Κυριακή Κ΄ Επιστολών, Αποστολικό Ανάγνωσμα Γαλ. α΄,11-19 (10-11-2024)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί πρέπει να ξέρετε, αδελφοί μου, πως το ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν προέρχεται από άνθρωπο. Γιατί κι εγώ ούτε το παρέλαβα ούτε το διδάχτηκα από άνθρωπο, αλλά μου το αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός.Ασφαλώς ακούσατε για τη διαγωγή μου όσο ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, ότι καταδίωκα με πάθος την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Και πρόκοβα στον ιουδαϊσμό πιο πολύ από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου, γιατί είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις. Ο Θεός όμως με είχε ξεχωρίσει από την κοιλιά της μάνας μου και η χάρη του με είχε καλέσει να τον υπηρετήσω. Όταν, λοιπόν, ευδόκησε να μου αποκαλύψει τον Υιό του για να φέρω στους εθνικούς το χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αυτόν, δε στηρίχτηκα σ’ ανθρώπινες δυνάμεις ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να δω εκείνους που ήταν απόστολοι πριν από μένα, αλλά έφυγα στην Αραβία, και ύστερα ξαναγύρισα στη Δαμασκό. Έπειτα μετά τρία χρόνια, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο, κι έμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Άλλον απόστολο δεν είδα, παρά τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου. Για όσα σας γράφω, μάρτυράς μου ο Θεός, δε λέω ψέματα.
Σχολιασμός
Ο Απόστολος Παύλος απευθύνεται προς τους Γαλάτας και τους λέγει ότι το Ευαγγέλιο που κήρυξε σ’ αυτούς δεν είναι επινόηση του ανθρώπου. Όχι μόνο οι άλλοι Απόστολοι αλλά κι’ αυτός ο ίδιος δεν παρέλαβε αυτό από άνθρωπο, ούτε το διδάχθηκε από άνθρωπο, αλλά το παρέλαβε κατ’ ευθείαν δι’ αποκαλύψεως του Θεού. Στη συνέχεια υπενθυμίζει ποια ήταν η διαγωγή του προτού πιστέψει στο Χριστό. Ιουδαίος στην καταγωγή ανήκε στις τάξεις των Φαρισαίων, εκπαιδεύτηκε στα Ιεροσόλυμα το Μωσαϊκό νόμο και από νεαρά ηλικία έδειξε μεγάλο ζήλο για τη δόξα του Θεού. Γι’ αυτό όταν η νέα θρησκεία του Ιησού άρχισε να ξαπλώνεται σ’ όλη την Ιουδαία και πέραν αυτής έγινε σφοδρός διώχτης και πολέμιός της. Κατά τη διάρκεια αυτού του διωγμού φωτίστηκε δι’ αποκαλύψεως από τον ίδιο τον Κύριο και από διώχτης των Χριστιανών έγινε ο πλέον θερμός υποστηριχτής του Χριστού. Απαρνήθηκε τις Ιουδαϊκές παραδόσεις και έστρεψε όλη του την αγάπη και φλογερό ζήλο υπέρ της νέας θρησκείας του Ιησού.
Σαν διώχτης των Χριστιανών πήγαινε στη Δαμασκό αποφασισμένος να τους συλλάβει και να τους αιχμαλωτίσει. Στη πορεία όμως προς τη Δαμασκό έγινε η θαυματουργική του μεταστροφή. Ο Άγιος Λουκάς και ο Απόστολος Παύλος όταν μιλούν γι’ αυτή του τη μεταστροφή λένε τα γεγονότα χωρίς να δίδουν σ’ αυτά φυσική εξήγηση. Στα γεγονότα αυτά ο Θεός μιλά και ο Απόστολος υπακούει. Όταν ο Θεός ομιλεί οι άνθρωποι δεν ζητούν εξηγήσεις.
Τρία χρόνια μετά τη κλήση του ο Παύλος πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσει προσωπικά τον Απόστολο Πέτρο. Έμεινε κοντά του δεκαπέντε μέρες και δεν είδε άλλον Απόστολο εκτός από τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Αυτό αποδεικνύει εκείνο που είπε στην αρχή ότι το ευαγγέλιο και το κήρυγμά του «ουκ έστι κατά άνθρωπο». Δεν το διδάχτηκε από άνθρωπο και επομένως ούτε από τους άλλους Αποστόλους.
Ενθουσιασμένος ο Απόστολος Παύλος από το τρόπο της μεταστροφής του, από το περιεχόμενο και την ανωτερότητα της νέας του πίστης αποφάσισε να τη κηρύξει σ’ όλους τους ανθρώπους. Πράγματι όταν οποιοσδήποτε άνθρωπος μελετήσει τη διδασκαλία του Σωτήρα Χριστού θα πεισθεί ότι το Ευαγγέλιο είναι διδασκαλία από Θεού. Ουδέποτε ελάλησε άνθρωπος όπως ο Κύριος Ιησούς και κανείς δεν έδωσε τόσο σαφή εικόνα του άπειρου Θεού. Το ιερό Ευαγγέλιο είναι ουράνια διδασκαλία, το πνευματικό «μάννα» του ουρανού, το προσκλητήριο της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς και της εν Χριστώ Ιησού σωτηρίας. Ο Κύριος δεν έφερε απλά εκ του Ουρανού το θησαυρό της αλήθειας, αλλά έλαβε πρόνοια να το μεταδώσει σ’ όλο τον κόσμο. Για το σκοπό αυτό εξέλεξε τους Αποστόλους για να τη μεταδώσουν σ’ όλα τα έθνη. Οι Απόστολοι στη συνέχεια εξέλεξαν τους διαδόχους τους επισκόπους και ιερείς, ώστε δια μέσου της Εκκλησίας να μένει στους ανθρώπους εις τους αιώνας. Σημαντικότατο ρόλο στη διάδοση του Ευαγγελίου διεδραμάτισε ο Απόστολος Παύλος. Γνώριζε τη δύναμη του Ευαγγελίου και αγωνιζόταν μέρα και νύκτα να καταστήσει όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους, κοινωνούς της θείας αυτής ευεργεσίας.
Για το Χριστιανό που θέλει να είναι ενεργό μέλος της Εκκλησίας, το κήρυγμα και η διάδοση του Ευαγγελίου πρέπει να είναι διαρκές μέλημά του. Με την πίστη του, τη σωστή ζωή του, με το λόγο του, με την προσευχή του, καλείται ο Χριστιανός να γίνει ένας ευλογημένος ευαγγελιστής. Ένας απόστολος της αλήθειας του Χριστού. Ένας κήρυκας της σωτηρίας.
«Eάν γαρ ευαγγελίζομαι,ουκ έστι μοι καύχημα, ανάγκη γαρ μοι επίκειται. Ουαί δε μοι έστιν εάν μη ευαγγελίζομαι» (Α΄ Κορ. θ΄ 16)
Κυριακή Η΄ Λουκά, Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ι΄ 25-37 (10-11-2024)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αυτόν και λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από εκείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από εκείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: φρόντισέ τον, κι ότι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω. Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
Η αγάπη προς τον πλησίον
Η ευαγγελική περικοπή που σήμερα ακούσαμε είναι η γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτου. Αφού ο Κύριος μας ερωτήθηκε από ένα νομικό, δάσκαλο δηλαδή του Μωσαϊκού Νόμου, απαντά στο ερώτημα «τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τι πρέπει, δηλαδή, να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;
Ο ιερός Ευαγγελιστής σημειώνει για το νομικό και το εξής: «εκπειράζων αυτόν», ήθελε δηλαδή να παγιδεύσει τον Ιησού, να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Δεν τον πίστευε ως Θεό και τη διδασκαλία του τη θεωρούσε αντίθετη με όσα έλεγε ο Νόμος του Μωϋσέως. Προσήλθε λοιπόν στο Χριστό χωρίς αγαθή πρόθεση, θέλοντας απλά μέσα από τη συζήτηση να φανεί η αντίθεση του Χριστού με το Νόμο πράγμα που θα σήμαινε, πως ούτε Θεός ήταν, ούτε προερχόταν «εκ Θεού».
Ο Χριστός όμως που «γινώσκει τα κρύφια των καρδιών ημών», παρόλο που γνωρίζει ότι ο νομικός δεν αγνοεί την απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε, εντούτοις απαντά στο νομικό. Αυτός που ήλθε «σώσαι το απολωλός» δεν τον αποπαίρνει για το ύπουλο ερώτημά του, αλλά απαντά με νέο ερώτημα «εν τω νόμω τι γέγραπται; πώς αναγινώσκεις;»
Στο ερώτημα λοιπόν του Χριστού «τι γράφει ο Νόμος, τι διαβάζεις σ’ αυτόν» ο νομικός απαντά:«αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν». Μέχρι εδώ πολύ ωραία τα είπε ο νομικός. Είναι αλήθεια πως δεν υστερούσε στην εξωτερική γνώση του Νόμου. Γνώριζε το γράμμα και αγνοούσε το πνεύμα. Γι’ αυτό ο Χριστός προχωρεί στην ουσία, στο «ποίει», στην έμπρακτη δηλαδή εφαρμογή όλων αυτών που γνωρίζει διανοητικά ο άνθρωπος.
Έτσι με όσα εξέφρασε ο νομικός για το Νόμο και με αυτό που υπέδειξε ο Χριστός «τούτο ποίει και ζήση» αποδείχθηκε ότι ο Χριστός δεν διδάσκει αντίθετα από τον Νόμο, «ουκ ήλθε καταλήσαι αλλά πληρώσαι», αλλά ήλθε για να δώσει πληρότητα με την αγάπη στο Θεό και τον άνθρωπο. Η αγάπη δεν είναι ένας κανόνας που τον αποστηθίζουμε, όπως έκανε ο νομικός, αλλά υπέρβαση της αυτοαγάπης, του εγωϊσμού και της φιλαυτίας μας για να μπορέσει να ζήσει και ο «άλλος».
Ο «πλησίον»
Ο νομικός ακούοντας και τον έπαινο από το Χριστό, «ορθώς απεκρίθης», φαίνεται πως υπερυψώθηκε η αλαζονεία του. Θέλοντας να δικαιολογηθεί γι’ αυτό που ρώτησε, αφού ήξερε την απάντηση, ρώτησε τον Χριστό: και ποιος είναι «πλησίον» μου; Το ζήτημα αυτό απασχολούσε σοβαρά τους Ιουδαίους κατά την εποχήν αυτήν. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο νόμος εξαιρεί όλους τους εθνικούς όταν λέγει πλησίον. Θεωρούσε λοιπόν ο νομικός εκείνος αποκλειστικά τον εαυτό του δίκαιο, ενάρετο, βαθύ γνώστη του νόμου και γι’ αυτό κανένας δεν βρισκόταν που να του μοιάζει ώστε να είναι «πλησίον» του.
Ο Χριστός όμως αναιρεί τις προϋποθέσεις του νομικού. Διδάσκει πως το κοινό που έχει μ’ εμάς κάποιος, για να είναι «πλησίον» μας, δεν είναι ούτε το αξίωμα ούτε η αρετή, ούτε ο τόπος καταγωγής, ούτε οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο η κοινή ανθρώπινη φύση. Όσοι μετέχουν σ’ αυτή είναι πλησίον μας. Σ’ αυτούς οφείλουμε κι εμείς να είμαστε «πλησίον» τους με την αγάπη, τη φροντίδα, την καλή μας διάθεση, και ιδιαιτέρως όταν βρίσκονται σε δύσκολη θέση και έχουν ανάγκη βοηθείας.Στη παραβολή ο Χριστός με τρόπο σαφή και παραστατικό διεκτραγωδεί τη συμφορά ενός Ιουδαίου, που κατέβηκε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε στα χέρια ληστών, οι οποίοι με σκληρότητα και απανθρωπιά τον γύμνωσαν, του πήραν ότι είχε και στη συνέχεια τον κτύπησαν χωρίς οίκτο. Αφού χωρίς έλεος τον γέμισαν πληγές σ’ όλο του το σώμα τον άφησαν αναίσθητο, «ημιθανή» όπως αναφέρει ο Χριστός.
Ο ιερέας και ο λευΐτης
Συνέπεσε – λέγει ο Κύριος – να περάσει απ’ εκεί πρώτα ένας ιερέας και στην συνέχεια ένας λευΐτης, Ιουδαίοι και οι δύο, εκπρόσωποι του νόμου και των προφητών, θρησκευτικοί ηγέτες και δάσκαλοι.
Και ενώ και οι δύο γνώριζαν και δίδασκαν με βάση το γράμμα του νόμου για τη διπλή αγάπη στον Θεό και τον «πλησίον», εντούτοις «ιδών αυτόν αντιπαρήλθαν». Η παραβολή δεν μας δίνει καμιά εξήγηση για τη στάση των δύο θέλοντας να τονίσει την στάση του τρίτου προσώπου της διηγήσεως, του Σαμαρείτη. Ενός ανθρώπου που για τον Ιουδαίο σήμαινε αιρετικός, ακάθαρτος και απόβλητος.
Ο Σαμαρείτης
Μετά τον ιερέα και τον λευΐτη λοιπόν ήλθε στον τόπο εκείνο κάποιος άλλος, ξένος ως προς την εθνικότητα, Σαμαρείτης. Είδε τον δυστυχισμένο άνθρωπο πεσμένο στην άκρη του δρόμου και τον συμπόνεσε. Έσκυψε, έπλυνε τις πληγές, έδεσε τα τραύματά του, τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε στο πανδοχείο, τον φρόντισε με κάθε επιμέλεια. Ακόμη πλήρωσε γι’ αυτόν. Έδωσε την εντολή να συνεχίσουν την φροντίδα και υποσχέθηκε, πως όταν σε κάποιο καιρό επιστρέψει θα πλήρωνε ότι επιπλέον κόστιζε η θεραπεία του. Με όλη αυτή τη φροντίδα του Σαμαρείτη, ο πληγωμένος σώθηκε από βέβαιο θάνατο.
Η αγάπη μας να εκφράζεται έμπρακτα
Η αγάπη και τα φιλάνθρωπα αισθήματα μας για τον πλησίον δεν πρέπει να περιορίζονται σε λόγια μόνο. Είναι ανάγκη να μεταφράζονται σε πράξεις και συγκεκριμένες ενέργειες.
Όπως η πίστη έτσι και η αγάπη αν δεν συνοδεύεται από τα ανάλογα έργα, είναι νεκρή και ανώφελη. Αυτή την έμπρακτη αγάπη, την αγάπη των έργων, μας δείχνει ο καλός Σαμαρείτης. Αυτήν αποζητά και ο πλησίον μας. Ο φτωχός θέλει βοήθεια, ο πεινασμένος ψωμί, ο γυμνός ένδυμα, ο φυλακισμένος την επίσκεψη, ο άρρωστος τη συμπαράσταση, ο κατάκοιτος την περιποίηση.
Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, θέλοντας να τονίσει το χρέος της έμπρακτης αγάπης λέγει: «Εάν ένας αδελφός ή μια αδελφή δεν έχουν να ντυθούν και να συντηρηθούν και κάποιος από σας τους πει, «Πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορταστείτε», και δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, ποιο το όφελος;»(Ιακ 2, 15-16). Τα λόγια όσο καλά κι αν είναι δεν ωφελούν όταν ο άλλος έχει ανάγκη από την έμπρακτη αγάπη μας. «Τεκνία», μας συμβουλεύει ο Ευαγγελιστής της αγάπης, «μη αγαπώμεν λόγω, μηδέ γλώσση, αλλ’ εν έργω και αληθεία» (Α΄ Ιω. 3,18).
Με την παραβολή αυτή ο Χριστός δίδαξε όχι μόνο τον νομικό αλλά και τον κάθε άνθρωπο, πως κληρονομείται η αιώνια ζωή και πως με τη ζωή ως αγάπη στον Θεό και τον άνθρωπο, ζούμε από τώρα την αιώνια ζωή. Η αγάπη είναι τροφός και μητέρα της αιώνιας ζωής. Αν ζήσουμε την παρούσα ζωή ως αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο, θα ενωθούμε με τον Θεό και αυτή η ένωση θα είναι «Θεία και ανεννόητος (άπειρος) ηδονή», ενώ για όσους αρνηθούν την αγάπη θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη» (άγιος Μάξιμος). Αυτή δε η ζωή ως αγάπη είναι καρπός της νεκρώσεως των παθών μας.
Στο τέλος της Παραβολής ο Χριστός ερωτά τον νομικό: ποιος από τους τρεις έγινε «πλησίον» του «εμπεσόντος εις τους ληστάς;». Την ερώτηση δηλαδή του νομικού: «ποιός είναι», ο Χριστός τη μεταποίησε στο «ποιός έγινε». Και όταν ο νομικός απάντησε: Αυτός που του έδειξε αγάπη, ο Χριστός του απάντησε: πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο, δηλαδή γίνε πλησίον όλων με το να αγαπάς και να ελεείς, όπως ο Σαμαρείτης. Αυτό που θα ζεις κατ’ αυτό τον τρόπο, την αγάπη δηλαδή που θυσιάζεται, είναι η αιώνια ζωή.
Αλληγορική ερμηνεία
Ο καλός Σαμαρείτης δεν είναι άλλος από τον Κύριο μας Ιησού. Ήρθε στον κόσμο, έγινε άνθρωπος, δίδαξε και θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και τέλος ίδρυσε την εκκλησία του, το μεγάλο τούτο πανδοχείο, από αγάπη και μόνο για εμάς. Για όλους εμάς τους ανθρώπους που ήμασταν πεσμένοι και πληγωμένοι από τους νοητούς ληστές, τους δαίμονες. Εκείνος μας αγάπησε, έσκυψε πάνω μας, έπλυνε τις πληγές και έδεσε τα τραύματα μας. Μας οδήγησε στην Εκκλησία του. Και από κει μας υποδέχεται στην ουράνια Βασιλεία του.