11 Εἶπε δέ· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 – 32 (Εὐαγγέλιον – Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα)
11 Είπε δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς. 12 Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν του. 13 Και ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον. 14 Οταν δε εξώδευσε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός ήρχισε να στερήται και να πεινά. 15 Και από την πείναν πλέον ζαλισμένος επήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος εις ένα από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και αυτός τον έστειλε εις τα χωράφια του, να βόσκη χοίρους. 16 Και επιθυμούσε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδε, διότι οι υπηρέται τα προώριζαν δια τους χοίρους. 17 Καποιαν όμως ημέραν συνήλθεν από την ζάλην και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Ποσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, εγώ δε χάνομαι από την πείναν; 18 Και αμέσως επήρε την απόφασιν της επιστροφής και είπε· Θα σηκωθώ, θα υπάγω προς τον πατέρα μου και θα του πω· πατέρα μου, ημάρτησα στον ουρανόν εμπρός στον Θεόν και τους αγγέλους του· ημάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την πατρικήν σου αγάπην και δεν ελογάριασα την λύπην, που θα σου προξενούσα με την φυγήν μου. 19 Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτας σου. 20 Και έθεσε εις εφαρμογήν την καλήν του απόφασιν. Εσηκώθη και ήλθε προς τον πατέρα του. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις μακρυνήν απόστασιν, ο πατέρας του, που από καιρόν τώρα τον επερίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στον δρόμον, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθη, έτρεξε εις προϋπάντησίν του, έπεσε με στοργήν απέραντον στον τράχηλον του παιδιού του, το αγκαλιασε και το εγέμισε φιλήματα. 21 Συντετριμμένος ο υιός από την απέραντον αυτήν στοργήν είπε στον πατέρα του· Πατέρα, ημάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομασθώ υιός σου. 22 Ο δε πατέρας τον διέκοψε, εστράφη προς τους δούλους, που είχαν μαζευθή εκεί, και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ενδύσατέ τον, και δώστε του το δακτυλίδι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι. Δώστε του υποδήματα εις τα πόδια, δια να μη περπατή ξυπόλητος όπως οι δούλοι. 23 Και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια να πανηγυρίσωμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε όλοι. 24 Διότι ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήτο και ευρέθηκε. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται. (Αγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και εσπατάλησε τα θεία δώρα εις την αμαρτίαν και εβυθίσθη στον εξευτελισμόν και την κοινήν περιφρόνησιν, μετανοήση ειλικρινώς, επανέλθη προς τον Πατέρα και ξαναπάρη την υιοθεσίαν και την πρώτην του θέσιν). 25 Αλλά ο μεγαλύτερος υιός ευρίσκετο στο χωράφι και καθώς την ώραν που ήρχετο επλησίασε στο σπίτι, ήκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς. 26 Και αφού εκάλεσε ένα από τους υπηρέτας, τον ηρώτησε τι άραγε είναι αυτά που γίνονται. 27 Εκείνος δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό μοσχάρι, διότι με μεγάλην χαράν τον είδε και τον υπεδέχθη υγιή. 28 Εθύμωσε δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθη στο σπίτι και να παρακαθίση στο χαρμόσυνο τραπέζι. Οταν ο πατέρας επληροφορήθη αυτό, εβγήκε έξω προς τον μεγαλύτερον υιόν και με στοργήν πολλήν τον παρακαλούσε. 29 Εκείνος όμως πικραμένος απεκρίθη με δυσφορίαν μεγάλην και του είπε· Ιδού τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν κατεπάτησα την εντολή σου. Και όμως εις εμέ δεν έδωσές ποτέ ένα κατσίκι, δια να εφρανθώ με τους φίλους μου. 30 Οταν δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιο σου με πόρνας, έσφαξες προς χάριν του το θρεπτό μοσχάρι. 31 Είπε δε εις αυτόν ο πατέρας· Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζή μου και όλα τα υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε εστέρησα. 32 Επρεπε δε και συ να ευρανθής και να χαρής, διότι ο αδελφός σου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε”. (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κυριον να δέχεται με στοργήν τους μετανοούντας αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσση πολίτας της βασιλείας του. Εγωπαθείς και ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνον και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεόν, απεξένωσαν τον ευατόν των από την αγάπην του Θεού και από την χαρμόσυνον επικοινωνίαν με τους πολίτας της βασιλείας των ουρανών).
Κυριακή του Ασώτου – η ασωτεία της εποχής μας.
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ζιμπάμπουε και Αγκόλας. Σεραφείμ Κυκκώτη
Στη σημερινή Ευαγγελική Περικοπή έχουμε την Παραβολή του Άσωτου υιού. Αν ανοίξουμε ένα καλό Ελληνικό Λεξικό θα δούμε ότι ο όρος «Παραβολή» έχει γύρω στις 13 διαφορετικές σημασίες. Στα βιβλία της Καινής Διαθήκης ο όρος «Παραβολή» σημαίνει την αλληγορική διήγηση που χρησιμοποίησε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όπου με απλό και παραστατικό τρόπο διδάσκει σημαντικές αλήθειες της Χριστιανικής Θρησκείας. Οι Παραβολές δηλαδή που xρησιμοποιούνται από τον Ιησού περιέχουν κάποιο δίδαγμα σωτηριολογικό, κάποιο δίδαγμα δηλαδή που έχει σχέση με την εν Χριστώ σωτηρία μας. Τον τρόπο δηλαδή που μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος από την σκλαβιά της απάτης, της άγνοιας, της αμαρτίας και του θανάτου. Για να κινηθεί δηλαδή ο άνθρωπος της αμαρτίας από το ψέμα στην αλήθεια, από το θάνατο στη ζωή, από την Κόλαση στον Παράδεισον. Για να ζήσει σε κοινωνία με τον Θεόν.
«Άσωτος» είναι ο άνθρωπος που ζει έκλυτη κι αμαρτωλή ζωή. Είναι ο διεφθαρμένος, ο αμαρτωλός, ο ακόλαστος, αυτός που σπαταλά χρήματα για να ζήσει μιά έκλυτη κι αμαρτωλή ζωή, αυτός που φέρνει συμφορά στον εαυτόν του, στην οικογένεια του και στην ευρύτερη κοινωνία. Τελικά ο «άσωτος» είναι αυτός που σου δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, αυτός που βρίσκεται στο τέλος σε απελπισία και απόγνωση. Έτσι με βάση το περιεχόμενο της ζωής του άσωτου ανθρώπου θα μπορούσαμε να πούμε ότι «ασωτία» είναι μια μορφή ακολασίας που εκφράζεται ως ροπή και και υπερβολική στροφή προς τις υλικές απολαύσεις, η έκλυτη κι αμαρτωλή ζωή που την συνοδεύει η σπατάλη, την ώρα μάλιστα που άλλοι πεινούν και άρρωστοι πεθαίνουν αβοήθητοι και εγκαταλελειμμένοι.
Πολλές φορές συμβαίνει να έχουμε όλα τα καλά και τ’ αγαθά του κόσμου και πάλι να μη είμαστε ευχαριστημένοι. Ο άσωτος υιός της σημερινής Ευαγγελικής Περικοπής αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Τα είχε όλα. Κι όμως τίποτα δεν στάθηκε στο τέλος ικανό να τον κρατήσει κοντά στον Πατέρα του. Έτσι μια μέρα, αφού ζήτησε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε άφησε το σπίτι του και «απεδήμησεν εις χώραν μακράν».
Στο πρόσωπο του άσωτου νεώτερου γιού αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο εκείνο που με την αμαρτία απομακρύνεται από την επικοινωνία του με τον Θεό. Η παρουσία του Θεού ενοχλεί και πιέζει τον άσωτον άνθρωπον. Νομίζει ότι ο Θεός του κάνει τη ζωή μονότονη και κουραστική. Γι’ αυτό και προσπαθεί να βγάλει από την σκέψη του τον Θεόν εξορίζοντας τόν από την καρδιά του. Ο άσωτος άνθρωπος δεν θέλει να εξαρτάται από κανένα.. Έχει μια δική του αντίληψη για την ελευθερία. Νομίζει ότι ελευθερία σημαίνει ασυδοσία, να κάνει δηλαδή ό,τι θέλει. Δεν καταλαμβαίνει ότι το νόημα της ελευθερίας είναι να κάνεις σωστές επιλογές με κριτήριον το κοινόν καλόν και το κοινόν συμφέρον. Ο άσωτος άνθρωπος λεισμονεί ότι η πραγματική ελευθερία συνδέεται με το δεσμό της αγάπης. Γι’ αυτό και δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του ούτε στον Θεόν, ούτε στην οικογένεια του. Έχει εμπιστοσύνη μόνο στις δικές του δυνάμεις και στα δημιουργήματα κι όχι στο Δημιουργό τους, δηλαδή στο Θεό. Η αυτονομία κι η αυτάρκεια του αυτή που εκφράζει και τη χειρότερη μορφή αλαζονείας, είναι και η πηγή κάθε αμαρτίας.
Κι όταν όμως ακόμη αποφασίζουμε να βγάλουμε τον Θεό από τη ζωή μας, ο Θεός δεν αρνείται να μας προσφέρει όλα τα θεία Του δώρα. Γι’ αυτό κι η πραγματική μετάνοια του αμαρτωλού τον οδηγεί πάντοτε στην εν Χριστώ σωτηρία του.
Ο άσωτος υιός επιλέγει μια νέα υπαρξιακή προοπτική που τον οδηγεί στην στέρηση και στην μοναξιά. Στο τέλος μακρυά από την αγάπη προς την οικογένεια του γίνεται και άσημος. Όλα αλλάζουν όταν αρχίζει να συναισθάνεται την προσωπική του ενοχή. Στην αρχή συνειδητοποιεί την αποτυχία της επιλογής του τρόπου της ζωής του που έγινε με την απόφασή του να σταματήσει να εμπιστεύεται τον πατέρα του. Στην συνέχεια παραδέχεται την αποτυχία της επιλογής του να ακολουθήσει αυτή την νέα υπαρξιακή προοπτική και να ζήσει μακρυά από την οικογένεια του. Η παραδοχή του αυτή έχει μεγάλη σημασία γιατί είναι δυνατό να φθάσει κανείς μέχρι το σημείο της συνειδητοποιήσεως ότι κάπου έχει κάνει λάθος, αλλά ο εγωϊσμός του να μη τον αφήνει να προχωρήσει στην παραδοχή της ενοχής του. Έτσι προχωρεί στην αναγνώριση και αποδοχή της προσωπικής του ενοχής για την αποτυχία της υπαρξιακής του προοπτικής να απομακρυνθεί από τον πατέρα του. Παραδέχεται δηλαδή την ενοχή του και την ομολογεί ανεπιφύλακτα. Δεν προσπαθεί να βρεί δικαιολογίες για τις αμαρτωλές πράξεις του και για τη προσωπική του ενοχή. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί η ανεπιφύλακτη αποδοχή της προσωπικής του ενοχής χωρίς δικαιολογίες λειτουργεί στο βάθος της ανθρώπινης προσωπικότητας ως κάθαρση, που καθιστά δυνατή μια νέα επιλογή. Είναι η στροφή του προς την μετάνοια που εκδηλώνεται με την επιλογή μιας νέας υπαρξιακής προοπτικής. Η επιλογή αυτή θεμελιώνεται στη παραδοχή της αναξιότητάς του. Γι’ αυτό και ζητεί να γίνει ισότιμος με ένα υπηρέτη του πατέρα του. Η μετάνοια του άσωτου υιού δεν βιώνεται απλώς ως αλλαγή φρονήματος, αλλά περισσότερο ως θυσία. Η μετάνοια έχει ένα κόστος που οφείλεται στα λάθη του παρελθόντος. Ο άσωτος υιός μετανοεί πραγματικά γιατί δεν ζητά να γίνει πάλι υιός αλλά δούλος, επειδή ακριβώς η πλήρης συναίσθηση της ενοχής του τον κάνει ταπεινό. Ζητά το ελάχιστον, δεν ζητά το μέγιστον.
Η μετάνοια ως αυτοθυσία είναι η μόνη λύση για να αντιμετωπίσουμε οποιοδήποτε πρόβλημα που το δημιουργήσαμε οι ίδιοι με τα λάθη μας.
Ο άσωτος γύρισε στο σπίτι του πατέρα του όταν «ήλθε εις εαυτόν», επειδή είχε καλές κι άριστες αναμνήσεις από το σπίτι του. Θυμήθηκε στην ερημιά του όλη την στοργή, την αγάπη και τις θυσίες του καλού πατέρα και ξαναγύρισε να τις ξαναζήσει. Αν είχε κακές αναμνήσεις από το σπίτι του ποτέ δεν θα γύριζε. Θα έμενε στην καταστροφή της ερημιάς του. Όσοι έχουν την ευθύνη της δημιουργίας περιβάλλοντος, είτε στην οικογένεια, είτε στην κοινωνία, είτε στην Εκκλησία, είτε στο Σχολείο πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή γιατί όπως λέει ο Απόστολος Παύλος «ομιλίαι κακαί φθείρουσιν ήθη χρηστά». Το περιβάλλον που δημιουργούμε πρέπει να έχει τέτοια μορφή που να κάνει και τον άσωτον της εποχής μας μόλις «έλθη εις εαυτόν», να το θυμάται και να ξαναγυρίζει πάλι στο σπίτι του για να βρει στοργή. Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα της παραβολής του Ασώτου που είναι γνωστή και ως παραβολή του στοργικού πατέρα. Όπου υπάρχουν στοργικοί γονείς οι άσωτοι ξαναγυρίζουν.
Διαβάζοντας λοιπόν κανείς την παραβολή του άσωτου υιού της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής εντυπωσιάζεται ότι τόσο από την ασωτία του άμυαλου παιδιού που κατασπαταλά την περιουσία του πατέρα του και που γυρίζει εξουθενωμένος και μετανοιωμένος στο πατρικό του σπίτι, όσο από το γεγονός ότι πολλές φορές άνθρωποι διά μέσου των αιώνων έχουν τη τάση να συμπεριφέρονται ως αμετανόητοι άσωτοι. Ο εγωϊσμός τους γίνεται αξεπέραστος φραγμός που τους κρατά στην αμετανοησία. Έτσι μακρυά από την μετάνοια, που εκφράζεται ως ταπείνωση με τη θυσία της θέσεως που είχαν πριν τη πτώση τους στην αμαρτία της ασωτίας, ακολουθούν το δρόμο του Ιούδα, το δρόμο της καταστροφής, το δρόμο της απώλειας της αιώνιας σωτηρίας. Αυτή η αμετανοησία του ανθρώπου, που εκφράζεται ως άρνηση στη κοινή κλήση του Θεού για σωτηρία, στη θεολογική γλώσσα, αποτελεί και το περιεχόμενο της βλασφημίας κατά του αγίου Πνεύματος, της ύψιστης αμαρτίας η οποία δεν συγχωρείται ποτέ, διότι ο άνθρωπος με το βιολογικό του θάνατο δεν έχει πλέον περιθώρια μετανοίας. Στην Εκκλησιαστική πράξη αυτό σήμερα εκφράζεται με την απαγόρευση τελέσεως της ιεράς ακολουθίας της Κηδείας σ’ αυτούς που αυτοκτονούν. Έστω κι αν στο όνομα της ελευθερίας, άνθρωπος μέσα στην ασυδοσία του, οδηγεί τον εαυτόν του στην καταστροφή, η ήδη τετελεσμένη απόφασή του στο χώρο της Εκκλησίας γίνεται σεβαστή.
Με βάση την συμπεριφορά του αμετανόητου άσωτου ανθρώπου μπορούμε να μιλήσουμε και για την ασωτία της εποχής μας, που εκφράζεται με την απαράδεκτη κατάσταση που παρατηρείται στην άδικη κατανομή της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών. Το 10% του πληθυσμού της γης νέμεται το 90% της παγκόσμιας παραγωγής και το 90% του πληθυσμού της γης (χώρες του τρίτου κόσμου) το 10% της παγκόσμιας παραγωγής. Η αδικία αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και ειρωνεία γιατί το το 10% του πληθυσμού συμβαίνει νάναι σχεδόν όλοι χριστιανοί. Το αποτέλεσμα της σύγχρονης ασωτίας των χριστιανών, με βάση τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της Γιούνισεφ, είναι τα ακόλουθα:
1. To ένα τρίτο των παιδιών της Αφρικής υποσιτίζονται.
2. Γύρω στα 13 εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες, επειδή στερούνται μερικά από τα αγαθά που έχουν τα παιδιά των χριστιανών.
3. Από αφυδάτωση, που προκαλεί διάρροια, πεθαίνουν τρία εκατομμύρια παιδιά.
4. Κάθε χρόνο γύρω στα 300.000 παιδιά τυφλώνονται από έλλειψη βιταμίνης Α.
5. Στην Ασία 1.000.000 παιδιά, κορίτσια και αγόρια, εκπορνεύονται από πλούσιους Ευρωπαίους και Αμερικανούς χριστιανούς πολίτες.
6. Το 97% των παιδιών πεθαίνουν πρίν γίνουν 5 ετών.
7. Γύρω στα 10.000.000 παιδιά υποφέρουν από έϊτνς λόγω της ανευθυνότητας των ενηλίκων.
8. Γύρω στα 10.000.000 παιδιά είναι ορφανά, επειδή οι γονείς τους πεθαίνουν από φτώχεια και διάφορες ασθένειες.
9. Γύρω στα 130.000.000 παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να φοιτούν σε Σχολείο.
10. Οι περισσότεροι θάνατοι των παιδιών θα μπορούσαν να προληφθούν με τη χορήγηση των βασικών εμβολίων που κοστίζουν μόλις εκατόν Ραντ για το κάθε παιδί.
11. Στις χώρες του Τρίτου κόσμου 1.5 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να γευθούν καθαρό νερό και 2 δισεκατομμύρια δεν έχουν πρόσβαση σε συστήματα υγιεινής.
Η ασωτία της εποχής μας θα περιορισθεί με την μετάνοια των ασώτων ανθρώπων της κοινωνίας μας με την ίση κατανομή των αγαθών της γης. Μπροστά στον ατομικό τους εγωϊσμό για μεγαλύτερο οικονομικό κέρδος μάθανε οι πολιτισμένοι άνθρωποι της Δύσης να καταλήγουν στις χωματερές, αδιάζοντας το γάλα στους δρόμους και πετώντας τους καρπούς της παραγωγής τους σε σκουπιδότοπους. Η ασωτία των ανθρώπων της Δύσεως δεν είναι απλώς μια κοινωνική αδικία σε βάρος των συνανθρώπων μας που υποφέρουν, που στερούνται όσα οι άλλοι πετάνε και κατασπαταλούν, είναι μια αμαρτία που οδηγεί στην καταστροφή τόσο αυτούς που αδικούνται όσο κι αυτούς που αδικούν, γιατί η επιβίωση μας εξασφαλίζεται μόνο με την καλή μας διάθεση να βελτιώνουμε συνέχεια με δικαιοσύνη τους όρους συμβιώσεως μας.