Κυριακή Β’ των Νηστειών (Αγίου Γρηγορίου Παλαμά), 24/3/2019
Αποστολικο Ανάγνωσμα: Εβρ. α΄ 10- β΄ 3
«Κατ’ ἀρχάς Σὺ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; Οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; Ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη».
Νεοελληνική Απόδοση
«Εσύ, Κύριε, αρχικά στερέωσες τη γη κι έργο δικό σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ αιώνια παραμένεις. Τα πάντα θα παλιώσουνε σαν ρούχο. Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις, και θ’ αλλάξουν. Εσύ όμως παραμένεις πάντα ο ίδιος, τα χρόνια σου ποτέ δε θα τελειώσουν. Σε κανέναν απ’ τους αγγέλους δεν είπε ποτέ ο Θεός: Κάθισε στα δεξιά μου, ωσότου υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου. Δεν είναι, λοιπόν, όλοι οι άγγελοι πνεύματα που υπηρετούν το Θεό κι αποστέλλονται απ’ αυτόν για να βοηθήσουν όσους μέλλουν να σωθούν; Γι’ αυτό κι εμείς πρέπει να μένουμε πιο σταθεροί στις αλήθειες που ακούσαμε, για να μην ξεστρατίσουμε ποτέ. Γιατί, αν ο λόγος που δόθηκε άλλοτε μέσω αγγέλων, αποδείχτηκε αληθινός, κι όσοι τον παρέβηκαν ή δεν υπάκουσαν σ’ αυτόν, δέχτηκαν την τιμωρία που τους έπρεπε, πώς είναι δυνατόν εμείς να ξεφύγουμε, αν δε δώσουμε την προσοχή που ταιριάζει σε μια τόσο σπουδαία σωτηρία; Τη σωτηρία αυτή, που άρχισε να διακηρύττει ο Κύριος, μας τη βεβαίωσαν όσοι άκουσαν το λόγο του».
Σχόλιο
Ολόκληρη η Αγία Γραφή, αλλά ιδιαιτέρως η προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, είναι μια διακήρυξη της θεότητας του Χριστού. Οι Εβραίοι χριστιανοί της Παλαιστίνης, αντιμετωπίζουν ένα σκληρό διωγμό και βρίσκονται στο δίλημμα ή να θρησκεύουν σύμφωνα με την παλαιά θρησκεία του Ισραήλ και να είναι ήσυχοι και ανενόχλητοι ή να πιστεύουν στον Χριστό, σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύχθηκε και να ανήκουν στους «παράνομους» και να διώκονται. Έτσι πολλοί ολιγοπίστησαν και άρχισαν να σκέφτονται να γυρίσουν πίσω στην ιουδαϊκή θρησκεία, αμφισβητώντας τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Ο απόστολος Παύλος γράφει αυτή την επιστολή για να τους στηρίξει στην αληθινή πίστη, τη χριστιανική πίστη. Παίρνει τον Ιησού ως τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του Θεού (αφού ο Ιησούς Χριστός είναι και τέλειος Θεός) και τον συγκρίνει με όλους τους εκπροσώπους που έστειλε ο Θεός πριν απ’ αυτόν: με τους αγγέλους, με τον Μωϋσή, τον Ααρών και αποδεικνύει ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι ασύγκριτα ανώτερος απ’ όλους. Η εκκλησία αυτή την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που οδηγούμαστε προς τα Άγια Πάθη, τοποθετεί τα αποστολικά αναγνώσματα των Κυριακών από την προς Εβραίους Επιστολή, έτσι ώστε να μας εντάξει στο όλο σταυροαναστάσιμο πνεύμα.
Στο σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα, βλέπουμε τον Απόστολο Παύλο να δανείζεται στίχους από τον προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 101) και ν’ αναφέρεται στην παντοδυναμία του Θεού, του ποιητού ουρανού και γης, ορατών και αοράτων, του δημιουργού ολόκληρου του σύμπαντος και των κτισμάτων. Τα κτίσματα κάποια στιγμή θα μεταβληθούν, θα ανανεωθούν, ενώ αντιθέτως ο Κύριος θα παραμείνει αμετάβλητος και αιώνιος. Ο θείος Απόστολος παραθέτει αυτές τις προφητείες θέλοντας να δείξει το ασύγκριτο μεγαλείο και την παντοτινή παρουσία του Υιού του Θεού πριν, τώρα και μετά το τέλος της δημιουργίας τόσο των ανθρώπων, όσο και των αγγέλων. Ο Κύριος είναι αυτός που πάντα ήταν και αυτός που έρχεται και αυτός που μένει στους αιώνες. Αντίθετα οι άγγελοι είχαν αρχή, όταν τους δημιούργησε ο Θεός και είχαν την δυνατότητα να μετατρέψουν το φρόνημα τους και να μετακινήσουν την προς τον Θεό ευσέβεια τους. Αδιάψευστο παράδειγμα αποτελεί ο Εωσφόρος, που εξαιτίας της δίψας του να γίνει ίσος με τον Θεό, παρέσυρε στην ανυπακοή πολλούς αγγέλους, οι οποίοι από αγαθοί έγιναν πονηροί.
Ο θρίαμβος του θεανθρώπου Ιησού Χριστού μετά την Ανάσταση και την Ανάληψη όπου κάθισε στα δεξιά του Πατρός ως Θεάνθρωπος και συνανύψωσε «εν δυνάμει» τους ανθρώπους. Όταν ένας αμαρτωλός μετανοεί και γίνεται μέτοχος των παθημάτων και της αναστάσεως του Κυρίου, τότε γι’ αυτόν το «εν δυνάμει» γίνεται «εν ενεργεία». Ο θρίαμβος του Κυρίου, είναι και δικός μας θρίαμβος. Ο Θεός Πατέρας δεν μιλάει πότε έτσι σε αγγέλους. Δεν καλεί κανένα άγγελο να καθίσει σύνθρονος στα δεξιά του. Και προπαντός δεν υπόσχεται σε κανένα άγγελο, ότι μια μέρα όλα θα τα υποτάξει στα πόδια του. «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, εως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψαλμ 109). Ο ρόλος των αγγέλων λοιπόν δεν μπορεί να συγκριθεί με την παγκόσμια εξουσία του Χριστού.
Στον αγώνα μας να φανούμε αντάξιοι ως μέλλοντες κληρονόμοι σωτηρίας, έχουμε εντεταλμένους από τον Θεό τους αγγέλους να διακονούν την υπόθεση αυτή. Μιλώντας ο Ιερός Χρυσόστομος για την ύψιστη αυτή τιμή, λέει σχετικά «Πρόσεχε, πως υψώνει το φρόνημα τους και δείχνει την μεγάλη τιμή, που μας κάνει ο Θεός αφού όρισε τους αγγέλους που είναι ανώτεροι μας, να έχουν αυτή την υπηρεσία προς όφελος μας» .
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: (Μκ. β΄ 1-12)
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ο Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας λέγει τῷ παραλυτικῷ. Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν».
Νεοελληνική Απόδοση
«Εκείνο τον καιρό, μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ και διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε χώρος ούτε κι έξω από την πόρτα· και τους κήρυττε το μήνυμά του. Έρχονται τότε μερικοί προς αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που τον βάσταζαν τέσσερα άτομα. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από ’κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος. Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους: «Μα πώς μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλοντας το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Μόνον ένας, ο Θεός». Αμέσως κατάλαβε ο Ιησούς ότι αυτά σκέφτονται και τους λέει: «Γιατί κάνετε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό σας; Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: “σου συγχωρούνται οι αμαρτίες” ή να του πω, “σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”; Για να μάθετε λοιπόν ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες» –λέει στον παράλυτο: «Σ’ εσένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ’ όλους βγήκε έξω, έτσι που όλοι θαύμαζαν και δόξαζαν το Θεό: «Τέτοια πράγματα», έλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουμε δει!»
Σχόλιο
«Μέσα από το θαύμα αυτό της θεραπείας του παραλυτικού αναδεικνύεται η πίστη τόσο του ίδιου του παραλυτικού, όσο και των ανθρώπων που τον μετέφεραν. Η πίστη έγινε η αίτια της αφέσεως των αμαρτιών του παραλυτικού και της πλήρους θεραπείας του. Οι άνθρωποι που μετέφεραν τον παραλυτικό στον Ιησού ήταν πεπεισμένοι ότι μόνο ο Ιησούς μπορούσε να τον θεραπεύσει. Αυτό το διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι ενώ είδαν τόσο πλήθος μαζεμένο και δεν μπορούσαν να πλησιάσουν δεν απογοητεύτηκαν και δεν παράτησαν την προσπάθεια τους. Αντίθετα προέβηκαν σε ριψοκίνδυνες πράξεις, ανεβάζοντας τον παραλυτικό στη στέγη του σπιτιού που βρισκόταν ο Ιησούς και χαλώντας το μέρος πάνω από τον Ιησού έτσι ώστε να καταφέρουν να τον κατεβάσουν μπροστά του. Ο Ιησούς βλέποντας την ισχυρή θέληση τους και την ακλόνητη πίστη τους, προσφέρει ως επιβράβευση την άφεση των αμαρτιών και τη θεραπεία του παραλυτικού.
Η πίστη του ανθρώπου αποτελεί τη θύρα από την οποία μπαίνει στη μυστική σφαίρα των θρησκευτικών αληθειών, τις οποίες μαθαίνει από θεία αποκάλυψη χωρίς να στηρίζεται σε θετικές αποδείξεις αλλά στη θεία αυθεντία. Η πίστη δεν αποτελεί καρπό της νόησης αλλά είναι κυρίως υπόθεση της ελεύθερης βούλησης, γι΄ αυτό και κατατάσσεται μεταξύ των κορυφαίων χριστιανικών αρετών, η οποία μαζί με την ελπίδα και την αγάπη αποτελούν την τριάδα των θεολογικών αρετών. Η πίστη αποτελεί την προσφορά του ανθρώπου προς το Θεό έναντι των μεγάλων δωρεών που του έχει προσφέρει. Μέσα από την πίστη ο άνθρωπος ανοίγει την καρδία του στο Θεό και ο Θεός εισέρχεται και κοινωνεί μυστηριωδώς μαζί του. Μέσα από την πίστη μαθαίνουμε και κατανοούμε το περιεχόμενο της θείας αποκαλύψεως και πιστεύουμε τις αλήθειες που μας έχει αποκαλύψει ο Θεός. Ο Χριστός είναι αυτός που μας θεραπεύει και μας σώζει. Ο Χριστός συνεχίζει να ζει και να θαυματουργεί μέσα στην Εκκλησία. Η συμμετοχή μας στη πίστη της Εκκλησίας, μας αγιάζει και μας καθιστά μέτοχους της βασιλείας του Θεού. Αυτό το βλέπουμε από το γεγονός ότι το Άγιο Πνεύμα από την ημέρα της Πεντηκοστής κατήλθε στους μαθητές και παραμένει έκτοτε συνεχώς στην Εκκλησία κατευθυνοντάς την.
Η πίστη των τεσσάρων που μετέφεραν τον παραλυτικό γίνεται η αφορμή έτσι ώστε να τον θεραπεύσει ο Ιησούς. Αυτό γίνεται αφορμή να δούμε και την πίστη των άλλων που πιστεύουν γιαυτόν. Όταν μιλάμε για την πίστη τις περισσότερες φορές αναφερόμαστε σε μια προσωπική πίστη. Εδώ δεν βλέπουμε την προσωπική πίστη του παραλυτικού αλλά αυτών που τον μετέφεραν κοντά στον Ιησού. Και σήμερα υπάρχουν συνανθρωποί μας οι οποίοι δεν έχουν κάποιο άνθρωπο για να τους μεταφέρει στην Εκκλησία ενώ αυτοί θέλουν να έρθουν και δεν μπορούν από μόνοι τους λόγω διαφόρων ασθενειών. Ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν μόνοι στη ζωή τους, νιώθουν ότι εγκαταλείφθηκαν από όλους τους ανθρώπους ακόμη και από τον ίδιο το Θεό.
Η Εκκλησία μας σήμερα προβάλλει ένα μεγάλο και σημαντικό πρόσωπο το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστης. Τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Ασία το 1296. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, πράγμα που του επέτρεψε να σπουδάσει διάφορες σπουδές, όπως φιλοσοφία, ρητορική και φυσική. Τελειώνοντας τις σπουδές του φεύγει για το Άγιο Όρος όπου αρχικά εγκαθίσταται στη μονή Βατοπαιδίου και κατόπιν στη Μεγίστη Λαύρα του αγίου Αθανασίου. Ακολούθως έρχεται στη Βέροια και ασκητεύει σε μια σπηλιά κοντά στη σκήτη του Προδρόμου. Λόγω εισβολής των Σέρβων στη περιοχή ξαναφεύγει και εγκαθίσταται ξανά στο Άγιο Όρος. Το 1346 γίνεται Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Ευρύτερα γνωστός γίνεται μετά το 1334 όταν αναλαμβάνει την υπεράσπιση του ησυχασμού εναντίον του λόγιου μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού ο οποίος ειρωνευόταν τις θεωρίες των ησυχαστών, που έλεγαν ότι η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας. Ο Παλαμάς έκανε διάκριση της ουσίας και ενέργειας του Θεού. Η ουσία Θεού του είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη ενώ οι ενέργειες του είναι μεν άκτιστες αλλά καταληπτές.
Αποκαλείται και ως ο θεολόγος της χάριτος του Ακτίστου Φώτος, λόγω της διδασκαλίας του ότι το φώς το οποίο είδαν οι μαθητές του Χριστού στο όρος Θαβώρ, κατά τη μεταμόρφωση του, το βλέπουν και οι ησυχαστές οι οποίοι προσεύχονται με τη νοερή προσευχή προς τον Ιησού « Κύριε Ιησού Χριστέ Υιε του Θεού ελέησον με τον αμαρτωλό ». Κοιμήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1359 σε ηλικία 63 χρόνων. Σχεδόν αμέσως μετά την κοίμηση του τιμήθηκε ως άγιος. Το λείψανο του βρίσκεται σήμερα στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος.