Λοιπόν; Έσβησε το Φως; Χάθηκε η ελπίδα της Αναστάσεως; Όχι, φωνάζει ο ληστής πάνω στον σταυρό. Πιστεύει και ομολογεί: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Όχι, ἀποκαλύπτει ο Εκατόνταρχος, «αληθώς ο άνθρωπος ούτος Υιός ην Θεού».
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν».
Και η Υπεραγία Θεοτόκος, που ρομφαία διαπέρασε την ψυχή της, μην αντέχοντας να βλέπει τον Υιό και Θεό της «αδίκως σταυρούμενον», θρηνωδούσα εβόα: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον που έδυ σου το κάλλος; Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πως τάφη νυν καλύπτη;».