ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ – Η Θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου
Ματθ. η’ 5-13
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναούμ, προσῆλθεν αὐτῷ Ἑκατόνταρχος, παρακαλῶν αὐτόν, καί λέγων˙ Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καί λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ Ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν. Καί ἀποκριθείς ὁ Ἑκατόνταρχος ἔφη˙ Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς˙ ἀλλά μόνον εἰπέ λόγον, καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Καί γάρ ἐγώ ἄνθρωπός εἰμι ὑπό ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτόν στρατιώτας˙ καί λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καί πορεύεται˙ καί ἄλλῳ, ἔρχου, καί ἔρχεται˙ καί τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καί ποιεῖ. Ἀκούσας δέ ὁ Ἰησοῦς, ἐθαύμασε, καί εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν˙ Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δέ ὑμῖν, ὅτι πολλοί ἀπό Ἀνατολῶν καί Δυσμῶν ἥξουσι, καί ἀνακλιθήσονται μετά Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ και Ἰακώβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν˙ οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον˙ ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ Ἑκατοντάρχῳ˙ Ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας, γενη-θήτω σοι. Καί ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
[youtube http://www.youtube.com/watch?v=wUZWKlQntVQ?rel=0]
Μετάφραση
Η Θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου
Τον καιρό εκείνο μόλις μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, που τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Και ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου˙ πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου˙ λέω στον ένα «πήγαινε» και πηγαίνει, και στον άλλο «έλα» και έρχεται, και στο δούλο μου «κάνε αυτό» και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε κι είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας διαβεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα. Και σας λέω πως θα’ρθούν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι˙ εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.
Όσιος Σισώης
Για τον αληθινό Χριστιανό δεν έχει σημασία πότε θα πεθάνει, αλλά το πως θα πεθάνει. Όλοι οι Άγιοι ζουν μ’ αυτή τη μνήμη του θανάτου. Έτσι ζούσε και ο Όσιος Σισώης έχοντας διαρκώς μπροστά του τη μνήμη του θανάτου. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο κι έζησε στις αρχές του 4ου αιώνα. Νεώτατος έρχεται στην έρημο, στην περιοχή της Νιτρίας και μπήκε στην υπακοή του γέροντα Ώρ, ο οποίος με το διορατικό του χάρισμα είδε τι επρόκειτο να γίνει. Πρωταρχικός στόχος του έγινε η απόκτηση της ταπεινοφροσύνης κι όταν τα χρόνια πέρασαν η αρετή αυτή είχε γίνει τρόπος ζωής του. Ο αββάς Σισώης θέλοντας έστω και μετά τον θάνατο του Αγίου Αντωνίου να γίνει μέτοχος και μιμητής της ασκήσεως εκείνου, αναχώρησε από τη Νιτρία και ήρθε στο όρος του Μεγάλου Αντωνίου. Εδώ έζησε για 72 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά με άσκηση μεγάλη και σκληραγωγία. Οι αρετές του έγιναν ονομαστές ακόμα και στις μακρινές πόλεις των Χριστιανών, ώστε πολλοί έρχονταν να τον δούνε και να επωφεληθούν πνευματικά. Εκεί έλαβε χάρη από τον Κύριο να επιτελεί πολλά θαύματα. Μάλιστα έφτασε σε σημείο ακόμα και νεκρούς να αναστήσει, διότι ήταν τόσο ταπεινός και δεν πίστευε ότι ήταν άξιος τέτοιων χαρισμάτων. Βαδίζοντας κάποτε στην αιγυπτιακή έρημο βρέθηκε μπροστά στον Τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βλέποντας τα οστά του άλλοτε ενδόξου βασιλιά αναλογιζόταν τον θάνατον και την κατάντια του ανθρώπου και θρηνώντας έλεγε: «Θάνατε, τις δύναται φυγεῖν σε;». Κοιμήθηκε ειρηνικά εν μέσῳ θείων οραμάτων καί μέχρι αὐτήν την ώρα από ταπείνωση ένιωθε τον εαυτό του ανάξιο.
Κοινοποιήστε / Share this