ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Χαναναίας).
Αὐξιβίου ἐπισκόπου Σόλων, Θεοδώρου μεγαλομάρτυρος
τοῦ Τήρωνος, Μαριάμνης ἰσαποστόλου, Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας τῶν
εὐσεβῶν βασιλέων.
Ἦχος δʹ. Ἑωθινὸν Δʹ
Απευθείας Μετάδοση από το Μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου, Άγιος Προκόπιος [ustream id=12164348 live=1 hwaccel=1 version=3 width=480 height=302]
Ο ιερός και φλογερός αυτός εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού καταγόταν από τη Ρώμη κι έζησε στα χρόνια των Αποστόλων. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, αλλά ειδωλολάτρες. Ο Αυξίβιος αγαπούσε δε πολύ τα γράμματα. Όταν μεγάλωσε κι ήρθε ο καιρός να μορφωθεί, οι γονείς του τον παρέδωσαν σε σοφούς δασκάλους, κοντά στους οποίους ο νέος διδάχτηκε όλη τη σοφία και τη γνώση του καιρού του. Την ίδια περίοδο ο φιλομαθής νέος είχε γνωριστεί και με χριστιανούς, κι άρχισε κι από αυτούς να μαθαίνει τα της νέας θρησκείας. Οι γονείς που έβλεπαν στο μεταξύ το παιδί τους να μεγαλώνει και να φτάνει στην κατάλληλη ηλικία για αποκατάσταση, άρχισαν να του μιλούν για γάμο και να τον εκβιάζουν να νυμφευτεί. Μα ο καλός και μεγαλεπήβολος νέος που διψούσε για άλλη ζωή, τους παράτησε κι έφυγε κρυφά από τη Ρώμη μ’ ένα καράβι, που ταξίδευε στην Κύπρο κι αγκυροβόλησε στον Λιμνίτη, ένα λιμάνι που βρίσκεται στη βόρεια ακτή της νήσου κι απέχει τέσσερα περίπου μίλια από την πόλη των Σόλων. Στην πόλη αυτή η Πρόνοια του Θεού κανόνισε, ώστε ο Αυξίβιος να συναντηθεί με τον απόστολο Μάρκο και να γίνει μαθητής του. Κοντά στον ευαγγελιστή Μάρκο ο νεαρός προσήλυτος Αυξίβιος συμπλήρωσε τις γνώσεις του για τη νέα πίστη, δέχτηκε το βάπτισμα και χειροτονήθηκε επίσκοπος. «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή». Δηλαδή τι όμορφο πράγμα είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος. Τότε, αυτών των ανθρώπων το παράδειγμα αποτελεί το ζωντανότερο κήρυγμα, κήρυγμα πολύ πιο εύγλωττο κι από τα ωραιότερα λόγια. Τέτοιο ήταν το κήρυγμα του μεγάλου αγίου μας, του ιερού Αυξιβίου. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του με την άγια ζωή του. Πενήντα ολόκληρα χρόνια έζησε σαν αρχιερέας διδάσκοντας και νουθετώντας το ποίμνιο του.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κυριακή Δεκάτη Εβδόμη
Ματθ. ιε’ 21-28
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος. Καί ἰδού, γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα, ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα˙ Ἐλέησόν με, Κύριε, Υἱέ Δαυΐδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὁ δέ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καί προσελθόντες οἱ Μαθηταί αὐτοῦ, ἠρώτων αὐτόν, λέγοντες˙ ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δέ ἀποκριθείς, εἶπεν˙ Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δέ ἐλθοῦσα προσεκύνει αὐτῷ, λέγουσα˙ Κύριε, βοήθει μοι. Ὁ δέ ἀποκριθείς, εἶπεν˙ Οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων, καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δέ εἶπε˙ Ναί Κύριε˙ καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς, εἶπεν αὐτῇ˙ Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις˙ γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τον καιρό εκείνο αναχώρησε ο Ιησούς για την περιοχή Τύρου και της Σιδώνας και μια γυναίκα Χαναναία βγήκε έξω από τα όρια της περιοχής αυτής και του φώναζε δυνατά: «Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αυτός δεν της απάντησε ούτε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν: «Διώξε την, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Κι αυτός αποκρίθηκε: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες». Αυτή όμως ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Τότε αυτός της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». Κι αυτή είπε: «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της απάντησε: «Μεγάλη είναι η πίστη σου γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις». Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της.
Κοινοποιήστε / Share this