Κυριακή Ε’ των Νηστειών (Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας), Αποστολικό Ανάγνωσμα: Εβρ. θ’ 11-14 (21-04-2024)
Πρωτότυπο Κείμενο (Εβρ. 9: 11-14)
Ἀδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι’ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ραντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας των αγαθών πραγμάτων που προσμένουμε. Η σκηνή στην οποία μπήκε είναι ανώτερη και τελειότερη. Δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αυτής της δημιουργίας. Ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών, αλλά το δικό του αίμα· κι έτσι μας εξασφάλισε την αιώνια σωτηρία. Το αίμα των ταύρων και των τράγων, και το ράντισμα με τη στάχτη του δαμαλιού εξαγνίζουν τους θρησκευτικά ακάθαρτους καθαρίζοντάς τους εξωτερικά. Πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού! Αυτός, έχοντας το Πνεύμα του Θεού, πρόσφερε τον εαυτό του άψογη θυσία στο Θεό, κι έτσι θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, για να μπορείτε να λατρεύετε τον αληθινό Θεό.
Σχολιασμός
«δια δε του ιδίου αίματος εισήλθεν εφάπαξ εις τα άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος».
Τα Αποστολικά αναγνώσματα καθ΄ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ειδικότερα καθώς προσεγγίζουμε τις μεγάλες ημέρες των Παθών του Κυρίου, μας εισάγουν στο βαθύτερο νόημα της Θυσίας του Σταυρού, αφού ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός πρόσφερε τον εαυτό του, ως Αρχιερέας της Νέας Διαθήκης για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Το Αποστολικό ανάγνωσμα της Ε΄ εβδομάδας των Νηστειών μας βοηθά να κατανοήσουμε την ασύγκριτη υπεροχή της Σταυρικής θυσίας και τη μοναδική αξία του αίματος του Χριστού. Για να μας τονίσει αυτή τη μοναδικότητα της θυσίας του Χριστού ο Απόστολος Παύλος τη συγκρίνει με τις θυσίες που έκαναν οι Ιουδαίοι αρχιερείς που θυσίαζαν ζώα, ταύρους και τράγους, για να καθαριστούν. Εδώ χρησιμοποιείται μία τυπολογία, όπως αποκαλείται από τη θεολογία, μεταξύ των θυσιών της Παλαιάς Διαθήκης και της θυσίας του Ιησού Χριστού. Οι πρώτες είναι τύπος και προεικόνιση της δεύτερης. Η θυσία του Ιησού Χριστού είναι η πραγματική λυτρωτική θυσία. Η προσφερόμενη κάθαρση από τις θυσίες ζώων ήταν μόνο εξωτερική, δηλαδή καθαρμοί σωματικοί προβλεπόμενοι από τις τελετουργίες καθαρμών της Παλαιάς Διαθήκης. Η κάθαρση από τη μοναδική και ανεπανάληπτη θυσία του Ιησού Χριστού είναι πραγματική και ουσιαστική για όλους τους ανθρώπους. Αυτή δεν αφορά καθαρμούς σωματικούς, αλλά την κάθαρση της συνείδησης, την κάθαρση από τα «νεκρά έργα», με το αίμα της θυσίας του Χριστού. Ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερέας μπήκε στα άγια των αγίων μια για πάντα για να θυσιάσει όχι ζώα, μοσχάρια και ταύρους, αλλά για να θυσιάσει τον ίδιό τον εαυτό Του, εξασφαλίζοντας έτσι για τους ανθρώπους την αιώνια σωτηρία. Αυτή η θυσία είναι αψεγάδιαστη και καθαρίζει την ψυχή και τη συνείδησή μας από τις αμαρτίες και τα έργα που μας οδηγούν στον πνευματικό θάνατο, για να μπορούμε έτσι να λατρεύουμε τον αληθινό Θεό.
Ο αιώνιος Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος για να αναλάβει στους ώμους Του το φορτίο των αμαρτιών μας. Με τη σταυρική Του θυσία πρόσφερε στους ανθρώπους την αιώνια ζωή. Χάρις στο τίμιο αίμα Του, που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει «καθάρσιον» του ανθρώπινου γένους εξασφαλίσαμε για πάντα τη δυνατότητα της σωτηρίας. Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «τούτο το αίμα εκχυθέν πάσαν την οικουμένην εξέπλυνε».
Ο Χριστός πρόσφερε τον εαυτό του άπαξ δια παντός λυτρωτική θυσία. Η λύτρωση αυτή συνεχίζει να είναι επίκαιρη για κάθε άνθρωπο κάθε εποχής μέσα στην Εκκλησία, όπου προσφέρεται η αναίμακτη θυσία του Χριστού με τη Θεία Ευχαριστία. Ο Χριστός προσφέρθηκε ως λυτρωτική θυσία για να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας. Ο αμαρτωλός άνθρωπος λαμβάνει άφεση αμαρτιών μέσα από τη θυσία του Χριστού. Η Σταυρική θυσία του Χριστού καθαρίζει τη συνείδησή μας «από νεκρών έργων», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος, δηλαδή από τις διάφορες μορφές της αμαρτίας που έχουν σαν αποτέλεσμα να μας καθιστούν νεκρούς πνευματικά και να μας απομακρύνουν από την πηγή της ζωής, που είναι ο Χριστός.
Το αίμα του Χριστού μας χαρίζει τη δυνατότητα της αληθινής ζωής, είναι η δυνατότητα να σωθούμε και ο τρόπος για να ζήσουμε και στη γη και στον ουρανό ενωμένοι με το Χριστό. Χάρη στο τίμιο αίμα Του έχουμε την απολύτρωση και την άφεση των παραπτωμάτων μας (Εφ. 1,7. Α’ Πέτρ. 1,19). Ο Χριστός ως Αρχιερέας προσφέρει τη θυσία και ως αμνός προσφέρεται θυσία. Όπως λέγεται σε ευχή της θείας λειτουργίας, ο Χριστός είναι «ο προσφέρων και προσφερόμενος». Είναι «θύτης και θύμα». Ως θύτης προσφέρει τη θυσία και ως άμωμον θύμα προσφέρει τον εαυτό του θυσία. Εξαιτίας αυτής της θυσίας εξαγοραστήκαμε και λυτρωθήκαμε από την αιώνια κατάρα, δηλαδή την ετυμηγορία του Θεού προς τους πρωτόπλαστους μετά την παράβαση της εντολής Του και την έξοδό τους από τον Παράδεισο. Τώρα, με τη θυσία του Χριστού εξασφαλίσαμε και εξασφαλίζουμε άφεση αμαρτιών, αποκτήσαμε την υιοθεσία από τον Θεό-Πατέρα μας, γίναμε ξανά πολίτες της βασιλείας των ουρανών.
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει το παράδειγμα της γυναίκας που τρέφει το έμβρυο με το αίμα της. Έτσι και ο Χριστός με τη θυσία Του μας αναγέννησε και μας τρέφει συνεχώς με το αίμα Του. Στην Παλαιά Διαθήκη το αίμα των ταύρων και των τράγων εξάγνιζε τους θρησκευτικά μολυσμένους και τους καθάριζε εξωτερικά, σωματικά, «προς την της σαρκός καθαρότητα», για να μπορούν να μετέχουν στη λατρεία χωρίς να υποστούν κάποια τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Ο Χριστός όμως ως Μέγας Αρχιερέας πρόσφερε τον εαυτό του για να οδηγήσει εμάς στην αιώνια απολύτρωση και όχι στην προσωρινή και εξωτερική καθαρότητα. Αυτή είναι λοιπόν η αιώνια και απροσπέραστη διαφορά της θυσίας ζώων της Παλαιάς Διαθήκης από τη θυσία του άσπιλου και άμωμου Ιησού Χριστού, του μεγάλου Αρχιερέα της Καινής Διαθήκης.
Κατ’ επέκταση πρέπει να πούμε ότι και ο κάθε χριστιανός πρέπει να είναι θύτης και θύμα με την πνευματική έννοια. Θυσιάζει στο ναό της υπάρξεώς του όλα τα πάθη του αλλά και όλες τις δίκαιες και νόμιμες επιθυμίες του. Θυσιάζει όλα τα δικαιώματά του όπως και ο Χριστός. Ή ακόμα θυσιάζει και την ίδια του τη ζωή για την επικράτηση των αρχών της δικαιοσύνης και της ειρήνης και την ανατροπή της αδικίας που επιβάλλουν διάφοροι ισχυροί του κόσμου. Αυτή η προσωπική θυσία και η προσωπική ιερωσύνη είναι που χαριτώνει στο έπακρο τους ανθρώπους κάθε εποχής και ενεργοποιεί πλήρως τη Σταυρική θυσία.
Αυτή η περίοδος που διανύουμε της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ιδιαίτερα της Μεγάλης Εβδομάδας, που προετοιμαζόμαστε να σταθούμε κάτω από το Σταυρό του Κυρίου και θα πλησιάσουμε το ποτήριο για να κοινωνήσουμε το πανάγιο αίμα και σώμα Του, θα πρέπει, αφ’ ενός μεν, να το κάνουμε με καθαρή ψυχή και αγνισμένη συνείδηση και όχι απλά από συνήθεια, γιατί ο απόστολος Παύλος εφιστά την προσοχή μας ότι, «Όποιος τρώει τον άρτον τούτον ή πίνει από το ποτήριο του Κυρίου χωρίς να είναι άξιος, θα είναι ένοχος απέναντι στο σώμα και το αίμα του Κυρίου» (Α΄ Κορ. 11,27). Αφ’ ετέρου δε, μιμούμενοι την κενωτική θυσία του Χριστού, που πρόσφερε τον εαυτό του μόνο για τους άλλους, πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη και να ενεργούμε και για εκείνους που υφίστανται κακώσεις, θλίψεις, διωγμούς και αδικίες και όπου μπορούμε να τους προσφέρουμε τη δική μας παρηγοριά.
Κυριακή E΄ των Νηστειών (Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας), Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Μαρκ. ι’ 32-45 (21-04-2024)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητάς αὐτοῦ καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς πήρε τους δώδεκα μαθητές του χωριστά κι άρχισε να τους λέει τα όσα ήταν να του συμβούν. «Ακούστε», τους έλεγε· «τώρα που ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, που θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς. Θα τον περιγελάσουν, θα τον μαστιγώσουν, θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θ’ αναστηθεί». Πλησιάζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις τη χάρη που θα σου ζητήσουμε». «Τι θέλετε να κάνω για σας;» τους ρώτησε εκείνος. «Όταν θα εγκαταστήσεις την ένδοξη βασιλεία σου», του αποκρίθηκαν, «βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στα αριστερά σου». Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι του πάθους που θα πιω εγώ ή να βαφτιστείτε με το βάπτισμα με το οποίο θα βαφτιστώ εγώ;» «Μπορούμε», του λένε. Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Το ποτήρι που θα πιω εγώ θα το πιείτε, και με το βάπτισμα των παθημάτων μου θα βαφτιστείτε· το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα αριστερά μου δεν μπορώ να σας το δώσω εγώ, αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς για τους οποίους έχει ετοιμαστεί». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι υπόλοιποι δέκα μαθητές, άρχισαν ν’ αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Τους κάλεσε τότε ο Ιησούς και τους λέει: «Ξέρετε ότι αυτοί που θεωρούνται ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους, και οι άρχοντές τους τα καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων. Γιατί και ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους».
Σχολιασμός
Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Κύριος βρίσκεται στον δρόμο για τα Ιεροσόλυμα μαζί με τους Δώδεκα Μαθητές Του. Ο Χριστός προπορευόταν και ακολουθούσαν φοβισμένοι οι μαθητές. Η πορεία αυτή είχε προορισμό το πάθος και τον σταυρικό θάνατο. Ο Κύριος, όσο πλησιάζει το πάθος Του, τόσο πιο συχνά ομιλεί στους μαθητές γι’ αυτό και για το θάνατο Του. Πρέπει να μάθουν ότι «εκών πάσχει». Το θέλει ο ίδιος, δεν Του το επιβάλλουν. Είναι δική Του επιλογή και προτίμηση. Έτσι όταν οι μαθητές τον δουν να πάσχει και να οδυνάται ως άνθρωπος, να μη σκανδαλισθούν και να μη κλονισθεί η πίστη τους στη Θεότητα Του. Τους μιλά για το ποτήριο του θανάτου και τους κάνει σαφές ότι η πορεία τους θα έχει πολλές ομοιότητες με τη δική του κατάληξη στη ζωή. Η οδός του Χριστού είναι οδός ταπείνωσης, αδοξίας, εσχάτης κένωσης, σταυρού, θανάτου και ταφής, αλλά απαλλαγμένης από κάθε αμαρτία. Γι’ αυτό είναι και οδός νίκης και δόξας και χαράς, θριάμβου πάνω στον θάνατο και αναστάσεως του ανθρώπου. Ο Χριστός θα εγκαινιάσει πρώτος την οδό αυτή και θα γίνει «πρωτότοκος των νεκρών» που θα ανέλθει στον ουρανό, τον οποίο έκλεισε η αμαρτία της παραβάσεως μας. Και η θέση αυτή θα είναι για όλους, που θα ακολουθήσουν την «οδόν Κυρίου» και θα αναδειχθούν νικητές της αμαρτίας.
«Ούκ οίδατε τι αιτείσθε»
Οι μαθητές εντελώς άπειροι και άγευστοι όλων αυτών που ο Κύριος περιγράφει, παραμένουν προσκολλημένοι στα επίγεια. Μέχρι τώρα δεν είχαν περάσει κανένα μαρτύριο και γι’ αυτό όχι απλά φοβούνται και δεν θέλουν να πάθουν για τους άλλους, αλλά ούτε και για τη δική τους σωτηρία δεν θέλουν να υποφέρουν. Χρειάζονται τη βοήθεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος για να «διανοιχθούν οι οφθαλμοί» της διανοίας τους. Γι’ αυτό και μετά τις φοβερές αποκαλύψεις του Κυρίου, ότι θα παραδοθεί, θα εμπαιχθεί, θα μαστιγωθεί, θα σταυρωθεί και θα πεθάνει, δύο μαθητές, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, που κινούνται από το πάθος της περηφάνιας και υπεροψίας έναντι των άλλων Μαθητών, ζητούν πρωτοκαθεδρίες, «Δος ημίν ίνα εις εκ δεξιόν σου και είς εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου». Ο Χριστός απορρίπτει το αίτημα τους «ουκ οίδατε τι αιτείσθε», είστε σε λάθος δρόμο. Το αίτημα των μαθητών οδηγεί στο χωρισμό από το Θεό, δηλαδή στο θάνατο. Ειδωλοποιεί την εξουσία και μεταθέτει τον σκοπό της ζωής από τον Θεό σε αυτήν. Ο Χριστός όμως ήλθε να σώσει τον άνθρωπο, να τον ενώσει και όχι να τον χωρίσει από Αυτόν. Η υπεροψία όμως εμποδίζει τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, είναι κατάσταση πλάνης και ενέργεια δαιμονική. Ο διάβολος ως «άρχων» του «φρονήματος του κόσμου», παρασύρει τον άνθρωπο κάθε εποχής πως αν ικανοποιήσει τα πάθη του θα βρει τη χαρά. Έτσι χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό και δημιουργεί μίση και καταστροφικούς πολέμους, σχίσματα στις εκκλησίες και διάλυση οικογενειών. Η δίψα των Μαθητών για την εξουσία φανερώνει ακόμη το κενό που υπάρχει στις ψυχές τους από την απουσία της Χάριτος του Θεού. Φαντάζονται τη Βασιλεία του Χριστού και τη δόξα Του να εγκαθίστανται στα Ιεροσόλυμα με τρόπο αισθητό, όπως οι βασιλείς των εθνών. Γι’ αυτό ζητούν συμμετοχή στην εξουσία και μάλιστα τις δυο πρώτες θέσεις δεξιά και αριστερά. Ήθελαν να απολαύσουν τις τιμές και τις δόξες του κόσμου και να υπηρετούνται από όλους. Αυτό που απασχολεί τους υιούς του Ζεβεδαίου, αλλά και τους υπόλοιπους μαθητές, περιλαμβάνονται σ’ αυτά που λένε οι Πατέρες ότι χρειάζονται «σταυρόν και ταφήν», δηλαδή νέκρωση. Αυτή τη νέκρωση εννοεί ο Χριστός, όταν αναφέρει στους Μαθητές Του το «ποτήριον και το βάπτισμα». Είναι η υπέρβαση του βιολογικού εαυτού μας, των επιδιώξεων και επιθυμιών, για να πάρουμε τη Χάρη του Θεού.
«Ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος».
Η οδός λοιπόν που πρέπει να ακολουθήσουν οι Μαθητές και όσοι επιθυμούν τη σωτηρία τους, είναι η νέκρωση της επιθυμίας του πρωτείου και του μεγαλείου, και αντί αυτού να επιδιώξουν να γίνουν δούλοι και διάκονοι πάντων. Όσο πιο πολύ κατεβαίνει κανείς, τόσο ανυψώνεται. Ο άνθρωπος όσο πιο ψηλά ανεβαίνει, τόσο πιο πολύ οφείλει να ταπεινώνει τον εαυτό του και να μην επαίρεται. Η εξουσία του δόθηκε όχι για να καταδυναστεύει, αλλά για να υπηρετεί τους άλλους. Μόνο με την ταπείνωση ο ηγέτης αποκτά φυσιολογική συμπεριφορά έναντι των άλλων. Όσοι υιοθετούν αυτού του είδους την εξουσία, θα άρχουν αληθινά και όχι όπως οι άρχοντες του κόσμου, που νομίζουν πως εξουσιάζουν τον κόσμο, ενώ οι ίδιοι είναι δούλοι των παθών.
Ο Χριστός λοιπόν, που για εμάς είναι «τύπος και υπογραμμός», όχι μόνο δεν θέλησε να τον διακονήσουν οι Μαθητές, όπως πεθύμησαν οι υιοί του Ζεβεδαίου, αλλά γίνεται «πάντων έσχατος και πάντων δούλος» και έτσι κατακρίνει και καταργεί την ασθένεια της υπερηφάνειας και τον θάνατο που αυτή προκαλεί στην ψυχή. Με αίσθηση λοιπόν της δικής μας αδυναμίας, ας ακολουθήσουμε τη δική Του ζωή, ας ζητήσουμε το έλεος Του, για να μπορέσουμε ταπεινά να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας και να του ζητήσουμε συγχώρεση, γιατί τον σταυρώσαμε με την υπερηφάνεια και την αλαζονεία μας. Αμήν.