Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξεις των Αποστόλων ια’ 19-30
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐν ταῖς ημέραις ἐκείναις, διασπαρέντες οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις.Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας· ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν. Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.
Κήρυγμα από τον τέως Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και
Πρόεδρο του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας,
Καθηγητή Χρήστο Κ. Οικονόμου
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, οι απόστολοι που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, μετά το διωγμό που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου, έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαίους. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Οι ειδήσεις γι’ αυτά έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων∙ έτσι έστειλαν το Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη. Έτσι, πολύς κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. Ύστερα ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο. Όταν τον βρήκε τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύν κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού «Χριστιανοί». Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες στην Αντιόχεια. Ένας απ’ αυτούς, που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα, πράγμα που έγινε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί στην Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αυτό κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με το Βαρνάβα και το Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
Σχολιασμός
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από το 11ο κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων. Το κεφάλαιο αυτό μας πληροφορεί για τη δράση των Αποστόλων οι οποίοι διασκορπίστηκαν από τα Ιεροσόλυμα μετά το λιθοβολισμό του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου και έφτασαν μέχρι την Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια, κηρύττοντας τον Χριστό μόνο στους Ιουδαίους. Μεταξύ τους βρίσκονταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, οι οποίοι ήρθαν στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Με το κήρυγμά τους πολλοί πίστεψαν και δέχτηκαν το Ευαγγέλιο. Όλα αυτά ακούστηκαν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων και έστειλαν τον Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Όταν έφτασε εκεί ο Βαρνάβας χάρηκε βλέποντας το έργο της χάριτος του Θεού και συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός, γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη.
Βλέπωντας την άυξηση των πιστών ο Βαρνάβας φέυγει απο την Αντιόχεια και πηγαίνει στην Ταρσό για να βρεί τον Σαύλο. Όταν τον βρίσκει έρχονται και οι δύο στην Αντιόχεια. Εκεί έμειναν εναν ολόκληρο χρόνο συμμέτεχοντας στις συνάξεις της εκκλησίας και κυρύσσοντας το Ευαγγέλιο, αυξάνοντας έτσι τους πιστούς. Εκεί στην Αντιόχεια ονομάστηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί, οι μαθητές του Ιησού. Τις μέρες αυτές είχαν έρθει στην Αντιόχεια προφήτες απο τα Ιεροσόλυμα. Ένας απο αυτούς ο Άγαβος, φωτισμένος απο το Άγιο Πνεύμα ανήγγειλε οτι θα έρθει μεγάλη πείνα σε όλη την οικουμένη. Αυτό έγινε όταν ήταν αυτοκράτορας ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί της Αντιόχειας αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία. Μάζεψαν οτι μπορούσε ο καθένας και έστειλαν την βοήθεια τους με τον Βαρνάβα και τον Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
Η σημερινή αποστολική περικοπή μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για το πως ξεκίνησε η δίαδοση του Ευαγγελίου έξω απο τα όρια της Ιουαικής Παλαιστίνης. Από την Ανάσταση του Χριστού μέχρι τώρα έχουμε την δίαδοση του Λόγου του Θεού μόνο μεταξύ των Ιουδαίων. Απο τώρα ο λόγος του Θεού άνοιγε και έξω απο τα κλειστά Ιουδαικά όρια, στους εθνικούς. Η Αντιόχεια της Συρίας ηταν μια από τις πιο ξακουστές πόλεις και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών, των Ρωμαικών και των Βυζαντινών χρόνων. Ηταν πλούσια και πολυπολιτισμική πόλη στην οποία κατοικούσαν Έλληνες, Σύριοι, Ιουδαίοι και πολλοί άλλοι. Είχε αναδειχθεί λόγο της τοποθεσίας της σε σημαντικό κέντρο του εμπορίου, των γραμμάτων και του πολιτισμού. Η εκεί διάδοση του Χριστιανισμού είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Εκκλησίας της Αντιόχειας, η οποία αναπτύχθηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς λαμβάνονταςσημαντική θέση μέσα στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας. Μέσα από αυτήν προήλθαν μεγάλες εκκλησιαστικές μορφές και αντιμετωπίστηκαν μεγάλα εκκλησιαστικά ζητήματα που αφορούσαν ολόκληρη την Εκκλησία. Στις μέρες μας κατέχει την τρίτη θέση απο τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία.
Το έργο της διάδοσης του Λόγου του Θεού στους εθνικούς να ξεκινά μετά από ένα γεγονός, που συγκλόνισε τους πιστούς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Το γεγονός αυτό είνε ο λιθοβολισμός και η θάνατωση του Αγίου Στεφάνου και ο διωγμός των πιστών που ακολούθησε μετά από αυτό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί πιστοί να φύγουν από τα Ιεροσόλυμα και να διασκορπιστούν σε διάφορα μέρη συνεχίζοντας να κυρήσσουν το λόγο του Θεού. Παρόλη την θλίψη και τις δοκιμασίες που πέρασαν δεν σταματούν να κηρύσσουν, μάλιστα τώρα δεν περιορίζονται μόνο στους Ιουδαίους όπως προηγουμένως αλλά ανοίγονται και στους εθνικούς. Η δράση τους αυτή ενισχυόταν απο τον Κύριο ο οποίος καθοδηγούσε και ευλογούσε τα βηματά τους, φωτίζοντας τους ακροατές τους να αποδεχθούν αυτά που τους έλεγαν.
Η πληροφορία της αύξιση των πιστών στην πόλη της Αντιόχειας φτάνει και στα Ιεροσόλυμα, όπου αποφασίζεται η αποστολή του Απόστολου Βαρνάβα έτσι ώστε να έχουν μια πιο προσωπική γνώση της κατάστασης που άρχισε να διαμορφώνεται εκεί. Ο Απόστολος Βαρνάβας μας είναι ήδη γνωστός απο τις Πράξεις των Αποστόλων, εξαιτίας της δράσης που είχε μέσα στην πρώτη Εκκλησία. Η πρώτη αναφορά γι’ αυτόν γίνεται στο 4ο κεφάλαιο που μας πληροφορεί ότι καταγόταν απο την Κύπρο και το αρχικό του όνομα ήταν Ιωσής. Βαρνάβας όνομαστηκε απο τους ίδιους τους αποστόλους και σημαίνει «υίος παρακλήσεως». Αυτός είχε ενα χωράφι το οποίο πούλησε και έφερε τα χρήματα που πήρε και τα έθεσε στη δίαθεση των Αποστόλων. Δεύτερη αναφόρα στον Απόστολο Βαρνάβα γίνεται στο 9ον κεφάλαιο όπου αναλαμβάνει και παίρνει τον Απόστολο Παύλο στους υπόλοιπους μαθητές του Κυρίου και τους διηγείται πώς έγινε η μεταστροφή του στον χριστιανισμό, και τον συνδέει μαζί τους. Μέσα από αυτά φαίνεται η εμπιστοσύνη που είχαν οι υπόλοιποι Απόστολοι στον Απόστολο Βαρνάβα και τον επέλεξαν για να πάει στην Αντιόχεια. Εκτός από αυτά ο Απόστολος Βαρνάβας ήταν και άνθρωπος αγαθός γεμάτος από Άγιο Πνεύμα και πίστη.
Φτάνοντας ο Απόστολος Βαρνάβας στην Αντιόχεια διαπίστωσε την αύξηση των πιστών. Βλέποντας αυτό φέυγει και πάει στην Ταρσό, όπου βρίσκει τον Απόστολο Παύλο τον οποίο φέρνει στην Αντιόχεια για να τον βοηθήσει στο έργο του ευαγγελισμού των πιστών. Εκεί έμειναν εναν ολόκληρο χρόνο κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο. Η αύξηση των πιστών είχε ως αποτέλεσμα να ονομαστούν Χριστιανοί για να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους. Από τότε μέχρι σήμερα οι πιστοί στον Ιησού Χριστό ονομάζονται Χριστιανοί.
Η συμβουλή του Αποστόλου Βαρνάβα προς τους πιστούς να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά αποτελεί και για μας σήμερα ένα σάλπισμα και ένα προσκλητήριο. Η παραμονή κοντά στον Κύριο «προσμένει τω Κυρίω» κατά τον Απόστολο Βαρνάβα σημαίνει να τον αγαπήσουμε πραγματικά, να μένουμε και «εν τη αγάπη αυτού». Και η αγάπη έχει σταυρώσιμο χαρακτήρα, είναι η αγάπη προς τον Θεόν που εκφράζεται με την πίστη και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο που εκφράζεται με έργα αγάπης και φιλανθρωπίας.
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ιω. δ’ 5-42
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἕρχεται ὁ Κύριος εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, έφτασε ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι· ήταν γύρω στο μεσημέρι. Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «Δωσ΄ μου να πιώ». Οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη ν΄ αγοράσουν τρόφιμα. Εκείνη του απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτισσα. Πως μπορείς να μου ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις;» – επειδή οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες. Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είν΄ αυτός που σου λέει «δωσ΄ μου να πιώ», τότε εσύ θα του ζητούσες κι εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, το ΄χεις το τρεχούμενο νερό; Αυτό το πηγάδι μας το χάρισε ο προπάτοράς μας ο Ιακώβ· ήπιε απ΄ αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα ζωντανά του. Μήπως εσύ είσαι ανώτερος απ΄ αυτόν;» Ο Ιησούς της απάντησε: «Όποιος πίνει απ΄ αυτό το νερό θα διψάσει πάλι· όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θ΄ αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, δώσ΄ μου αυτό το νερό για να μη διψάω, κι ούτε να έρχομαι ως εδώ για να το παίρνω». Τότε ο Ιησούς της είπε: «Πήγαινε να φωνάξεις τον άντρα σου κι έλα εδώ». «Δεν έχω άντρα», απάντησε η γυναίκα. Ο Ιησούς της λέει: «Σωστά είπες, δεν έχω άντρα· γιατί πέντε άντρες πήρες κι αυτός που μαζί του τώρα ζεις δεν είναι άντρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης· οι προπάτορές μας λάτρεψαν το Θεό σ΄ αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει». «Πίστεψέ με, γυναίκα», της λέει τότε ο Ιησούς, «είναι κοντά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ΄ αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς οι Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε· εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους. Είναι όμως κοντά ο καιρός, ήλθε κιόλας, που οι πραγματικοί λατρευτές θα λατρεύσουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα. Κι αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια». Του λέει τότε η γυναίκα: «Ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα». «Εγώ είμαι», της λέει ο Ιησούς, «εγώ, που σου μιλάω αυτή τη στιγμή». Εκείνη την ώρα ήρθαν οι μαθητές του κι απορούσαν που συνομιλούσε με γυναίκα. Βέβαια, κανείς δεν του είπε «τι συζητάς;» ή «γιατί μιλάς μαζί της;» Τότε η γυναίκα άφησε τη στάμνα της, πήγε στην πόλη κι άρχισε να λέει στον κόσμο: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου· μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας;» Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη κι έρχονταν σ΄ αυτόν. Στο μεταξύ οι μαθητές τον παρακολουθούσαν και του έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε κάτι». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν την ξέρετε». Οι μαθητές έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως του ΄φερε κανείς να φάει;» Αλλά ο Ιησούς τους είπε: «Δικιά μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε, και να φέρω σε πέρας το έργο του. Εσείς συνηθίζετε να λέτε «τέσσερις μήνες ακόμη, κι έφτασε ο θερισμός». Εγώ σας λέω: σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια. Ασπροκοπούν από τα στάχυα τα ώριμα, έτοιμα κιόλας για το θερισμό. Ο θεριστής αμείβεται για τη δουλειά του και συνάζει καρπό για την αιώνια ζωή, έτσι ώστε μαζί να χαίρονται κι αυτός που σπέρνει κι αυτός που θερίζει. Γιατί εδώ αληθεύει η παροιμία «άλλος είναι που σπέρνει κι άλλος που θερίζει». Εγώ σας έστειλα να θερίσετε καρπό που γι΄ αυτόν εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι μόχθησαν, κι εσείς μπήκατε εκεί να θερίσετε το δικό τους κόπο». Πολλοί από τους Σαμαρείτες εκείνης της πόλης πίστεψαν σ΄ αυτόν, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε: «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει». Όταν λοιπόν οι Σαμαρείτες ήρθαν κοντά του, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους· κι έμεινε εκεί δύο μέρες. Έτσι, πίστεψαν πολύ περισσότερο ακούγοντας τα λόγια του κι έλεγαν στη γυναίκα: «Η πίστη μας δε στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια· γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει και ξέρουμε πως πραγματικά αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός».
Σχολιασμός
«Η πηγή της ζωαρχίας, Ιησούς ο Σωτήρ ημών, επί την πηγήν επιστάς του Πατριάρχου Ιακώβ, πιείν εζήτει ύδωρ παρά γυναικός Σαμαρείτιδος. Της δε το ακοινώνητον των Ιουδαίων προσειπούσης, ο σοφός Δημιουργός μετοχετεύει αυτήν, ταις γλυκείαις προσρήσεσι, μάλλον προς αίτησιν του αϊδίου ύδατος…» (Δοξαστικό αίνων Κυριακής της Σαμαρείτιδος).
Καθώς βρισκόμαστε στο μέσο περίπου του Πεντηκοσταρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει μέσα από την ευαγγελική περικοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου την αποκαλυπτική συνάντηση του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα και το σωτήριο φωτισμό πολλών συμπατριωτών της.
O Ιησούς Χριστός, επειδή όντως ποθούσε τη σωτηρία όχι μόνο των Ιουδαίων αλλά και των εθνικών εξίσου, κατευθύνθηκε προς μια πόλη της Σαμάρειας που ονομαζόταν Συχάρ. Λίγο έξω από την πόλη βρισκόταν το πηγάδι που ο Πατριάρχης Ιακώβ είχε ανορύξει. Ο Κύριος, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία και τη ζέστη, κάθισε εκεί για να ξεκουραστεί λίγο, αφού εκτός από τέλειος Θεός είναι και τέλειος άνθρωπος. Την ίδια ώρα οι μαθητές Του πήγαν στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα.
Κατά συγκυρία, φτάνει τότε στο πηγάδι μια Σαμαρείτιδα από την κοντινή πόλη για να αντλήσει νερό και ο Θεάνθρωπος της ζητά να Του δώσει λίγο για να πιει. Χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του υμνωδού στο Δοξαστικό των στιχηρών του εσπερινού: «…Ω του θαύματος! Ο τοις Χερουβίμ εποχούμενος, πόρνη γυναικί διελέγετο· ύδωρ αιτών, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας· ύδωρ ζητών, ο πηγάς καί λίμνας υδάτων εκχέων…». Πραγματικά! Καταδέχεται να ζητήσει λίγο νερό όχι μόνο γιατί ως τέλειος άνθρωπος πραγματικά διψούσε, αλλά και γιατί ως τέλειος Θεός διψούσε τη σωτηρία της γυναίκας εκείνης και των συμπατριωτών της.
Η Σαμαρείτιδα καταλαβαίνει αμέσως από την προφορά του Ιησού ότι είναι Ιουδαίος και διερωτάται πώς και συνομιλεί μαζί της, μιας και οι Ιουδαίοι αποστρέφονταν τους Σαμαρείτες, αφού οι δεύτεροι πίστευαν μεν στον αληθινό Θεό αλλά ταυτόχρονα λάτρευαν και τα είδωλα. Τότε ο Κύριος αποκρίνεται «αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιός είναι αυτός που σου λέει «δώσ΄ μου να πιώ», τότε εσύ θα του ζητούσες τη δωρεά του Θεού, και εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». «Δωρεά του Θεού» είναι το σχέδιο της Θείας οικονομίας, η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και η παρουσία Του στον κόσμο. «Ύδωρ ζων» είναι η ζωοποιός χάρη του Αγίου Πνεύματος˙ άλλωστε, ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει σε κάποιο άλλο σημείο του Ευαγγελίου του ότι ο Ιησούς Χριστός είπε: «Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος»( Ιωάν. 7, 38), και αμέσως μετά θέτει την ερμηνεία των λόγων αυτών: «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιωάν. 7, 39). Αξιοσημείωτα είναι τα σχόλια του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στην ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: « (Ονομάζει ο Κύριος το Άγιο Πνεύμα) με τη λέξη ύδωρ, θέλοντας να δείξει τον εξ’ αυτού καθαρμόν και την μεγάλη αναψυχή των ψυχών που το λαμβάνουν. Και δικαίως. Διότι, όπως ένας κήπος, που είναι γεμάτος από διάφορα δέντρα καρποφόρα και αειθαλή, έτσι το Άγιο Πνεύμα στολίζει τη ψυχή με ετοιμότητα, για να μην αφήνει να αισθάνεται ούτε λύπη, ούτε σατανική επιβουλή, επειδή κατασβήνει εύκολα τα πυρακτωμένα βέλη του πονηρού…»
Η γυναίκα βέβαια δεν καταλαβαίνει τι εννοεί ο Κύριος και επειδή νομίζει ότι μιλά για το γήινο και φθαρτό νερό απορεί, αφού ο συνομιλητής της δεν έχει ούτε καν κουβά και το πηγάδι είναι βαθύ. Ο Θεάνθρωπος της εξηγά πως το νερό που δίνει ο Ίδιος είναι πολύ ανώτερο από το νερό του Ιακώβ και αφήνει τη γυναίκα να συμπεράνει από μόνη της ότι Αυτός είναι ασύγκριτα ανώτερος από εκείνον. Αμέσως η Σαμαρείτιδα, χωρίς καθόλου να δυσπιστήσει, ζητά αυτό το νερό, αν και συνεχίζει να το αντιλαμβάνεται υλικό και φθαρτό.
Ο φιλάνθρωπος Κύριος προσπαθεί να οδηγήσει στην πίστη τη Σαμαρείτιδα και με άλλο τρόπο, δείχνοντάς της ότι είναι κρυφιογνώστης. Αυτή, μόλις ακούει μια αποκάλυψη της ζωής της, θεωρεί τον Ιησού Χριστό προφήτη και ρωτά εμμέσως πού πρέπει να προσκυνείται ο Θεός. Ο Κύριος ξεκαθαρίζει μεν ότι η σωτηρία προέρχεται από τους Ιουδαίους (αφού ο Ίδιος ως Υιός του Θεού έλαβε την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο Μαρία που καταγόταν από τη φυλή του Δαυίδ), αλλά παράλληλα τονίζει ότι με την επί γης παρουσία Του καταργείται ο νόμος, ο τύπος και η σκιά και καταδεικνύει ότι κάθε τόπος είναι κατάλληλος για τη λατρεία του Θεού: ο Θεός είναι ασώματος, άυλος, και αόρατος και σημασία έχει ο τρόπος και όχι ο τόπος.
Όταν η Σαμαρείτιδα άκουσε τα πιο πάνω, κατάλαβε ότι ήταν θεϊκά και όχι ανθρώπινα λόγια και γι’ αυτό λέει: «Ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός˙όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα». Επειδή οι Σαμαρείτες δέχονταν την Πεντάβιβλο του Μωυσή και επειδή στο Δευτερονόμιο αναφέρει : «Προφήτην εκ των αδελφών σου, ως εμέ, αναστήσει Κύριος ο Θεός σου˙ αυτού ακούσεσθε» (Δευτ. 18, 26), περίμεναν και αυτοί το Μεσσία, με την προσδοκία ότι θα τους διδάξει όλα τα σχετικά με την πίστη και τη λατρεία του Θεού. Τότε ο Κύριος, βλέποντας τον επαινετό της ζήλο, της αποκαλύπτει εντελώς ξεκάθαρα ότι ο αναμενόμενος Μεσσίας είναι ο Ίδιος. Εκείνη τη στιγμή καταφθάνουν και οι μαθητές Του και έχει μαζί τους ένα σύντομο διάλογο.
Εντωμεταξύ, η Σαμαρείτιδα αφήνει τη στάμνα της εκεί στο πηγάδι, αφού πλέον είχε γευτεί το ζωοποιό και αιώνιο νερό, και τρέχει γεμάτη χαρά στην πόλη, καλώντας τους συμπολίτες της να δουν τον Κύριο «ιδίοις όμμασι» και να πιστεύσουν όπως και αυτή. Και η θέρμη του κηρύγματός της ήταν τόσο μεγάλη, που πολλοί συμπατριώτες της έτρεξαν προς τον Ιησού και πίστευσαν σ’ αυτόν. Είχαν μάλιστα τόσο πόθο και τέτοιο ζήλο που Τον παρακαλούν να παραμείνει μαζί τους και Εκείνος ως φιλάνθρωπος μένει μ’ αυτούς για δυο μέρες, διδάσκοντας όσους έρχονταν κοντά Του. Ο Θείος λόγος που έβγαινε απ’ το στόμα Του καρποφόρησε στις καρδιές τους και πίστευαν πια σ’ αυτόν απ’ την προσωπική τους εμπειρία.
ελειώνοντας το σχολιασμό της ευαγγελικής περικοπής, ωραίο είναι να παραθέσουμε κάποια σχόλια για το πρόσωπο της Σαμαρείτιδος από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Είναι ωραία σαν η σελήνη, επειδή φέγγει, αν και επικρατεί η νύκτα της ασέβειας ακόμα. Εκλεκτή σαν ο ήλιος, γι’ αυτό ονομάστηκε Φωτεινή απ΄ τον Σωτήρα και καταγράφηκε και αυτή στον κατάλογο των μελλόντων να λάμψουν σαν ο ήλιος κατά το ευαγγέλιο, επειδή επισφράγισε τον υπόλοιπο της βίο με μακάριο και μαρτυρικό τέλος και τώρα αναγνώρισε το Χριστό ως αληθινό Θεό…» (Ομιλία 19).
Ο Θεάνθρωπος καταξιώνει τον άνθρωπο ως πρόσωπο κατ΄εικόνα Θεού πλασμένο
Ο Υιός του Θεού επικοινωνεί και προσφέρει την αγάπη του προς κάθε άνθρωπο, όσο αμαρτωλός και περιφρονημένος κι αν είναι. Ο σύγχρονος άνθρωπος, μέσα στην κοινωνία μας που πολλές φορές είναι πνευματικά και ηθικά χρεοκοπημένη, βιώνει συχνά επώδυνα αδιέξοδα, μοναξιά και περιθωριοποίηση, απόρριψη και εγκατάλειψη και έχει έντονα υπαρξιακά ερωτήματα. Ο Ιησούς Χριστός περιμένει την προσωπική συνάντηση με τον καθένα μας, για να μας μεταδόσει την Αλήθεια, που είναι ο Ίδιος, να μας δωρίσει το «ύδωρ το ζων» και να μας εκτοξεύσει πέρα από τα στενά όρια της εγκόσμιας ζωής. «(Η σχέση ανθρώπου και Θεού) είναι συνάντηση προσώπων, μοναδικών, πάντοτε ανεπανάληπτων, που παραμένουν αιώνια. (…)Και η προσευχή Πρόσωπο με πρόσωπο με έβγαλε από τα στενά όρια του χρόνου και του χώρου και του κόσμου και όλων των άλλων πλευρών της εγκόσμιας ζωής…» (Αρχ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Κεφ. 5).