Η λύτρωση
Θέλεις υγιής γενέσθαι;” Μια τέτοια ερώτηση βέβαια σίγουρα ήταν περιττή. Ωστόσο, αν κοιτάξουμε λίγο βαθύτερα θα κατανοήσουμε τη σημαντικότητά της για το θαύμα που επιτελέστηκε.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξασφάλιση της υγείας από τον παραλυτικό αλλά και γενικά από τον κάθε άνθρωπο, συνδέεται πολύ στενά με την ελευθερία που μπορεί να απολαμβάνει ο άνθρωπος στην προοπτική πάντοτε και στους ορίζοντες της απάρνησης της αμαρτίας. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με τη δυνατότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί την ελευθερία της βούλησής του στην τροχιά της κοινωνίας με την αγάπη του Θεού και σίγουρα όχι σε εκείνη της αποκοπής του από αυτήν που εκφράζεται με την κατάσταση της αμαρτωλής ζωής. Ουσιαστικά ο Χριστός με την ερώτησή του αυτή είναι σαν να προκαλούσε τον παράλυτο να εκφράσει την πίστη του ως απαραίτητη προϋπόθεση για την θεραπεία του.
Με το θαύμα ο Χριστός εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού δια της συγχωρήσεως και της αγάπης του απομάκρυνε την αιτία της ασθένειας που ήταν η αμαρτία. Η αμαρτία είναι η κατάσταση εκείνη που μας εγκλωβίζει πολλές φορές εις τον εαυτό μας, τον οποίο και αυτοθεοποιούμε για να εξορίζουμε από τη ζωή μας τον Θεό που είναι σίγουρα το ασφαλέστερο και μοναδικό στήριγμά μας. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που ο Κύριος επέσυρε λίγο αργότερα την προσοχή στο θεραπευθέντα παράλυτο όταν του είπε “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται”. Είναι γεγονός ότι πολλές φορές δεχόμαστε τις ευεργεσίες της αγάπης του Θεού και μετά εύκολα τις ξεχνάμε αφήνοντας τον εαυτό μας να κυλίεται και πάλι στη λάσπη της αμαρτίας, η οποία όπως τονίστηκε πιο πάνω είναι η ρίζα και η αιτία κάθε κακού.
Αγαπητοί αδελφοί, τα μηνύματα που απορρέουν από το περιστατικό της θεραπείας του παραλυτικού είναι τόσο επίκαιρα που αγγίζουν βαθειά και τη δική μας ύπαρξη. Δεν έχουμε παρά κι εμείς να επιζητήσουμε τη θεραπεία της δικής μας ασθένειας από το μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα μας Χριστό, η αγάπη του οποίου μας “κυνηγά” σε κάθε μας βήμα. Ας έχουμε υπόψιν και την προτροπή του Κυρίου “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε”.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ιωαν. ε’ 1-15
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος, ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ, τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐνῷ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὑτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι˙ Ἆρον τὸν κράβαττόν σου, καὶ περιπάτει; Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ Ἱερῷ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις, ὅτι Ἰησοῦς ἐστίν, ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
Μετάφραση
Τον καιρό εκείνο ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Υπάρχει λοιπόν στα Ιεροσόλυμα κοντά στην προβατική πύλη μια κολυμβήθρα που επονομάζεται εβραϊκά Βηθεσδά και έχει πέντε στοές. Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτοι πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, χωλοί, παράλυτοι, που περίμεναν την κίνηση του νερού. Γιατί άγγελος Κυρίου κάθε τόσο κατέβαινε στην κολυμβήθρα κι ανατάραζε τα νερά. Ο πρώτος, λοιπόν, που έμπαινε μετά την αναταραχή του νερού γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο κι έμαθε πως ήταν έτσι για πολύ καιρό, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στην κολυμβήθρα μόλις αναταραχθούν τα νερά˙ έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στον θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεβάτι σου». Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε «πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε «πάρε το και περπάτα;» Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στον ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.