Ευαγγέλιο της Εορτής Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Ιω. ιθ’ 6 – 11, 13 – 20, 25 – 28, 30
Πρωτότυπο κείμενο
Τω καιρώ εκείνω, συμβούλιον εποίησαν οι Αρχιερείς και οι Πρεσβύτεροι κατά του Ιησού, όπως αυτόν απολέσωσι. Και παρεγένοντο προς Πιλάτον, λέγοντες• Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Λεγει αυτοίς ο Πιλάτος• Λαβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε• εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαῖοι• Ημείς νόμον έχομεν, και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Υιόν του Θεού εποίησεν. Οτε ουν ήκουσεν ο Πιλάτος τούτον τον λόγον, μάλλον εφοβήθη. Και εισήλθεν εις το Πραιτώριαν πάλιν, και λέγει τω Ιησοῦ• Ποθεν ει συ; Ο δε Ιησοῦς απόκρισιν ουκ έδωκεν αυτώ. Λεγει ουν αυτώ ο Πιλάτος• Εμοί ου λαλείς; ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί σε, και εξουσίαν έχω απολύσαί σε; Απεκρίθη Ιησοῦς• Ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ ἐμοῦ, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν. Ο ουν Πιλάτος ακούσας τούτον τον λόγον, ήγαγεν έξω τον Ιησοῦν, και εκάθισεν επί του βήματος, εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Εβραῑστί δε Γαββαθά. Ην δε Παρασκευή του Πασχα, ώρα δε ωσεί έκτη• και λέγει τοις Ιουδαίοις• Ίδε ο Βασιλεύς υμών. Οι δε εκραύγασαν• Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Λεγει αυτοίς ο Πιλάτος• Τον Βασιλέα υμών σταυρώσω; Απεκρίθησαν οι Ααρχιερείς• Ουκ έχομεν βασιλέα, ει μη Καίσαρα. Τοτε ουν παρέδωκεν αυτόν αυτοίς, ίνα σταυρωθή. Παρέλαβον δε τον Ιησοῦν, και απήγαγον. Και βαστάζων τον Σταυρόν αυτού, εξήλθεν εις τον λεγόμενον Κρανίου τόπον, ος λέγεται Εβραῑστί Γολγοθά• όπου αυτόν εσταύρωσαν, και μετ αὐτοῦ άλλους δύο εντεύθεν και εντεύθεν, μέσον δε τον Ιησοῦν. Έγραψε δε και τίτλον ο Πιλάτος, και έθηκεν επί του Σταυρού. Ην δε γεγραμμένον• Ιησοῦς ο Ναζωραίος, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων. Τούτον ουν τον τίτλον πολλοί ανέγνωσαν των Ιουδαίων, ότι εγγύς ην ο τόπος της πόλεως, όπου εσταυρώθη ο Ιησοῦς• και ην γεγραμμένον Εβραῑστί, Ελληνιστί, Ρωμαϊστί. Ειστήκεισαν δε παρά τω Σταυρώ του Ιησοῦ η Μητηρ αυτού, και η αδελφή της Μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή. Ιησοῦς ουν ιδών την Μητέρα, και τον Μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τη Μητρί αυτού• Γυναι, ιδού ο υιός σου. Είτα λέγει τω Μαθητή• ιδού η Μητηρ σου. Και απ ἐκείνης της ώρας έλαβεν ο Μαθητής αυτήν εις τα ίδια. Μετά τούτο ειδώς ο Ιησοῦς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνον τον καιρό, συνεδρίασαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι κι αποφάσισαν να εξοντώσουν τον Ιησού. Ήρθαν τότε στον Πιλάτο κι έλεγαν: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!». Τους λέει ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον• εγώ δεν του βρίσκω καμιά αιτία καταδίκης». Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε «νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει, γιατί ισχυρίστηκε πως είναι Υιός Θεού». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτόν τον λόγο, φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του ’δωσε απόκριση. Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δεν αποκρίνεσαι; Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία να σε σταυρώσω, όπως έχω εξουσία και να σε αφήσω ελεύθερο;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Δε θα είχες καμιά εξουσία πάνω μου, αν δε σου είχε δοθεί από το Θεό». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού κι ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στον τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο στα εβραϊκά «Γαββαθά». ’Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Λέει λοιπόν ο Πιλάτος στους Ιουδαίους: «Nα ο βασιλιάς σας!» Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Τον βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα». Τότε ο Πιλάτος τους τον παρέδωσε, για να σταυρωθεί. Οι στρατιώτες λοιπόν παρέλαβαν τον Ιησού και ξεκίνησαν. Και βγήκε αυτός από την πόλη σηκώνοντας στους ώμους του τον σταυρό, μέχρι τον λεγόμενο «τόπο του κρανίου» — στα εβραϊκά λέγεται «Γολγοθά». Εκεί σταύρωσαν τον Ιησού. Μαζί του σταύρωσαν άλλους δύο, τον ένα από τη μια μεριά και τον άλλο από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού. Ο Πιλάτος διέταξε επίσης κι έγραψαν μια επιγραφή, και την τοποθέτησαν πάνω στο σταυρό. Κι έγραφε: «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλιάς των Ιουδαίων». Αυτή την επιγραφή τη διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη, ήταν γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά. Κοντά στο σταυρό του Ιησού στέκονταν η μητέρα του, η αδελφή της η Μαρία, γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή.
Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και τον μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα είναι ο γιος σου». Ύστερα λέει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του. Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς, γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένο τέλος, έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα.
Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν Δέσποτα
Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει την παγκόσμια ύψωση του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Η γιορτή αυτή είναι αρχαιοτάτη και μιά από τις Δεσποτικές εορτές. Συνδέεται με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Συγχρόνως όμως αναφέρεται στη σταύρωση και το θάνατο του Κυρίου, γι΄ αυτό και τιμάται με αυστηρή νηστεία – ξηροφαγία- όπως η Μεγάλη Παρασκευή, (εκτός αν συμπέσει Σάββατο ή Κυριακή, τότε μόνον επιτρέπεται η κατάλυσις οίνου και ελαίου).
Αξίζει ν’ αναφέρουμε λίγα ιστορικά στοιχεία για το πώς καθιερώθηκε: Το 326 Μ.Χ, ένα χρόνο μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, η αγία Ελένη πήγε στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τους αγίους τόπους και για να ευχαριστήσει τον Θεό, για τις νίκες και τις θριαμβευτικές επιτυχίες του Μ. Κωνσταντίνου. Τότε έκτισε διάφορους ναούς, όπως στο όρος των Ελαιών και στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Με διαταγή του Μ. Κωνσταντίνου ανέλαβε να κτίσει μεγάλο ναό στο λόφο του Γολγοθά, εκεί όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Κατεδάφισε τον ειδωλολατρικό ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη, τον οποίο έκτισε εκεί πριν από διακόσια χρόνια ο αυτοκράτορας Αδριανός, εμποδίζοντας τους χριστιανούς να προσκυνούν τον άγιο τόπο, εξακρίβωσε τη θέση που σταυρώθηκε ο Κύριος και στις 6 Μαρτίου του 326 Μ.Χ βρήκε τον τίμιο Σταυρό. Επειδή ο μήνας αυτός συμπίπτει με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή όπου δεν επιτρέπεται Θεία Λειτουργία, παρά μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, η Εκκλησία αντί για την 6η Μαρτίου καθόρισε την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών να προσκυνούμε τον Τίμιο Σταυρό και η Κυριακή αυτή ονομάζεται Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Η είδηση ότι βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός διαδόθηκε σ’ όλο τον τότε χριστιανικό κόσμο. Έτρεξαν όλοι και ιδιαίτερα μάλιστα οι πιστοί της Παλαιστίνης, για να προσκυνήσουν το τίμιο ξύλο. Όταν τελείωσε ο ναός της Αναστάσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου του 336 Μ.Χ έγιναν επίσημα και με κάθε λαμπρότητα τα εγκαίνια. Τότε ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Μακάριος, επειδή το πλήθος του λαού ήταν πολύ, για να δουν όλοι και να προσκυνήσουν, ανέβηκε στον άμβωνα, που ήταν στη μέση του ναού και ύψωσε τον τίμιο Σταυρό. Οι πιστοί προσκυνούσαν, κάνοντας το σταυρό τους κι έλεγαν «Κύριε ελέησον».
Στις 14 Σεπτεμβρίου επίσης, είναι η ημέρα που κοιμήθηκε ένας μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αλλά, για να μη σκεπάσει η μνήμη του ιερού Χρυσοστόμου την εορτή του Τιμίου Σταυρού, αυτή μετατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου.
Σχολιασμός
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, ακούσαμε όλα τα γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής. Πώς είναι δυνατόν να μην συγκινηθούμε, βλέποντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο; Πώς είναι δυνατόν να μη θαυμάσουμε, όταν ολόκληρη η κτίση έφριξε μπροστά στο εκούσιο
Πάθος του Κυρίου μας, στις μαστιγώσεις, στα ραπίσματα, στο ακάνθινο στεφάνι, στον σταυρό, στη λόγχη και στον θάνατο του Θεανθρώπου; Οι άγγελοι έφριξαν, ο ήλιος σκοτείνιασε, η γη εσείσθη, τα μνήματα ανοίχτηκαν, οι ρωμαίοι στρατιώτες εθαύμασαν και εμείς με κατάνυξη ψυχής προσκυνούμε και τιμούμε τον Τίμιο Σταυρό, που από όργανο καταδίκης έγινε το Ξύλον της Ζωής, το όπλο κατά του Διαβόλου και το φάρμακο ενάντια στον πνευματικό θάνατο.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν έναν σοφό παραλληλισμό: όπως το ξύλο της γνώσεως έγινε αιτία για την καταδίκη του Αδάμ, έτσι το ξύλο του Σταυρού γίνεται η απαρχή της σωτηρίας μας. Και για τον λόγο αυτό ο Σταυρός είναι το καύχημα και το τρόπαιο όλων των χριστιανών. Σύμφωνα και μ΄ έναν υπέροχο ύμνο της Εκκλησίας (ο οποίος ψάλλεται προς το τέλος του Όρθρου της εορτής) ο σταυρός είναι ο φύλακας της οικουμένης, είναι το κόσμημα της Εκκλησίας, είναι το στήριγμα των πιστών, είναι η δόξα των Αγγέλων και των δαιμόνων το τραύμα.
Η ιστορία της Εκκλησίας μας έχει πολλά παραδείγματα να μας υποδείξει από τη ζωή των Αγίων, όπου με μόνο το σημείο του σταυρού έγιναν μέγιστα θαύματα και θεραπείες ασθενών και εξορίες δαιμόνων. Αλλά και πολλές φορές με μόνο το σημείο του σταυρού, οι άγιοι διασώθηκαν και έμειναν αλώβητοι από σαρκοβόρα θηρία ή από δηλητήρια που έδιναν στους μαθητές του Χριστού οι διάφοροι κατά καιρούς εχθροί της πίστεως μας. Το σημείο του σταυρού λοιπόν μπορεί να γίνει και για μας φυλακτήριο. Να είναι στα χέρια μας φόβητρο των δαιμόνων. Φτάνει να το κάνουμε σωστά. Όπως μας παραδίδει και μας διδάσκει η Εκκλησία μας, με πίστη, ευλάβεια, συναίσθηση, ιεροπρέπεια, ταπείνωση και διάκριση. Πώς δηλαδή;
Αρχικά ενώνουμε τα τρία πρώτα δάκτυλα του δεξιού χεριού, ομολογώντας έτσι την πίστη μας σ’ ένα Θεό, που είναι ταυτόχρονα και τρεις υποστάσεις, τρία πρόσωπα -ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα-, ομοούσια, ενωμένα μεταξύ τους “αχωρίστως” και “αδιαιρέτως”. Τα άλλα δύο δάκτυλα, που ακουμπούν στην παλάμη, συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Κυρίου μας, τη θεία και την ανθρώπινη. Μ’ αυτό τον τρόπο κάνουμε μια συμβολική ομολογία της ορθόδοξης πίστης μας, της οποίας και θεμέλια της αποτελούν το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα.
Μετά φέρνουμε το χέρι στο μέτωπο, τη σωματική περιοχή της διανοητικής λειτουργίας, φανερώνοντας έτσι ότι αγαπούμε τον Θεό μ’ όλη τη διανοία μας και ότι αφιερώνουμε σ’ αυτόν όλες τις σκέψεις μας.
Το χέρι έρχεται κατόπιν στην κοιλιά. Έτσι δηλώνουμε συμβολικά ότι προσφέρουμε στον Κύριο όλες τις επιθυμίες μας και όλα τα συναισθήματα μας.
Τέλος, φέρνουμε το χέρι στους ώμους, πρώτα στον δεξιό και μετά στον αριστερό, ομολογώντας έτσι ότι και κάθε σωματική μας δραστηριότητα ανήκει σ’ Εκείνον.
Ο προσωπικός μας σταυρός υψώνεται συνειδητά καθημερινά, όταν διαρκώς έχουμε προ οφθαλμών τη «νίκη» κατά του κακού, που πέτυχε ο Χριστός πάνω στο Σταυρό. Ακόμα, η ύψωση μέσα μας διενεργείται με τη συμμετοχή μας στο θάνατο του Χριστού, δηλαδή, με την κοινωνία μας στα μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, όπου ο πιστός αποκτά τη Χάρη, που έρευσε από το Σταυρό. Στην κατάσταση της θέωσης, ο πιστός όχι μόνο ‘‘βλέπει’’ προγευόμενος αοράτως σαν αληθινός προφήτης τη δόξα της αναστάσεώς του, αλλά και της δικής του υψώσεως: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι» (Ιω. ιζ΄24).
Η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας έχει ως βάση την Παύλειο αρχή «Ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.στ΄8,9). Για να μπορεί όμως ο άνθρωπος να λάβει τον θείο αγιασμό μέσω του Σταυρού είναι απαραίτητο να πιστέψει στον λυτρωτή Χριστό και στην σταυρική απολυτρωτική του Θυσία. Η χάρη του Σταυρού δεν λειτουργεί αυτόματα, πάγια και μαγικά. Επιβάλλεται και η από μέρους μας συνεργιακώς, ασκητική «θυσία», ψυχική νήψη, εγρήγορση, προσευχή, σωματική νηστεία, εγκράτεια και υλική φιλανθρωπία. Η κατάσταση της κατάνυξης και της χαρμολύπης που δημιουργεί στην ψυχή μας η παρουσία και θέα του Τιμίου Σταυρού, μας κάνει να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα της ζωής, δηλαδή να υπομένουμε τον προσωπικό μας σταυρό (Ματθ. ιστ΄ 24), ελπίζοντας εξάπαντος στην επερχόμενη ανάσταση, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αυτή η ακράδαντη πίστη μας δίνει δύναμη και μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία.
Η σημερινή μεγάλη εορτή, είναι μια ακόμα ευκαιρία για όλους μας να σκεφτούμε τις άπειρες δωρεές του Θεού στη ζωή μας. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στο εκθαμβωτικό φως του Σταυρού προκειμένου να διαλύσουμε το σκοτεινό έρεβος των αμαρτιών της ψυχής μας. Δεν έχουμε πολλές επιλογές: ή αποδεχόμαστε τη λυτρωτική δύναμη του Σταυρού του Χριστού και σωζόμαστε ή παραμένουμε δούλοι της αμαρτίας και φορείς του κακού και χανόμαστε. Η πρόσκληση και η πρόκληση, προς τη λύτρωση είναι πάντα ανοιχτή, αρκεί να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση και να την αποδεχτούμε.
Ιεροδιακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου