Κυριακή Δ΄ Επιστολών, Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ρωμ. στ΄ 18-23 (10-07-2022)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. Ἀνθρώπινον λέγω, διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν· ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. Ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε, ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ, ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος· τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, είστε, λοιπόν, ελεύθεροι πια από το ζυγό της αμαρτίας κι υπηρετείτε το καλό και το δίκαιο. Χρησιμοποιώ την ανθρώπινη εικόνα της δουλείας, γιατί δεν μπορείτε αλλιώτικα να με καταλάβετε. Παλιότερα είχατε υποδουλώσει όλο το είναι σας σε πάθη και πράξεις αντίθετες στο θεϊκό θέλημα, με αποτέλεσμα να ζείτε αντίθετα προς τις εντολές του Θεού. Έτσι πρέπει και τώρα να υποδουλώσετε όλο το είναι σας στο θεϊκό θέλημα, για να βρεθείτε κοντά στο Θεό. Μην ξεχνάτε πως, όσον καιρό ήσασταν υπόδουλοι στην αμαρτία, ήσασταν μακριά από το θέλημα του Θεού. Ποιο ήταν το κέρδος σας από τη διαγωγή σας εκείνη; Ντρέπεστε τώρα γι’ αυτή, γιατί οδηγούσε τελικά στο θάνατο. Τώρα όμως είστε ελεύθεροι πια από την αμαρτία κι ανήκετε στο Θεό. Καρπός της καινούριας ζωής σας είναι η αγιοσύνη, και το τέλος της πορείας σας είναι η αιώνια ζωή. Γιατί ο μισθός που δίνει η αμαρτία είναι ο θάνατος, ενώ το δώρο που χαρίζει ο Θεός είναι η αιώνια ζωή, την οποία έφερε ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριός μας.
Σχολιασμός
Το σημαντικό αυτό κείμενο του αποστόλου Παύλου αναφέρεται σε δύο αντιδιαστελλόμενους όρους, έννοιες και καταστάσεις της ζωής του ανθρώπου, τη δουλεία και την ελευθερία. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει εμπειρικά, τόσο τη δουλεία, όσο και την αμαρτία, ανάλογα με τις επιλογές του. Όταν, όμως, παρομοιάζει τη δουλεία με την αμαρτία δεν εννοεί την ηθική στάση και συμπεριφορά του ανθρώπου με πράξεις αμαρτωλές ηθικιστικού περιεχομένου, αλλά την οντολογική σημασία της αμαρτίας, που σημαίνει την άρνηση του Θεού, την απιστία και την υποταγή του ανθρώπου στα του κόσμου και στην ειδωλολατρία. Επομένως, η απελευθέρωση από την αμαρτία και η υποδούλωση στη δικαιοσύνη δεν είναι τίποτε άλλο από την εγκατάλειψη της ειδωλολατρίας, τότε, από τους Ρωμαίους, ή και από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, και την υπαγωγή τους στη δικαιοσύνη του Χριστού, την είσοδό τους στη χάρη της Εκκλησίας, την αποδοχή της εν Χριστώ αλήθειας, αποκαλύψεως και σωτηρίας.
Έτσι, ο απόστολος Παύλος κάνει τη σύγκριση μεταξύ της δουλείας της αμαρτίας και της εν Χριστώ ελευθερίας. Λέει λοιπόν στους χριστιανούς της Ρώμης: «Ελευθερωθέντες από της αμαρτίας εδουλώθητε τη δικαιοσύνη». Αφού ελευθερωθήκατε από την αμαρτία, γίνατε δούλοι στην δικαιοσύνη. Και συνεχίζει: Χρησιμοποιώ ανθρώπινο τρόπο εκφράσεως εξαιτίας της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσεώς σας, η οποία ρέπει προς την αμαρτία και γι’ αυτό η άσκηση της αρετής σας φαίνεται δουλεία. Όπως δηλαδή προσφέρατε τα μέλη σας σκλάβα στην αμαρτία για να κάνετε την ανομία, έτσι τώρα να προσφέρετε τα μέλη σας δούλα στην ενάρετη ζωή για να προοδεύσετε σε αγιότητα. Η υποταγή σας όμως αυτή στην ενάρετη ζωή δεν είναι σκλαβιά αλλά ελευθερία.
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος πολλές φορές στην δουλεία, με έντονο ύφος την καταδίκαζε, γιατί η δουλεία υποβαθμίζει την ελευθερία της βουλήσεως, το ανεκτίμητο αυτό δώρο που η θεία αγαθότητα μας χάρισε. Μιλάει εξ άλλου για τον άνθρωπο, ο οποίος ενώ έχει πλασθεί ελεύθερος, παραδόθηκε στα πλοκάμια της αμαρτίας παραβίασε αρκετές φορές το θείο θέλημα, μεταβάλλοντας την αδυναμία του σε πάθη, στα οποία μάλιστα υποδουλώθηκε. Τους ανθρώπους αυτούς ο Απόστολος τους προέτρεπε και τους συνιστούσε θερμότατα να αποτινάξουν την εξευτελιστική αυτή δουλεία. Τώρα όμως λέγει προς τους Χριστιανούς της Ρώμης, και προς όλους τους αληθινά Χριστιανούς, ότι «αφού με την χάρη του Θεού απελευθερωθήκατε από το ζυγό της αμαρτίας, γίνατε δούλοι στην αρετή» . Είναι, λοιπόν δούλος εκείνος, που καλλιεργεί την αρετή και στολίζει τον εαυτό του με τα αγαθά έργα; Τι άραγε να εννοεί ο Απόστολος Παύλος;
Στον συγκεκριμένο αυτό στίχο ο Απόστολος χρησιμοποιεί μια εικόνα , από τα όσα συνέβαιναν τότε μεταξύ των ανθρώπων, από όσα όριζαν οι νόμοι που ίσχυαν κατά την εποχή εκείνη. Δηλαδή ότι η δουλεία ήταν θεσμός σε όλα τα έθνη, οι πλούσιοι ή οι άρχοντες αγόραζαν και πωλούσαν τους δούλους χωρίς να τους ρωτήσουν, σαν να γινόταν αγορά ζώων. Στην αποστολική αυτή περικοπή ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί ανθρώπινο τρόπο εκφράσεως «ανθρώπινον λέγω» για να τονίσει ότι πριν γνωρίσουν τον Χριστό ήταν δούλοι στην αμαρτία όπως ο δούλος υπακούει τυφλά στον αφέντη του. Η σωματική δουλεία είναι προσωρινή όπως και η ζωή μας, η θλιβερή όμως δουλεία της αμαρτίας είναι αιώνια και ατελείωτη. Τονίζει πως ο Χριστός μας εξαγόρασε από αυτή την πνευματική δουλεία. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής κατέβαλλαν χρήματα για να αγοράσουν ένα δούλο. Ο Χριστός όμως κατέβαλε ως λύτρα για την εξαγορά μας, αυτό το τίμιο αίμα του, την ανεκτίμητη ζωή του. Θυσιάστηκε επι του σταυρού για να μας απολυτρώσει από την αμαρτία . «Έχετε εξαγορασθεί, λέγει ο Απόστολος Παύλος, με βαρύτατο τίμημα, με το αίμα του Χριστού» (Α΄ Κορ. 6,20, 7,23, Α΄ Πετρ. 1,19). Και άρα ουκ εστέ εαυτών». Δεν ανήκετε πλέον στον εαυτό σας αλλά ανήκετε στον Χριστό.
Ο Χριστός όμως δεν είναι αφέντης στους δούλους. Είναι ο Σωτήρας και ελευθερωτής. Είναι ο αδελφός των λυτρωμένων, ο ανεκτίμητος φίλος των σωζομένων, για τους οποίους έχει ετοιμάσει ουράνια βασιλεία χαράς και δόξας. Αυτός που έδωσε από την αρχή στον άνθρωπο την ελευθερία, την ξαναδίνει τώρα με τη λυτρωτική του θυσία. Του δίνει όλα τα μέσα της χάριτος, να απαλλαγεί από την τυραννία του κακού, να βαδίσει απρόσκοπτα τον δρόμο της αρετής, να αποκτήσει την ηθική ελευθερία. Και η μεν αρχική ελευθερία της βουλήσεως, η θεόσδοτος αυτή δωρεά προς όλους, είναι η ικανότητα του ανθρώπου να εκλέγει και να προτιμάει υπευθύνως μεταξύ δύο αντιθέτων η πολλών διαφόρων εννοιών, πράξεων, αντικειμένων, προσώπων. Ο σοφός Σειράχ γράφει : «Ο Θεός δημιούργησε απ’ αρχής ελεύθερο τον άνθρωπο και τον άφησε στην ελεύθερη του θέληση και διάθεση. Εάν θέλεις, θα τηρήσεις τις εντολές του και θα πράξεις όσα είναι ευδοκία πίστεως. Ενώπιον σου έθεσε φωτιά και νερό, όπου θέλεις, μπορείς ελεύθερα να απλώσεις το χέρι σου. Ενώπιον των ανθρώπων υπάρχει η ζωή και ο θάνατος. Εκείνο το οποίο θα θελήσει κανείς και θα προτιμήσει, θα του δοθεί»
Εαν ο άνθρωπος από το φώς της πίστεως οδηγούμενος και την χάρη του Θεού ενισχυόμενος κάνει καλή χρήση αυτής της ελεύθερης βουλήσεως του, εάν αγωνίζεται να αποφεύγει το κακό και να πράττει το καλό, όταν, γενικά, ρυθμίζει και εναρμονίζει την εσωτερική και εξωτερική ζωή του σύμφωνα με το θείο θέλημα, τότε προχωρεί στην απόκτηση και καλλιέργεια της ηθικής ελευθερίας. Η ελεύθερη θέληση του είναι σταθερά πλέον προσανατολισμένη προς τον Θεό και το θέλημα του. Και όσο ο καιρός παρέρχεται, τόσο ισχυρότερος και αμετακίνητος γίνεται προς την αρετή. Αυτή είναι το λαμπρό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομοιώσεως μας προς τον Θεό, ο οποίος έχει σε απόλυτο βαθμό την ηθική ελευθερία, ώστε να θέλει πάντοτε το αγαθό και μόνο το αγαθό. Αυτή την ελευθερία εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε προς τους Ιουδαίους, «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει ημας…, Εάν ο Υιός υμας ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιω. 8,32,36).
Η ελευθερία, όπως την προτείνει ο απόστολος Παύλος, είναι εν Χριστώ ελευθερία και όχι ένα είδος αφηρημένης ελευθερίας, ή και ασυδοσίας. Η εν Χριστώ ελευθερία είναι υπευθυνότητα. Αυτό είναι το μέγα αγαθό, για την απόκτηση του οποίου πρέπει συνεχώς να αγωνιζόμαστε. Αυτό μας αναδεικνύει θεούς κατά χάριν από την παρούσα ακόμη ζωή, ασύγκριτα ανώτερους από τους του κόσμου σοφούς και κοσμοκράτορες, από τους πλουσίους και ενδόξους της γής. Είναι η «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού». (Ρωμ. 8.21)
Κυριακή Δ΄ Ματθαίου, Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. η’ 5-13 (10-07-2022)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ, προσῆλθεν αὐτῷ Ἑκατόνταρχος, παρακαλῶν αὐτὸν, καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, Πορεύθητι, καὶ πορεύεται· καὶ ἄλλῳ, Ἔρχου, καὶ ἔρχεται· καὶ τῷ δούλῳ μου, Ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. Ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐθαύμασε, καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι, καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ Ἑκατοντάρχῳ· Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
Νεοελληνική Απόδοση
Μόλις μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, που τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Και ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου∙ πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου λέω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει, και στον άλλο “έλα” και έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε κι είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα. Και σας λέω πως θα ‘ρθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι∙ εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.
Ερμηνεία
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει στην ευαγγελική περικοπή τη συνάντηση του Ιησού με κάποιο Ρωμαίο στρατιωτικό και το θαύμα της θεραπείας του δούλου του εκατόνταρχου. Το θαύμα, αυτό της θεραπείας του δούλου του εκατόνταρχου, έγινε αμέσως μετά την επί του όρους ομιλία. Αξιοσημείωτο στο θαύμα αυτό του Ιησού Χριστού, είναι ότι αυτό έγινε χάρη στη θαυμαστή πίστη ενός ειδωλολάτρη αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού, ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη θεραπεία του δούλου του. Το αξιοσημείωτο είναι, ότι δεν ενδιαφέρθηκε για τη θεραπεία ενός συγγενικού του προσώπου, αλλά για το δούλο του. Είναι μάλιστα άξιο αναφοράς ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι δεν είχαν καμιά αξία.
Θα σταθούμε στο σχολιασμό αυτό σε δύο χαρακτηριστικά για τα οποία επαινείται ο εκατόνταρχος από τον Χριστό. Ο εκατόνταρχος της ευαγγελικής περικοπής, διακατέχεται από δύο σημαντικές αρετές για την πνευματική ζωή τη δική του, αλλά που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε άνθρωπο, την ταπείνωση και την πίστη. Έτσι, έκανε πράξη αυτό που γράφει ο απόστολος Ιάκωβος: «Δείξε μου την πίστι σου από τα έργα σου» (Ἰακ.2: 18), ή ακόμα ομοιάζει με την περίπτωση του Αβραάμ: «Επίστευσε ο Αβραάμ και τούτο του λογαριάστηκε για την δικαίωσή του» (Ρωμ. 4:3).
Ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει για την πίστη «Πίστις! Θείον δώρον, καρπός της θείας αποκαλύψεως, διδάσκαλος των θείων αληθειών, κλίμαξ ουρανού και γης, σύνδεσμος Θεού και ανθρώπων». (Το γνώθι σαυτόν. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως). Ο εκατόνταρχος, αφού ήλθε μπροστά στο Χριστό του αναφέρει, το λόγο για τον οποίο δε μπορούσε να φέρει μαζί του τον δούλο του, επειδή ήταν κατάκοιτος και ζητά από τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Ο Ιησούς Χριστός, θέλοντας να φανερώσει σε εμάς τις αρετές που είχε ο εκατόνταρχος, όχι μόνο του υπόσχεται ότι θα θεραπεύσει τον δούλο του, αλλά και ότι θα έρθει στο σπίτι του. Ο σχολιαστής Ζηγαβηνός σημειώνει πως ο Κύριος «ηθέλησε την πολλήν αυτού πίστιν εκκαλυφθήναι και τοις ακολουθούσι». Εξ άλλου, ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας την πρόθεση του Κυρίου, να μεταβεί στο σπίτι του εκατόνταρχου, χωρίς αυτός να του το ζητήσει, αναφέρει: «Ο μηδαμού πρότερον εποίησεν, ενταύθα ποιεί. Πανταχού γαρ επόμενος τη προαιρέσει των ικετευόντων, ενταύθα και επιπηδά και ουχί θεραπεύσαι επαγγέλεται μόνον, αλλά και παραγενέσθαι εις οικίαν».
Ο εκατόνταρχος έχοντας μεγάλη πίστη ζητά από το Χριστό με ένα του λόγο, ο οποίος είναι αρκετός για να θεραπευθεί ο δούλος του. Δηλαδή ομολογεί την πίστη του πριν ο Κύριος θεραπεύσει το άρρωστο παιδί του. Για τη βεβαιότητά του αυτή, ότι ένας λόγος είναι αρκετός το δικαιολογεί με ένα απλό και αναντίρρητο τρόπο, όπως οι στρατιώτες υπακούουν στις εντολές του αξιωματικού και σπεύδουν να τις εκτελέσουν, πόσο μάλλον θα υπακούσει η ίδια η φύση στο θέλημα του Δεσπότη και Δημιουργού της. Ο εκατόνταρχος, βέβαια, χρησιμοποιεί μία εικόνα του επαγγέλματός του, την υπακοή των κατώτερων στρατιωτικών στους ανώτερους, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ίδιο ισχύει και πρέπει να εφαρμόζεται στις σχέσεις Θεού και ανθρώπων. Οι άνθρωποι πρέπει να υπακούουν στο θέλημα του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός μας διαβεβαίωσε για τη δύναμη που έχει η πίστη στον άνθρωπο: «αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω∙ μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. 17:20).
Ο Κύριος αποκαλύπτοντας την πραγματική πίστη που είχε ο εκατόνταρχος, του αναγγέλλει ότι θα έρθει στο σπίτι του. Ο Ρωμαίος αξιωματικός αναγνωρίζοντας την αναξιότητά του να δεχθεί το Σωτήρα του κόσμου στην οικία του, ομολογεί: «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθεις». Παρόλο που είναι άνθρωπος διακεκριμένος ανάμεσα στο ρωμαϊκό στρατό, αναγνωρίζει ότι και ο ίδιος ενώπιον του Θεού είναι μικρός και ασήμαντος, ανάξιος, όπως ομολογεί, για να τον επισκεφθεί ο Υιός του Θεού.
Η ταπείνωση του είναι τόσο μεγάλη, γιατί, αν και ειδωλολάτρης, που ήταν και δεν μεγάλωσε με τις παραδόσεις και τις διδαχές της αληθινής πίστεως στον ένα Θεό, όπως ένας Ισραηλίτης της εποχής εκείνης, εν τούτοις, έχει επίγνωση της αμαρτωλότητάς του και θεωρεί ανάξιο τον εαυτό του ώστε να δεχθεί τον Κύριο στο σπίτι του. Η ταπείνωση αυτή του εκατόνταρχου θα μπορούσε να ενταχθεί στις κατηγορίες των ανθρώπων με ταπεινό φρόνημα, όπως τις περιγράφει άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. «Άλλη η των πενθούντων σκυθρωπή ταπείνωσις, και ετέρα η των έτι αμαρτανόντων του συνειδότος κατάγνωσις και άλλη η τοις τελείοις δι’ ενεργείας Θεού προσγινομένη μακαρία πλουτου ταπείνωσις» (Κλίμαξ 5:9).
Το ταπεινό φρόνημα και η αυτογνωσία για την αμαρτωλότητά μας έναντι της αγιότητας του Θεού είναι μεγάλη αρετή, υψοποιός δύναμη, θεμέλιον αρραγές απασών των αρετών, οδηγός ηθικής ανυψώσεως, μέσον της προς τον Θεόν φιλίας και επικοινωνίας, (Το γνώθι σαυτόν. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως). Η ταπείνωση μας προκαλεί μέγιστη ωφέλεια διότι μας παρέχει την σωτηρία της ψυχής μας, «Εταπεινώθην και έσωσε με ο Κύριος» λέγει ο Δαβίδ, ενώ ο Ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μας αναφέρει, «όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 18:5).
Η ταπείνωση στον άνθρωπο πρέπει να είναι ειλικρινής και αυθεντική και όχι επίπλαστη και υποκριτική. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφέρει ότι μερικοί άνθρωποι φαίνονται εκ της φύσεως των πράοι και ταπεινοί, άλλοι ταπεινώνουν τη σκέψη των, σκεπτόμενοι συνεχώς τις αμαρτίες και τις πτώσεις των, αλλά καμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι η αληθινή ταπείνωση, όπως μας λέγει: «Δεν είναι ο καθένας από τη φύση του πράος, γαλήνιος και ήσυχος ή ότι έφθασε στον ύψιστο βαθμό της ταπεινοφροσύνης… ούτε αυτός που σκέπτεται τις πτώσεις και αμαρτίες του είναι ταπεινόφρων, αλλά εκείνος που έχει κάτι μέσα του άξιο προβολής και υπερηφάνειας και δεν υπερηφανεύεται, και θεωρεί τον εαυτό του χώμα και στάχτη. Εάν κάποιος με τη χάρη του Θεού έφθασε σε σημείο να νικά όλα τα κακά πνεύματα και δεν του διαφεύγει καμία αρετή ή αγαθό έργο πού να μη το επιτέλεσε και μετά απ’ αυτά αισθάνθηκε τον εαυτό του ότι έλαβε αυτό το χάρισμα της ταπεινώσεως, όταν το Άγιο Πνεύμα συμμαρτυρεί με το δικό του πνεύμα, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, τότε αυτό βεβαίως είναι τελειότης της ταπεινοφροσύνης» (Λόγος 20ος Αγίου Ισαάκ του Σύρου). Γι’ αυτό κάθε άνθρωπος πρέπει να ασφαλίζει τον εαυτό του με την ταπείνωση, γιατί «εν τη υπερηφανεία απώλεια και ακαταστασία πολλή, ενώ η ταπείνωση είναι θείος μαγνήτης, που φέρνει στον άνθρωπο όλα τα χαρίσματα και τις ευλογίες του Θεού» (Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Ιερομονάχου Ισαάκ).
Ο απόστολος των εθνών Παύλος δίνει εντολή στους εκλεκτούς να ενδυθούν ως ένα πνευματικό ένδυμα την ταπεινοφροσύνη, «Ενδύσασθε ουν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμού, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν» (Κολ. 3:12). Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας διδάσκει ότι η ταπείνωση γεννάται στην καρδιά του ανθρώπου από την πίστη και τον φόβο του Θεού: «Αυτός που πιστεύει φοβάται και αυτός που φοβάται ταπεινώνεται». Αυτή η ταπείνωση και αυτή η πίστη πολλές φορές απουσιάζει από τους ανθρώπους που θεωρητικά βρίσκονται πιο κοντά στον Θεό. Ίσως επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας ως εκλεκτό λαό του Θεού και επειδή βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είμαστε σωσμένοι, ούτε καθαροί, ούτε άγιοι. Δεν αρκεί κανείς να εισέλθει στο λουτρό για να καθαριστεί, αλλά είναι απαραίτητο να αναγνωρίσει ότι δεν είναι καθαρός και στη συνέχεια να λουστεί.
Και στο σημείο αυτό, της αυτογνωσίας και της ταπείνωσης, συχνά υπολειπόμαστε εμείς που βρισκόμαστε κάτω από την χάρη του Θεού, ενώ οι μακράν διατηρούν έστω το δέος και τον σεβασμό απέναντι στην ιερότητα του μυστηρίου της Εκκλησίας. Και από τη στιγμή που υπάρχει έλλειμμα ταπεινώσεως, υπάρχει και έλλειμμα πίστεως. Γιατί χωρίς ταπείνωση, το κάθε αίτημά μας προς τον Θεό δεν αποτελεί ικεσία, αλλά απαίτηση, η οποία δεν στηρίζεται στην αγάπη του Θεού αλλά στη δική μας αυτοεκτίμηση και υπερηφάνεια.