Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β΄ Τιμ. Β΄ 1-10 (20-10-2019)
Πρωτότυπο Κείμενο
«Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου».
Νεοελληνική Απόδοση
Εσύ λοιπόν παιδί μου να παίρνεις δύναμη από τη χάρη που μας έδωσε ο Ιησούς Χριστός. Κι όσα άκουσες από εμένα μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, αυτά να τα μεταδώσεις σε έμπιστους ανθρώπους, που θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους. Κακοπάθησε λοιπόν σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού. Κανείς στρατευόμενος δεν μπλέκεται στις υποθέσεις της καθημερινής ζωής, αν θέλει να είναι συνεπής απέναντι σ΄ εκείνον που τον στρατολόγησε. Κι όταν κάποιος μετέχει σε αθλητικούς αγώνες, δεν παίρνει το στεφάνι της νίκης, αν δεν αγωνιστεί σύμφωνα με τους κανόνες. Ο γεωργός πρέπει να κοπιάσει, για να μπορέσει να φάει πρώτος από τους καρπούς. Προσπάθησε να καταλάβεις αυτά που λέω. Ο Κύριος να σε βοηθήσει να τα εννοήσεις όλα. Να μην ξεχνάς τον Ιησού Χριστό, τον αναστημένο από τους νεκρούς και απόγονο του Δαβίδ, σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω. Για το ευαγγέλιο αυτό κακοπαθώ ως το σημείο να με δέσουν σαν κακούργο. Αλλά ο λόγος του Θεού δε δένεται. Γι΄ αυτό, όλα τα υπομένω γι΄ αυτούς που διάλεξε ο Θεός, για να πετύχουν κι αυτοί τη σωτηρία που έφερε ο Ιησούς Χριστός και να δοξαστούν αιώνια.
Σχολιασμός
Παίρνοντας αφορμή από τη σημερινή εορτή του Αγίου Αρτεμίου, η Αγία μας Εκκλησία ορίζει να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα που έχει ως θέμα τον καλό εκκλησιαστικό ποιμένα, τον οποίο παρομοιάζει με τον καλό στρατιώτη, τον επιμελή αθλητή και τον φιλόπονο γεωργό. Την επιστολή αυτή προς τον Τιμόθεο την στέλλει ο απόστολος Παύλος καθώς διανύει τις τελευταίες μέρες της ζωής του μέσα σε μια φυλακή της Ρώμης περιμένοντας την εκτέλεσή του. Ο Τιμόθεος βρίσκεται στην Έφεσο διορισμένος επίσκοπος της πόλεως αυτής από τον Παύλο. Ο Παύλος αρχίζοντας την επιστολή υπενθυμίζει στον Τιμόθεο τον τρόπο που τον παιδαγώγησε εν Χριστώ, δηλαδή παραδίδοντάς του την πίστη στον Ιησού Χριστό, όπως την παρέδωσε και σε πολλούς άλλους, χωρίς να υπάρχει κάτι μυστικό και τον προτρέπει ως ποιμένα να πράξει το ίδιο. Οι άνθρωποι που είναι άξιοι να τύχουν μιας τέτοιας δωρεάς και να λάβουν την παρακαταθήκη του λόγου του Θεού δεν είναι οι ευφυείς και οι επιστήμονες που αν δεν πιστεύουν, αδυνατούν να διαφυλάξουν την παράδοση, αλλά οι πιστοί άνθρωποι οι οποίοι είναι άξιοι εμπιστοσύνης. Επιπλέον θα πρέπει να έχουν το χάρισμα να μεταδώσουν και σε άλλους αυτό το θησαυρό της πίστης. Ως τέτοιο θεωρεί ο απόστολος Παύλος τον Τιμόθεο και συμβουλεύοντάς τον, τον παρομοιάζει με τον καλό στρατιώτη.
Για να καταλάβουμε το πνεύμα της παρομοίωσης αυτής του καλού ποιμένος προς τον καλό στρατιώτη πρέπει να λάβουμε υπόψη τις αντιλήψεις για το στρατό στην αποστολική εποχή. Ο στρατιώτης ήταν μισθοφόρος, δηλαδή υπάλληλος και για να διατηρήσει τη θέση του έπρεπε να διατηρεί ευχαριστημένο τον προϊστάμενό του με την πειθαρχία και την αυτοθυσία του. Ο Τιμόθεος ή οποιοσδήποτε ποιμένας, είναι εθελοντής στρατιώτης του Ιησού Χριστού. Για να αποδειχθεί καλός στρατιώτης πρέπει να κακοπαθήσει. Οι στρατολόγοι προτιμούσαν τους στρατιώτες που ήταν πρόθυμοι να κακοπαθήσουν. Φαινόταν δε η προθυμία και από το ότι οι αφοσιωμένοι στο επάγγελμα τους στρατιώτες δεν ανακατεύονταν με τα βιοτικά πράγματα, δηλαδή επιχειρήσεις και εμπορικές πράξεις που να είχαν σκοπό το κέρδος. Δίνοντας περισσότερη έμφαση ο Παύλος στην προσπάθεια που πρέπει συνεχώς να καταβάλλει ο ποιμένας για να πετύχει το σκοπό του, που δεν είναι άλλος από το να οδηγήσει τους πιστούς αλλά και τον εαυτό του στο Χριστό, τον παρομοιάζει με τον αθλητή. Εάν λοιπόν κάποιος δεν αθλήσει σε όλη τη διάρκεια της χριστιανικής του ζωής ή της ποιμαντικής του δράσης σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, δεν θα νικήσει και συνεπώς την ώρα του αγώνος δεν θα στεφανωθεί.
Συνεχίζοντας ο Απ. Παύλος τα παραδείγματα για να γίνει πιο κατανοητός και πειστικός προς τον Τιμόθεο αλλά και τον καθένα που θέλει να γίνει οδηγός και ποιμένας των πιστών του Χριστού, αναφέρει το παράδειγμα του γεωργού. Όπως ο γεωργός ο οποίος κοπιάζει για να καλλιεργήσει την γη και να δώσει καρπούς πρέπει πρώτος να τους γεύεται, έτσι και ο ποιμένας του οποίου σκοπός είναι να προετοιμάσει τις ψυχές για την αυταπάρνηση και τη θυσία, πρέπει πρώτος να γευτεί αυτούς τους καρπούς. Αυτά δηλαδή που κηρύττει, αυτός πρώτος πρέπει να πράττει στη δική του ζωή και να υφίσταται τις συνέπειες του κηρύγματος του.
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λκ. η΄ 26 – 39
Πρωτότυπο Κείμενο
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ελθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· Καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς».
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς ήλθε στην περιοχή των Γαδαρηνών. Εκεί τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»· γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν, από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: «Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.
Σχολιασμός
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή κάνει αναφορά στη θαυματουργική θεραπεία του δαιμονιζομένου από τα Γάδαρα. Ο Ιησούς, κατά τη δημόσια δράση του τέλεσε πάμπολλα θαύματα τα οποία ήταν αναστάσεις νεκρών , θεραπείες ασθενειών και απαλλαγής από τα δαιμόνια. Η ευαγγελική περικοπή που θα αναλύσουμε αφορά στην απαλλαγή από τα δαιμόνια, αφού έχουμε τη θεραπεία του δαιμονιζομένου από την πόλη Γάδαρα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η κατηγορία αυτή των θαυμάτων γιατί εκτός από την ελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του διαβόλου, δηλαδή τη θεραπεία του από ένα ειδικό είδος «ασθένειας», πρόκειται και για τον αγώνα του Ιησού εναντίον του διαβόλου και της κυριαρχίας του πάνω στον άνθρωπο.
Αρχικά να πούμε ότι το θαύμα έγινε σε περιοχή εκτός του Ισραήλ και το καταλαβαίνουμε από δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι η εκτροφή χοίρων. Τα ζώα αυτά θεωρούνταν μολυσμένα για τους Εβραίους γι αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθούν με την εκτροφή τους. Ένα δεύτερο σημείο που μας επιβεβαιώνει τον τόπο του θαύματος είναι το ότι ο Ιησούς δεν απαγόρευσε στον άντρα μετά από τη θεραπεία του να μιλήσει γι αυτό, όπως συνέβαινε σε Ιουδαϊκό έδαφος, αλλά αντίθετα, τον παρότρυνε να διηγηθεί τα όσα θαυμαστά έκανε ο Θεός γι’ αυτόν, δηλαδή τον καθιστά απόστολό του. Βλέποντας τον δαιμονισμένο οι υπόλοιποι άνθρωποι ήταν τρομοκρατημένοι γιατί δεν μπορούσε να ηρεμήσει με κανένα τρόπο αφού όπως αναφέρεται στην ευαγγελική περικοπή τον έδεναν με αλυσίδες και κατάφερνε να τις σπάζει και να ξεφεύγει πάντα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν γυμνός και ως κατοικία του είχε τα μνήματα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε καταντήσει πλέον νεκρός εξαιτίας των δαιμόνων που τον είχαν κυριεύσει. Ο δαιμονισμένος όταν είδε το Χριστό όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά τον προσκύνησε και τον παρακάλεσε να μην το βασανίσει «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις ότι ο δαίμονας γνωρίζει και αναγνωρίζει τη θεϊκή δύναμη και εξουσία του Χριστού, όπως και στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή, όπου ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του Υψίστου. Αντί λοιπόν να προκαλέσει τρόμο, τρομάζει ο ίδιος με την παρουσία του Χριστού και τον παρακαλεί να μην το βασανίσει. Φυσικά μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτός που μιλούσε στον Ιησού ήταν ο δαίμονας που ήταν μέσα στον άνθρωπο αυτό. Τρέμουν μπροστά στο Χριστό τα δαιμόνια παρόλο που με την παρουσία του ηρέμησαν και δεν έδειχναν επιθετικότητα αλλά ικεσία. Ο Ιησούς αρχίζει διάλογο τότε με τα δαιμόνια ρωτώντας το όνομά τους και με το στόμα του ανθρώπου απαντά «λεγεών» λόγω του ότι τα δαιμόνια ήταν πάρα πολλά, αφού η λέξη «λεγεών» είναι στρατιωτικός όρος και σημαίνει αριθμό 6000 ανδρών.
Η χρησιμοποίηση του όρου αυτού γίνεται για να φανεί η μεγάλη δύναμη του δαιμονίου και επίσης για να αποφευχθεί η αποκάλυψη του ονόματός του. Στη συνέχεια τα δαιμόνια παρακαλούν τον Ιησού να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο αλλά να μπουν μέσα στην αγέλη των χοίρων που έβοσκαν εκεί κοντά. Με τον τρόπο αυτό πίστευαν ότι αν έμεναν μέσα στους χοίρους θα είχαν ακόμα τη δυνατότητα δραστηριότητάς τους πάνω στη γη. Ο Ιησούς στην αρχή μπορούμε να πούμε ότι έκανε δεκτό το αίτημα των δαιμόνων αφού εισήλθαν μέσα στους χοίρους, όμως ο πνιγμός τους στα νερά της λίμνης είναι συμβολισμός ότι οι δαίμονες πήγαν στην άβυσσο, γιατί στην αντίληψη των ανθρώπων της εποχής, η άβυσσος βρισκόταν μέσα στα βαθιά νερά.
Περίεργη όμως είναι η συμπεριφορά των πολιτών των Γαδάρων αμέσως μετά τη θεραπεία του δαιμονισμένου αυτού ανθρώπου. Αντί να εκφράσουν τη χαρά τους που τον είδαν «ιματισμένον και σωφρονούντα» και να νοιώσουν ανακούφιση που πλέον δε θα τους δημιουργεί φόβο και τρόμο, παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από την πόλη τους. Αυτό σίγουρα μας προκαλεί μεγάλη περιέργεια και απογοήτευση, αυτή η αντίδραση των κατοίκων μας κάνει να διερωτόμαστε αν όντως αυτοί οι άνθρωποι τελικά ήθελαν να σωθούν από την παρουσία των δαιμόνων. Είχαν συμβιβαστεί με την παρουσία και το φόβο του διαβόλου και δεν ήθελαν να δεχτούν και την παρουσία του Χριστού γιατί έθιγε τα κερδοσκοπικά υλικά θεμέλια που είχαν βάλει. Ενώ βλέπουμε τον διάβολο να παρακαλεί το Χριστό να μη το βασανίσει, οι πολίτες των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από την πόλη τους. Αντί οι άνθρωποι να χαρούν με τη θεραπεία του δαιμονισμένου και να θαυμάσουν τη δύναμη του Ιησού επί των πονηρών πνευμάτων, έχουμε την αντίδρασή τους διώχνοντας τον Ιησού, αυτό φυσικά μας προκαλεί μεγάλη απορία. Η αντίδρασή τους αυτή φανερώνει την ηθελημένη τους υποταγή στην εξουσία του δαίμονα και της ύλης. Είχαν συνηθίσει στον τρόμο του δαιμονιζομένου και η αλλαγή του κατεστημένου τους προκαλούσε φόβο. Ακόμα και το ότι χρειάστηκε να πληρώσουν το τίμημα της απώλειας των χοίρων οι Γαδαρηνοί δυσαρεστήθηκαν, εδώ βρίσκεται και η ειρωνεία της υποθέσεως. Η ανθρώπινη τιμή και αξιοπρέπεια είναι πάνω από οποιαδήποτε τιμή και δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε, πολύ περισσότερο με τους χοίρους. Η ανύψωση του ανθρώπου στο χώρο της αληθινής κοινωνίας που υπόσχεται η Εκκλησία, προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα την απελευθέρωσή του αλλά και την γιατρειά του από τις λογής ασθένειες που τον προσβάλλουν καθημερινά.
Ο δαιμονισμένος θεραπεύθηκε από το μεγάλο γιατρό, τον Χριστό. Η Εκκλησία μέσα από την εμπειρία της διαβεβαιώνει ότι καμιά ασθένεια δεν μένει αθεράπευτη. Ο άνθρωπος γιατρεύεται εν Χριστώ απ’ όλες τις παθήσεις που τόσο βασανιστικά τον καθηλώνουν στην τραγικότητα της μοναξιάς και της ακοινωνησίας. Αυτό αποτυπώνεται στη θεαματική μεταλλαγή του δαιμονισμένου νέου μετά από το θαύμα της θεραπείας του. Η επενέργεια της αγάπης του Χριστού έδωσε πληρότητα στον εαυτό του ώστε απ’ εκεί και πέρα το μόνο που φοβόταν ήταν ο κίνδυνος μήπως περιπέσει στην προηγούμενη κατάστασή του.
Αγαπητοί αδελφοί, ο άνθρωπος μπορεί και σήμερα να δεχθεί στη ζωή του το λυτρωτή Χριστό. Είναι ο μόνος που μπορεί να τον απαλλάξει από κάθε καταλυτική δύναμη του κακού και των δυνάμεών του. Ο Χριστός με την αιώνια αλήθεια του διασώζει στον άνθρωπο όλα τα χαρακτηριστικά της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του και επομένως την αυθεντικότητά του. Τον αποκαθιστά στην πιο αληθινή κοινωνικότητα «ιματισμένον και σωφρονούντα».