Ὁ Χριστὸς γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας ποὺ μᾶς συγχωρεῖ, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾷ πραγματικά, γι’ αὐτὸ σὲ τελικὴ ἀνάλυση μᾶς ἀποδέχεται καὶ μᾶς κατανοεῖ. Αὐτὸν ὀφείλουν νὰ μιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, ποὺ λένε ὅτι ἐμπιστεύονται τὴν ἀλήθειά Του, ἂν θέλουν νὰ δείξουν πιστότητα στὴν ἀποκάλυψή του.
Μὲ τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς παραβολῆς καλούμαστε νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ ἀναλογισθοῦμε τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὸν Θεό, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὀφειλέτης σέ Ἐκείνον. Γιατί ἡ ὕπαρξή μας δὲν εἶναι μόνο δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ ἐμᾶς, ἀλλά, ταυτόχρονα, εἶναι τὸ χρέος καὶ ἡ ὀφειλή μας ἀπέναντί Του. Αὐτὴ ἡ ἐξόφληση τοῦ χρέους μας ἀπέναντι στὸν Θεὸ γίνεται, ὅπως μᾶς λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, κάθε φορὰ ποὺ μαθαίνουμε νὰ ζητοῦμε καὶ νὰ προσφέρουμε τὴν συγγνώμη μας. Ἔτσι, ἡ σκέψη μας στρέφεται αὐθόρμητα σὲ μιὰ βαθιὰ ἀνάγκη καὶ ἐπιθυμία, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. 6,12). Εἶναι ἡ φωνὴ τῆς συνείδησής μας ποὺ ξυπνᾷ καὶ ζητᾷ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ δυσβάστακτο βάρος τῆς ἐνοχῆς. Εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ὕπαρξής μας νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ χρέη της καὶ τὶς ὀφειλές της. Ἕνας σύγχρονος Μητροπολίτης ἐπισημαίνει εὔστοχα τὴν πραγματικότητα αὐτή, ὅταν γράφει: «Διερωτηθήκαμε ποτὲ τί χρωστᾶμε στὸν Θεό; Ποιά εἶναι τὰ «ὀφειλήματά» μας ἀπέναντί Του; Τοῦ χρωστᾶμε τὸν κόσμο ποὺ μᾶς τὸν ἐμπιστεύθηκε καὶ ἐμεῖς τὸν καταστρέφουμε. Τοῦ χρωστᾶμε τὴν ὕπαρξή μας, ποὺ μᾶς τὴν χάρισε Ἐκεῖνος καὶ ἐμεῖς τὸν ξεχάσαμε καὶ τὸν περιφρονήσαμε. Καί, ἀκόμη, ἡ ἐνοχὴ μας προχωρεῖ πολὺ βαθύτερα. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς χάρισε μόνο τὸν κόσμο καὶ τὴν ὕπαρξή μας, ἀλλὰ μᾶς χάρισε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του». Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς συγκλονιστικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θυσία καὶ συγχώρηση γιὰ τὸν ἁμαρτάνοντα ἄνθρωπο, πηγάζει αὐτὸ ποὺ λέμε καὶ ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία ὡς λύτρωση. Ἡ συναίσθηση τῆς λύτρωσης ὁδηγεῖ στὴν εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ καὶ στὴν συγχωρητικότητα μεταξύ μας. Ὅταν βρίσκουμε τὴν δύναμη νὰ συγχωροῦμε, ἀπελευθερωνόμαστε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐδῶ δὲν βρίσκουμε μόνο τὴν προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς «καινῆς διδαχῆς» καὶ τῆς «καινῆς ἐντολῆς», τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ δὲν μοιάζει μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς διαλύει τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅταν μετανοήσουμε εἰλικρινά. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τὴν ἀδυναμία μας νὰ συγχωροῦμε, ὅταν τονίζει ὅτι ἡ ἁμαρτία «εἰδωλοποιεῖ» τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία διαστρέφει σὲ ἀρρωστημένο ἐγωισμό ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς συγχώρησης καὶ τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ βλέπουμε τόσο συχνὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ κρατᾷ γιὰ τὸν ἑαυτό του αὐτὸ ποὺ ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε, γιὰ νὰ τὸ προσφέρει καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του στοὺς ἄλλους. Ἔτσι, ἐνῶ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγγνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἐμεῖς δὲν τὴν προσφέρουμε στοὺς ἄλλους. Δεσμεύουμε τὶς ἁμαρτίες μας και, ἔτσι, δὲν ἀφήνουμε τὴν θεία χάρη νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ διαπερνᾷ τὴν ὕπαρξή μας. Ὅταν δὲν συγχωροῦμε, ὑποφέρουμε συνεχῶς γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς εἶπαν καὶ μᾶς ἔκαναν, κουβαλώντας μέσα μας τὶς αἰτίες τῆς ἐσωτερικῆς μας ταραχῆς καὶ ἀναστάτωσης. Τότε ἡ χριστιανική μας συνείδηση γίνεται ἐπικίνδυνα ἐγωκεντρική, γι’ αὐτὸ καὶ τελικὰ αὐτοαναιρεῖται καὶ ἀκυρώνεται. Εἶναι τραγικὸ νὰ διαπιστώνουμε φαινόμενα ὑποκρισίας καί «πνευματικῆς σχιζοφρένειας» ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ζητοῦν καὶ βιώνουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν συγχώρηση καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀντανακλοῦν, τουλάχιστον ὡς μακροθυμία καὶ κατανόηση, στὶς διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ὅταν βλέπουμε νὰ λείπουν, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπρεπε κατεξοχὴν νὰ ὑπάρχουν, πράξεις ἀγάπης, συμπεριφορὲς ἀνεκτικότητας καὶ διάθεση συγχωρητικότητας, ἀπογοητευόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους, καί, ἔτσι, «ἀλλήλους προκαλούμενοι» (Γαλ. 5,26), διαψεύδουμε τὴν χριστιανική μας μαρτυρία.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κάθε φορὰ ποὺ συναισθανόμαστε τὴν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μας, συνειδητοποιοῦμε πόσο πεσμένη είναι ἡ ἀνθρώπινη φύση μας. Γι’ αὐτό, ἂς προσπαθοῦμε καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ζοῦμε τήν θεραπεία τῆς ἀνόρθωσης καὶ τό «θαῦμα» τῆς συγχώρησης. Ἀμήν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ´ 23 – 35 (Αρχαίο κείμενο)
23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ´ 23 – 35 (Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα)
23 Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι’ αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν εμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του. 24 Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων. 25 Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος. 26 Επεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”. 27 Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος. 28 Αλλ’ εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς. 29 Επεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα. 30 Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του. 31 Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα. 32 Τοτε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες. 33 Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα; 34 Και οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και τον παρέδωκε στους βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον το χρέος του. 35 Ετσι και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγχωρήτε ο καθένας στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάμει απέναντί σας”.