Ἐκτός ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο, ἕνα ἄλλο ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο, τό λεγόμενο τοῦ Ψευδο-Ματθαίου, πού συμφωνεῖ βασικά μέ τό Πρωτευαγγέλιο, μιλᾶ γιά τή γέννηση τῆς Θεοτόκου. Γιά νά καταλάβουμε αὐτά πού εἰκονίζονται στήν παράσταση τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, πρέπει νά παραθέσουμε μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τή διήγηση τοῦ Ἰακώβου:
«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται… Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε (=ἦρθε) μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρεμάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ… Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέννησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῷ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ» (4,1-5,2).
Ὅπως βλέπουμε στήν παραπάνω διήγηση, ἡ γέννηση τῆς Παναγίας ἀναγγέλλεται ἀπό τόν ἄγγελο ὕστερα ἀπό πολύχρονη ἀτεκνία τῶν γονέων της. Ἄγγελος γνωστοποιεῖ τή γέννηση καί ἄλλων βιβλικῶν προσώπων: τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου. Ἡ γέννηση ὅμως τῆς Παναγίας διαφέρει, διότι εἶναι «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικό τῆς λιτῆς).
Τή σύγκριση μεταξύ τῆς μητέρας τῆς Παναγίας καί ἄλλων ἄτεκνων γυναικῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς κάνει ὡραιότατα τό γ’ στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς (τοῦ πλ. β’ ἤχου): «Εἰ καί θείῳ βουλήματι, περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλάστησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἐξ ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τόν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…».
Ὅπως βλέπουμε σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τῆς ἱερῆς ἀκολουθίας τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν, παράλληλα μέ τή γέννησή της, καί τό ρόλο της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη, στή λύση τῆς στείρωσης τῆς Ἄννας διαβλέπουν κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τή λύση τῆς στείρωσης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία θά ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς θείας χάριτος. Ἡ χάρη αὐτή «καρπογονεῖν λαμπρῶς ἀπάρχεται» μέ τή γέννηση τῆς Θεοτόκου. Ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «σήμερον ἀρχή σωτηρίας τῷ κόσμῳ». «Ἐν σοί τῆς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν». Γι’ αὐτό «χαράν μηνύει, ἡ γέννησίς σου, πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ» , ὅπως λένε οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἑορτῆς στή Θεοτόκο.
Περιγραφή τῆς εἰκόνας
Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου γιά τήν ἔνταξη τῶν σχετικῶν σκηνῶν ἀκολουθεῖ τό ἀπόκρυφο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Σκοπός του εἶναι νά ὑπογραμμίσει τή θαυματουργική γέννηση τῆς Θεοτόκου. Ταυτόχρονα ὅμως μένει πιστός στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τή βλέπουμε στά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Γι’ αὐτό, ἐνῶ εἰκονίζει τή Θεοτόκο μέσα σέ λίκνο (κούνια), ὡς βρέφος σπαργανωμένο, δέν παραλείπει νά γράψει πάνω ἀπό τό κεφάλι της τά συνηθισμένα συμπιλήματα ΜΡ-ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).
Σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσο τῆς ἑορτῆς τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, ὅσο καί τῆς συλλήψεως τῆς ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται πώς ἡ παιδίσκη πού γεννήθηκε ἤ συνελήφθη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Στήν εἰκόνα δεσπόζει ἡ μορφή τῆς ἁγίας Ἄννας, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη στό κρεβάτι. Μέ τό ἀριστερό της χέρι, πού μόλις βγαίνει ἀπό τό ὁλοκόκκινο μαφόριό της, στηρίζει τό γερμένο κεφάλι της. Εἶναι βυθισμένη σέ εὐσεβεῖς σκέψεις λόγω τοῦ παραδόξου θαύματος. Τό βλέπουμε στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου της.
Στή μέση τῆς εἰκόνας εἰκονίζονται οἱ δοῦλες, οἱ «παιδίσκες», καθώς καί οἱ ἐπισκέπτριες πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητό στή λεχώνα καί νά τήν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά ’ναι ἡ Ἰουδίθ, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τίς δοῦλες κάνει ἀέρα μέ ριπίδιο στήν Ἄννα.
Ἡ σκηνή στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τή συνάντηση τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας ὕστερα ἀπό τήν εἴδηση πού ἔφερε ὁ ἄγγελος ὅτι θά ἀποκτήσουν παιδί. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἀγκαλιάζονται καί ἀσπάζονται στήν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τους (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖο στή Χρυσή πύλη τῆς πόλης). Ἡ ἁγία Ἄννα λέει στόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιο: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».
Στό δεξιό μέρος τῆς εἰκόνας εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ σέ στάση προσευχῆς. Σ’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή τόν βρῆκε ὁ ἄγγελος πού τοῦ μετέφερε τή χαρμόσυνη εἴδηση. Ὁ Ἰωακείμ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Ἄννα, ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του σ’ αὐτή καί συνομιλεῖ μαζί της. Κοντά στή νεογέννητη Παναγία κάθεται μιά παιδίσκη πού γνέθει. Σ’ αὐτή τήν παράσταση κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς. Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων εἶναι ζωηρά, ζεστά, ἔντονα. Τά πρόσωπα φωτεινά, ἐκφραστικά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει στήν περίσταση: ἕνα παιδί γεννιέται ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.
Κλείνουμε τήν ἀνάλυση τῆς εἰκόνας «ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου» μ’ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ (Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 1,5):
«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶσαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκάλαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».
[Ἀπό τό βιβλίο Χρήστου Γκότση, Ὁ Μυστικός Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων, τόμ. 2, 2η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1995), 43-48].
Το Γενέθλιον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου
Η συνεργασία των ανθρώπων με τον Θεό ως προϋπόθεση της σωτηρίας (Φιλ β΄ 5-11)
του Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.,
Θεού, να την παραστήσει και να τη διατηρήσει στη μνήμη. Η αλήθεια αυτή συνοψίζεται στην Ευχή της Αναφοράς, όταν ο λειτουργός, αναφέροντας τα δώρα της κοινότητας στον Θεό, προσεύχεται μυστικά: «μεμνημένοι τοίνυν … πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων … παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν …». Έτσι, ολόκληρη η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δεν είναι παρά μια επανάληψη των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού για χάρη του ανθρώπου όπως αυτές παραδίδονται από τη Βίβλο και η ερμηνεία των ενεργειών αυτών. Ιδιάιτερα η θεία λειτουργία ξαναζωντανεύει την υπαρκτική εμπειρία ότι στη σύναξη οι πιστοί γίνονται ένα σώμα με κεφαλή τον Χριστό. Γι’αυτό και στην ευχή της αναφοράς, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, μεταξύ των ‘‘γεγενημένων’’ και ως κορύφωση αυτών, οι πιστοί ‘‘θυμούνται’’ και τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, δηλαδή αυτό που έρχεται από το μέλλον.
Αυτή η βασική αρχή, πάνω στην οποία στηρίζεται η χριστιανική πίστη, ότι δηλαδή ο Θεός επεμβαίνει στην ανθρώπινη Ιστορία σωτηριολογικά, έφερε τον χριστιανισμό, ήδη από τα πρώτα βήματά του, σε σύγκρουση με το πανίσχυρο φιλοσοφικό κατεστημένο της εποχής του. Το βασικό δόγμα της πλατωνικής φιλοσοφίας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή και ταυτόχρονα το αδιέξοδό της συνοψίζεται στη φράση που παρατίθεται στο έργο του Πλάτωνα Συμπόσιον: «θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται». Το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι πλατωνικοί φιλόσοφοι της εποχής του Χριστού φαίνεται από την προσπάθειά τους να επινοήσουν ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και στην αδυναμία τους να διατυπώσουν μια εφαρμόσιμη πρόταση ζωής, αφού ως σκοπός της ζωής καθορίστηκε η απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Η απάντηση της χριστιανικής πίστης στις θέσεις αυτές της πλατωνικής φιλοσοφίας συνοψίζεται στον πρόλογο του Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήτανε με τον Θεό και ήταν Θεός ο Λόγος. … Μέσα στον κόσμο ήταν και ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος. … Και ο Λόγος σαρκώθηκε, κατοίκησε ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα …» (Ιωα α΄ 1,10,14).
Για να σαρκωθεί όμως ο Λόγος, για να γίνει άνθρωπος ο Θεός ήταν απαραίτητη η πλήρωση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων και από την πλευρά των ανθρώπων. Η επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, δεν γίνεται ποτέ βίαια. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, αλλά από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας ζητά τη συνεργασία μαζί τους. Και αν ο πρώτος άνθρωπος αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον Θεό, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την είσοδο του κακού στον κόσμο, ο Θεός ποτέ δεν εγκατέλειψε το πλάσμα του. Βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που, χωρίς να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, θα τον οδηγήσει και πάλι κοντά του. Για να εφαρμοστεί το σχέδιο αυτό χρειαζόταν οι άνθρωποι να κάνουν ελεύθερα, χωρίς καταναγκασμό, αυτό που αρνήθηκε να κάνει ο πρώτος άνθρωπος· να ακολουθήσουν το δρόμο που τους δείχνει ο Θεός.
Ολόκληρη η πνευματική προϊστορία της ανθρωπότητας, όπως περιγράφεται μέσα στην Αγία Γραφή, είναι γεμάτη από τις συνεχείς προσπάθειες και προσκλήσεις του Θεού προς τους ανθρώπους για συνεργασία μαζί του. Ο Αβραάμ, ο Μωυσής, οι προφήτες και πλήθος άλλων που κατονομάζονται ή όχι στη Βίβλο ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτήν και κάθε φορά το σχέδιο του Θεού προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα προς την τελική ολοκλήρωσή του. Όταν, λοιπόν, ήρθε ο κατάλληλος καιρός, ο Θεός αναζήτησε άλλον έναν άνθρωπο, που και πάλι ελεύθερα και χωρίς καταναγκασμό, θα δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του. Όταν ο άγγελος μετέφερε στη Μαρία την απόφαση του Θεού, εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αντίρρηση, δέχτηκε να γίνει όργανό του. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι χωρίς αυτήν την απροϋπόθετη συνεργασία της Μαρίας η πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου θα ήταν αδύνατη.
Η Μαρία δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό, με την έννοια ότι δεν είχε κάτι που δεν θα μπορούσε να έχει ο κάθε άνθρωπος. Καταγόταν από ένα χωριό της Παλαιστίνης, ήταν φτωχή και άσημη και ούτε είχε κάποια μόρφωση. Αλλά είχε κάτι, που και πάλι θα μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να αποκτήσει, χρειάζεται όμως γι’ αυτό ιδιαίτερη προσπάθεια και συνεχής αγώνας. Είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη στον Θεό και ήταν πάντοτε έτοιμη να υποταχθεί στο θέλημα του. Αυτός είναι ο λόγος που η λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ορίζει ως αποστολικό ανάγνωσμα της πρώτης αφιερωμένης στη Θεοτόκο γιορτής την περικοπή Φιλ β´ 5-11. Διότι υπενθυμίζει στους σύγχρονους πιστούς ότι η Μαρία είχε κατορθώσει να επιτύχει αυτό που παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος στους πιστούς της εποχής του: «Φροντίστε στις μεταξύ σας σχέσεις να σκέφτεστε όπως κι ο Ιησούς Χριστός,ο οποίος ως πραγματικός Θεός που ήταν, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό σαν κάτι ξένο που το άρπαξε, αλλά δέχτηκε να γίνει ένα τίποτα, να μοιάσει με δούλο, καθώς έγινε ίδιος με τους ανθρώπους· και όντας πραγματικός άνθρωπος, δέχτηκε να ταπεινωθεί, υπακούοντας στον Θεό μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ β΄ 5-7). Το παραπάνω κείμενο, μια από τις αρχαιότερες ομολογίες πίστεως της Εκκλησίας, περιγράφει μια επαναστατική για τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο αλήθεια. Μόνον αυτό που κατέχει κανείς πραγματικά μπορεί να το μοιραστεί με τους άλλους· αντίθετα, εκείνο που δεν του ανήκει και το αποκτά δι’ αρπαγής το κρατάει για τον εαυτό του, στερούμενος έτσι της χαράς του μοιράσματος και της σχέσης με τον άλλον. Ο Χριστός ως πραγματικός Θεός θέλει και προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα μετοχής στη θεότητά του, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να σαρκωθεί. Και η Μαρία προσφέρει στον Θεό αυτό ακριβώς που δεν έχει, τη σάρκα, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να υποτάξει το δικό της θέλημα στο θέλημα του Θεού. Έτσι, η Μαρία κατόρθωσε να μιμηθεί τον Χριστό, όπως παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός. Και αφού ήταν ένας κοινός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, έγινε το σύμβολο της ανθρώπινης συμμετοχής στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.
Τοποθετώντας, λοιπόν, η εκκλησιαστική παράδοση την ανάμνηση της γέννησης της Θεοτόκου στην αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους, υπενθυμίζει σε όλους τους χριστιανούς ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας προϋποθέτει τη συνεργασία τους με τον Θεό. Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ισοδυναμεί με μια δήλωση προς τον Θεό της ετοιμότητας των χριστιανών να τον υποδεχτούν και να συνεργαστούν μαζί του, ώστε να επιτευχθεί αυτό με το οποίο ο απόστολος εύχεται στο τέλος της παραπάνω περικοπής: «όλοι μ’ ένα στόμα θα ομολογήσουν ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας» (Φιλ β΄ 11). Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου καλεί όλους τους πιστούς σε μια δέσμευση απέναντι στον Θεό ότι στο διάστημα που μεσολαβεί από τη γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου ως τη γιορτή της γέννησης του Θεανθρώπου θα προσπαθούν καθημερινά να μιμηθούν τη στάση της Μαρίας, ώστε να είναι έτοιμοι, όταν θα γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού, να τον ακολουθήσουν πραγματικά και να πραγματώσουν το θέλημά του.
Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.