Θεία Λειτουργία Κυριακή της Πεντηκοστής – Μετάδοση από τον Ι. Ν. Αγίου Προκοπίου Μετόχιο Ι.Μ. Κύκκου
«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ’ αλιεύσι. Ταις των αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.
Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.
Τώρα γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Με την Πεντηκοστή δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Η Πεντηκοστή, αποτελεί τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ’.
Ευλογητός ει, Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το Πνεύμα το άγιον, και δι’ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. 38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του. 40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής. 41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός; 42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;” 43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού. 44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι. 45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;” 46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”. 47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην; 48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν. 49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι’ αυτό είναι καταράμενοι!” 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν· 51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;” 52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του).
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 – 12
Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.