ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Μτ. στ’ 22-23
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστίν ὁ ὀφθαλμός· ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· Ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμά σου σκοτεινόν ἔσται˙ εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί, σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον; Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει˙ ἤ ἑνός ἀνθέξεται, καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν, καί Μαμμωνᾷ. Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν, μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν, τί φάγητε, καί τί πίητε˙ μηδέ τῷ σώματι ὑμῶν, τί ἐνδύσησθε· οὐχί ἡ ψυχή πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς, καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν, οὐδέ θερίζουσιν, οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δέ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν, δύναται προσθῆναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὑτοῦ πῆχυν ἕνα; Καί περί ἐνδύματος, τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδέ νήθει· Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι οὐδέ Σολομών ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὑτοῦ περιεβάλετο ὡς ἕν τούτων. Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα, καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μή οὖν μεριμνήσητε, λέγοντες˙ Τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γάρ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος, ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Είπε ο Κύριος: Το λυχνάρι του σώματος είναι το μάτι. Εάν το μάτι σου είναι υγιές, όλο σου το σώμα θα είναι φωτεινό. Εάν όμως το μάτι σου ασθενή, τότε όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό. Αλλά εάν το εσωτερικό σου φώς είναι σκοτάδι, πόσον μεγάλο εἶναι το σκοτάδι. Κανείς δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους, διότι ή τον ένα θα μισήσει και τον άλλο θα αγαπήσει, ή εις τον ένα θα προσκολληθεί και τον άλλο θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον Μαμμωνᾶν. Διά τούτο σας λέγω. Μη μεριμνάτε διά την ζωήν σας τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, ούτε διά το σώμα σας τι θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφήν και το σώμα από το ένδυμα; Κοιτάξετε τα πτηνά του ουρανού, ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν ούτε αποθηκεύουν, και ο Πατέρας σας ο ουράνιος τα τρέφει. Δεν έχετε σεις μεγαλύτερη αξία από αυτά; Ποιος δε από σας, όσον κι αν φροντίσει, μπορεί να προσθέσει εις το ανάστημά του ένα πήχη;
Και γιατί μεριμνάτε για ενδύματα; Παρατηρήσατε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνουν, ούτε κοπιάζουν, ούτε γνέθουν, αλλά σας λέγω, ότι ούτε ο Σολομών σε όλη του την δόξα δεν ντύθηκε σαν ένα από αυτά. Εάν το χορτάρι του αγρού, που σήμερα υπάρχει και αύριο το ρίχνουν εις τον φούρνο, ο Θεός το ντύνει, τόσον ωραία, πόσον περισσότερο εσάς, ολιγόπιστοι; Μη μεριμνάτε λοιπόν και μη λέγετε, τι θα φάμε ή τι θα πιούμε ή τι θα ενδυθούμε; Διότι όλα αυτά τα επιδιώκουν οι εθνικοί. Γνωρίζει ὁ Πατέρας σας ο ουράνιος ότι έχετε ανάγκη από όλα αυτά. Ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του και τότε όλα αυτά θα σας χορηγηθούν.