου˙ η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ούν μάλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού».
Νεοελληνική Απόδοση
«Αδελφοί, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας είναι ευλογημένο το όνομα του στους αιώνες, ξέρει οτι δεν λέω ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε ολη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του. Δεν με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ˙ θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πρίν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό, δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του η χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω οτι αυτός ο άνθρωπος, ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει, μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ˙ για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω, λοιπόν, να καυχηθώ, δεν θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει απο μένα. Για να μην υπερηφανεύομαι όμως, ο Θεός μου έδωσε ενα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανευόμαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρείς φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δυναμή μου φανερώνεται στην πληροτητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού».
Σχολιασμός
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο απο την Β’ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο 56 μ.Χ., καθώς ο Απόστολος Παύλος βρισκόταν στην Μακεδονία και διακατέχεται από ένα ύφος πιο συναισθηματικό από τις υπόλοιπες επιστολές του. Αυτό το κάνει για να στηρίξει την πίστη των χριστιανών της Κορίνθου, ως προς το αποστολικό του αξίωμα, την οποία προσπαθούσαν να κλονίσουν οι ιουδαϊζοντες χριστιανοί. Αυτοί προσποιούνταν ότι έκαναν έργο όπως οι απόστολοι αλλά στην πραγματικότητα ήταν ψευδαπόστολοι, απατεώνες, άνθρωποι που μεταμφιέζονταν σε αποστόλους του Χριστού. Αυτοί διασπούσαν την ενότητα μεταξύ των χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος για να διαφυλάξει την ενότητα των χριστιανών και το κύρος του αποστολικού του αξιώματος γράφει αυτή την Επιστολή όπου εκθέτει τις κακοπάθειες που υπέστη για χάρη του Ευαγγελίου, αλλά και τις αποκαλύψεις τις οποίες είχε δεχθεί. Μέσα από τη συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ο Απόστολος Παύλος περιγράφει το πως κατάφερε να διασωθεί από τη Δαμασκό όταν καταδιώκονταν από τον εθνάρχη Άρετα. Ακολούθως κάνει λόγο για κάποιες ουράνιες αποκαλύψεις, που αξιώθηκε να έχει από τον Κύριο και δεν είχε ποτέ μιλήσει σε κανένα για 14 ολόκληρα χρόνια και τελειώνει λέγοντας για κάποιο αγκάθι που του δόθηκε στο σώμα για να τον ταλαιπωρεί και να μην πέφτει στην υπερηφάνεια. Πριν ξεκινήσει να γράφει αυτά που γράφει πιο κάτω ξεκινά με μια επίκληση προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό το κάνει για να διαλύσει κάθε είδους αμφιβολία που είχαν διασπείρει κάποιοι ψευδαπόστολοι ανάμεσα στους χριστιανούς της Κορίνθου, ως προς την αποστολική του ιδιότητα. Το κάνει ακόμη για να μας δείξει ότι δεν λεει ψέματα για αυτά που θα μιλήσει παρακάτω. Αυτά αποτελούν προσωπικές αποκαλύψεις του Κυρίου προς αυτόν για τις οποίες μόνο αυτός που τις είχε δεχθεί μπορούσε να μιλήσει για αυτές.
Βλέποντας τους ψευδαποστόλους να προσπαθούν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των χριστιανών της Κορίνθου προς το πρόσωπο του, προχωρά σε κάποιες αποκαλύψεις που έλαβε από τον Κύριο. Το κάνει αυτό για την ωφέλεια των πιστών, τονίζοντας ταυτοχρόνως ότι δεν είναι προς το συμφέρον του να καυχιέται, αλλά τώρα αναγκάζεται να το κάνει εξαιτίας των περιστάσεων. Με την καύχηση ο άνθρωπος προχωρά στη έπαρση και πέφτει στην υπερηφάνεια. Έτσι η καύχηση δεν βοηθά πνευματικά τον άνθρωπο αλλά τον καταστρέφει. Έχοντας μέσα του βαθιά ταπείνωση ο Απόστολος Παύλος μιλά σε τρίτο πρόσωπο, προσπαθώντας να δείξει ότι πρόκειται για κάποιον άλλο που δέχθηκε τις αποκαλύψεις και όχι για τον ίδιο. Για 14 χρόνια δεν είχε μιλήσει πουθενά για αυτές τις αποκαλύψεις που δέχθηκε και ούτε τώρα θα το έκανε αν δεν υπήρχε η ανάγκη να ωφεληθούν οι πιστοί της Κορίνθου. Μέσα από την αρπαγή του στον παράδεισο έζησε μια ξεχωριστή εμπειρία που δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε με τη λογική. Οι πραγματικότητες που βρίσκονται γύρω μας αδυνατούν να μας βοηθήσουν στην διαμόρφωση μιας εικόνας για πράγματα που βρίσκονται πιο πέρα από την ανθρώπινη αίσθηση. Εκεί στον παράδεισο άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Η ανθρώπινη γλώσσα έχοντας γνώση των πραγματικοτήτων του παρόντος κόσμου, αδυνατεί να εκφράσει τα μυστήρια του Θεού, λόγω του ύφους και της ιεροτητάς τους. Το ερώτημα που γεννιέται σε πολλούς, τι να άκουσε και να είδε ο Απόστολος Παύλος και δεν μπορούσε να το πει; Φανερώνει ότι η αποκάλυψη του Θεού που περιέχεται στην Αγία Γραφή είναι αρκετή, είναι όση χρειάζεται για τη σωτηρία μας. Αν χρειαζόταν κάτι περισσότερο θα μας το είχε αποκαλύψει. Πάνω σε αυτή την αποκάλυψη είχε οικοδομηθεί και η Εκκλησία, στην οποία πρέπει να στηρίζουμε με βεβαιότητα την πίστη και την ελπίδα μας. Από τις μεγάλες αποκαλύψεις που είχε δεχθεί υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει στην υπερηφάνεια. Έτσι ο Θεός επέτρεψε ένα αγκάθι στο σώμα του, ένα άγγελο του σατανά για να τον ραπίζει, ώστε να μην υπερηφανεύεται. Το τι ακριβώς ήταν αυτό το αγκάθι στο σώμα του που τον ταλαιπωρούσε, δεν γνωρίζουμε. Από τους ερμηνευτές άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι οι πειρασμοί και οι ταλαιπωρίες που συνάντησε στο έργο του, άλλοι ότι είναι διάφορα πρόσωπα τα οποία αντιστέκονται στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ενώ κάποιοι άλλοι ότι πρόκειται για χρόνια ασθένεια. Αρκετές φορές στη ζωή μας υπερηφανευόμαστε για ασήμαντα κατορθώματα τα οποία έχουμε πετύχει. Μέσα από τους διάφορους πειρασμούς, που συναντούμε στην ζωή μας φαίνεται πόσο μικροί και αδύναμοι είμαστε. Φεύγουμε από την υπερηφάνεια και τον εγωισμό ότι είμαστε σπουδαίοι και δυνατοί και δεν έχουμε κανέναν ανάγκη. Μακάρι και εμείς χωρίς υπερηφάνεια και ταπείνωση να υψώσουμε τα χέρια προς τον Κύριο και να ζητήσουμε την παντοδύναμη χάρη του, να μας στηρίξει για να αντιμετωπίσουμε τις θλίψεις και τους πειρασμούς με θάρρος και υπομονή.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ:
(Πρωτότυπο Κείμενο Λκ. η΄ 41 – 56)
«Τω καιρώ εκείνω, άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού, ω όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της Συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού· ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ, ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δε τω υπάγειν αυτόν, οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις, ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον, ουκ ίσχυσεν υπ οὐδενὸς θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Και είπεν ο Ιησούς· Τις ο αψάμενός μου; Αρνουμένων δε πάντων, είπεν ο Πετρος και οι συν αυτώ· Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις Τις ο αψάμενός μου; Ο δε Ιησούς είπεν· Ήψατό μου τις· εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ ἐμοῦ. Ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτώ, δι ἣν αιτίαν ήψατο αυτού, απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. Ο δε είπεν αυτή· Θαρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην. Ετι αυτού λαλούντος, έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου, λέγων αυτώ· ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου· μη σκύλλε τον Διδάσκαλον. Ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ, λέγων· Μη φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται. Εισελθών δε εις την οικίαν, ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα, ει μη Πετρον και Ιάκωβον και Ιωάννην και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα. Έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν. Ο δε είπε· Μη κλαίετε· ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δε εκβαλών έξω πάντας, και κρατήσας της χειρός αυτής, εφώνησε λέγων· Η παις, εγείρου. Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και εξέστησαν οι γονείς αυτής. Ο δε παρήγγειλεν αυτοίς, μηδενί ειπείν το γεγονός».
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, πλησίασε τον Ιησού κάποιος άνθρωπος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη το ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε; » Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε; » Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ΄ όλο τον κόσμο του είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε στο καλό». Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω! » Το πνεύμα της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.
Σχολιασμός
Την προηγούμενη Κυριακή ακούσαμε για τη θεραπεία του δαιμονιζομένου νέου στη χώρα των Γεργεσηνών, όπου οι κάτοικοι εκεί βλέποντας το θαύμα αυτό, παρεκάλεσαν τον Ιησού Χριστό να φύγει από τα όρια της περιοχής τους. Φεύγοντας ο Ιησούς Χριστός από την περιοχή των Γεργεσηνών φτάνει στην Καπερναούμ, όπου γίνεται δεκτός με θέρμη και χαρά από τους κατοίκους οι οποίοι σχημάτισαν μια λαοθάλασσα για να τον υποδεχθούν. Μεταξύ όλων αυτών των ανθρώπων που ανέμεναν τον Ιησού, βρίσκονταν και άνθρωποι οι οποίοι κατείχαν μια εξέχουσα κοινωνική θέση ανάμεσα στην πόλη της Καπερναούμ, όπως ο αρχισυνάγωγος Ιάειρος. Μπορούμε να δούμε εδώ αλλά και σε άλλες ευαγγελικές περικοπές ότι η διδασκαλία και τα θαυματα που επιτελούσε ο Χριστός δεν απευθύνονταν μόνο στον απλό λαό και τους φτωχούς, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά απευθύνονταν σε όλες τις βαθμίδες των ανθρώπων της κοινωνίας. Εδώ όμως η περικοπή εστιάζεται στον αρχισυνάγωγο Ιάειρο ο οποίος ζητά από τον Χριστό να θεραπεύσει την μοναχοκόρη του, που ήταν βαριά άρρωστη. Ο Ιάειρος έχοντας καλή διάθεση στην ψυχή του και ακούγοντας ίσως για τον Ιησού Χριστό και τα θαύματα που πραγματοποιούσε, αψηφά τους Γραμματείς και Φαρισαίους που επέκριναν το Χριστό και προσέρχεται προς αυτόν για να τον παρακαλέσει να πάει στο σπίτι του για να θεραπεύσει την ετοιμοθάνατη μοναχοκόρη του. Ευρισκόμενος ο Χριστος στο δρόμο προς το σπίτι του Ιάειρου πραγματοποιείται ένα άλλο θαύμα, αυτό της θεραπείας της αιμοροούσης γυναικός. Η γυναίκα αυτή βρισκόταν μεταξύ του κόσμου που μαζεύτηκε στην Καπερναούμ και ακολουθούσε το Χριστό, έχοντας στο νού της ένα συγκεκριμένο σκοπό, αυτό της θεραπείας της απο την ασθένεια που την ταλαιπωρούσε. Προηγουμένως για δώδεκα ολόκληρα χρόνια υπέφερε απο αιμοραγία χωρίς να καταφέρνει να θεραπευτεί, παρ’ όλα τα φάρμακα που της έδιναν διάφοροι γιατροί τους οποίους είχε επισκευθεί. Ακούγοντας λοιπόν για τον ερχομό του Χριστού, αναπτέρωσε τις ελπίδες της και έχοντας μια βεβαιότητα οτι αυτός μόνο μπορούσε να την θεραπευσεί, πηγαίνει προς αυτόν. Η ασθένεια της αιμορραγίας βάση των θρησκευτικών αντιλήψεων των Εβραίων καθιστούσε μια γυναίκα «μολυσμένη». Έτσι εκτός από την σωματική ασθένεια που ταλαιπωρούσε μια γυναίκα, είχε να αντιμετωπίσει και την περιθωριοποίηση που υφίστατο από την κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά όμως, η γυναίκα αυτή παίρνει την απόφαση να πλησιάσει τον Χριστό. Έτσι προσπαθώντας να μην γίνει αντιληπτή, εισχωρεί μέσα στο πλήθος με σκοπό να καταφέρει να έρθει και να αγγίξει τον Χριστό. Η πίστη αυτή που είχε οτι φτάνει και μόνο να αγγίξει τον Χριστό για να θεραπεύτει τις φέρνει τελικά αυτό που ποθούσε την ιάση. Με το που άγγιξε το Χριστό θεραπεύθηκε αμέσως.
Καθώς ο Χριστός συνομιλούσε με τη θεραπευθείσα πλέον γυναίκα έρχονται από το σπίτι του Ιάειρου και του αναγγέλουν το θάνατο της μοναχοκόρης του, έτσι δεν συντρέχει πλέον λόγος να παρενοχλεί το Χριστό για να πάει στο σπίτι του. Ο Χριστός στο άκουσμα αυτής της είδησης προλαμβάνει τον αρχισυνάγωγο, χωρίς να τον αφήσει να αντιδράσει θετικά ή αρνητικά και του λέει: «μη φοβού, μόνον πίστευε και σωθήσεται». Τα λόγια αυτά του Χριστού προκαλούν αρνητικά σχόλια και την ειρωνία αυτών που βρισκόντουσαν εκεί, επειδή γνώριζαν οτι πραγματικά η κόρη του Ιάειρου είχε πεθάνει. Πίστευαν οτι ο θάνατος είναι ακατανίκητος και κανένας δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια του. Ο Χριστός όμως, ως παντοδύναμος Θεός, καταλύει το θάνατο και πορεύεται πρός το σπίτι του Ιάειρου με σκοπό να αναστήσει την μοναχοκόρη του. Ο Κύριος φτάνοντας στο σπίτι του Ιάειρου, εισέρχεται στο δωμάτιο του νεκρού πλέον κοριτσιού, με τρεις από τους μαθητές του, τον Πέτρο, το Ιάκωβο και τον Ιωάννη, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρας της κόρης. Να σημειώσουμε εδώ, ότι οι τρεις αυτοί μαθητές του Κυρίου, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, είναι αυτοί οι οποίοι αποτελούν τον εσώτερο κύκλο των μαθητών από τους δώδεκα. Οι τρεις αυτοί ήταν παρόντες σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως για παράδειγμα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος στο όρος Θαβώρ, σε περιπτώσεις που είχε απύθμενη σημασία το θαυμαστό γεγονός. Όπως και στην περικοπή αυτή, όπου η ανάσταση νεκρού είναι γεγονός ασύμβατο με τη πραγματικότητα της τότε εποχής και θα δυσκολεύονταν οι άνθρωποι να κατανοήσουν το γεγονός και να αντιληφθούν τα απώτερα μηνύματα από το θαύμα. Ο Ιησούς βγάζει έξω όλους τους παρευρισκομένους και παραμένει μόνο με τα πέντε άτομα που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ο Χριστός τότε παίρνει από το χέρι το νεκρό κορίτσι και ως εξουσίαν έχων επί του θανάτου την προστάζει «η παις εγείρου». Τότε η νεαρή αμέσως εγείρεται, αφήνοντας κατάπληκτους τους παρόντες. Ο Χριστός απευθύνεται τότε στους γονείς της και τους λέει να της παράσχουν τροφή και να μην διαδόσουν το θαυμαστό αυτό γεγονός.
Τόσο η αιμορροούσα γυναίκα όσο και ο Ιάειρος στήριξαν την ελπίδα τους πάνω στην πίστη που είχαν πρός το πρόσωπο του Ιησού Χριστού ως Θεού. Σήμερα δυστυχώς έχουμε αποπροσανατολίσει τη ζωή μας απο την πίστη στον Χριστό, με αποτέλεσμα να βιώνουμε τραγικά αποτελέσματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να επαναπροσανατολίσουμε τη ζωή μας στο Χριστό. Χρειάζεται να ακούσουμε την προτροπή του: «μη φοβού, μόνο πίστευε» στηρίζοντας τη ζωή μας σ’ Αυτόν, έχοντας την ελπίδα και την βεβαιότητα ότι μόνο αυτός μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τα διάφορα εμπόδια που συναντούμε στη ζωή μας.