Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013
[ustream id=12164348 live=1 hwaccel=1 version=3 width=480 height=416]
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν ι’, 25-37
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτόν, καί λέγων˙ Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω; Ὁ δέ εἶπε πρός αὐτόν˙ Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; Ὁ δέ ἀποκριθείς, εἶπεν˙ Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου˙ καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Εἶπε δέ αὐτῷ˙ Ὀρθῶς ἀπεκρίθης˙ τοῦτο ποίει, καί ζήσῃ. Ὁ δέ, θέλων δικαιοῦν ἑαυτόν, εἶπε πρός τόν Ἰησοῦν˙ Καί τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβών δέ ὁ Ἰησοῦς, εἶπεν˙ Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἰεριχώ, καί λησταῖς περιέπεσεν˙ οἵ καί ἐκδύσαντες αὐτόν, καί πληγάς ἐπιθέντες, ἀπῆλθον, ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατά συγκυρίαν δέ, Ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ˙ καί ἰδών αὐτόν, ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δέ καί Λευΐτης, γενόμενος κατά τόν τόπον, ἐλθών καί ἰδών, ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων, ἦλθε κατ’ αὐτόν, καί ἰδών αὐτόν, ἐσπαγχνίσθη˙ καί προσελθών κατέδησε τά τραύματα αὐτοῦ, ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον˙ ἐπιβιβάσας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτόν εἰς πανδοχεῖον, καί ἐπεμελήθη αὐτοῦ. Καί ἐπί τήν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλών δύω δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ, καί εἶπεν αὐτῷ˙ Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ˙ καί ὅ,τι ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν, πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς ληστάς; Ὁ δέ εἶπεν˙ Ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ Πορεύου, καί σύ ποίει ὁμοίως.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τον καιρό εκείνο κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Κι ο Ιησούς του είπε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου˙ και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς˙ «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Έτυχε να κατεβαίνει από κείνο τον δρόμο και κάποιος ιερέας, ο οποίος, παρ’ όλο που τον είδε, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από κείνο το μέρος˙ κι αυτός, παρ’ όλο που τον είδε, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: «Φρόντισέ τον, κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω». Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε «πλησίον» εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Κι εκείνος απάντησε: «Αυτός που τον σπλαχνίστηκε». Και ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ
Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ
Στα είκοσι έξι του περίπου χρόνια πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου όπου αργότερα κάρηκε Μοναχός και πήρε το όνομα Αρσένιος. Δυστυχώς όμως δε χάρηκε πολύ την ησυχία του, διότι εκείνη την εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄, τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα εγκατα-λειμμένα παιδιά. Αυτό φυσικά γινόταν στα κρυφά, με χίλιες δυό προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι. Στο τριακοστό έτος της ηλικίας του χειροτονήθηκε στην Καισσάρεια Πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου και την ευλογία ως Πνευματικός.
Ο Οσιώτατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι Χριστιανικών χωριών της περιφερείας Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι σε αρετές και μέτριοι σε αγαθά. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (τον Άγιον Αρσένιο). Από μικρή ηλικία έμειναν ορφανά και τα προστάτεψε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους. Ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβηκε στα παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του μικρού τότε Θεόδωρου από τον Άγιον Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό, είχε ως αποτέλεσμα, για τον μεν Βλάσιο να δοθεί με τον δικό του τρόπο στον Θεό, να τον δοξολογεί ως δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, για τον Θεόδωρο δε να θέλει να γίνει καλόγερος. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στη Νίγδη και μετά στη Σμύρνη όπου τέλειωσε τις σπουδές του.
Άρχισε πια η πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνεται. Με την άφθονη Θεία Χάρη που τον προίκισε ο Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Θεράπευε τον ανθρώπινο πόνο όπου τον συναντούσε σε Χριστιανούς ή Τούρκους. Για τον Άγιο δεν είχε καμιά σημασία, διότι έβλεπε στο πρόσωπό τους, την με πολλή αγάπη πλασθείσα εικόνα του Θεού. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού. Χρήματα φυσικά δεν δεχόταν ποτέ, ούτε κι έπιανε στα χέρια του. Συνήθιζε να λέγει ‘η πίστη μας δεν πουλιέται’.
Εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό, πώς θα έφευγαν για την Ελλάδα και έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και ότι αυτός θα συνέβαινε σ’ ένα νησί.
Η αγία του μορφή συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά. Είχε πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιό του, που το ποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας.
Έφυγε στις 10 Νοεμβρίου το 1924 και κλείνοντας τα μάτια είπε: «Την ψυχή, την ψυχή να φορντίζετε!». Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης υπήρξε ο τελευταίος στη σειρά των Οσίων της Καππαδοκίας που δοξάσθηκε στις μέρες μας από τόν Θεό γιά να μας πείσει ότι και σήμερα αναδεικνύονται Άγιοι καθ’ όλα όμοιοι με τους παλαιούς.