Κυριακή Δ’ των Νηστειών (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος), Αποστολικό Ανάγνωσμα: Εβρ. στ’ 13-20 (14-04-2024)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, όταν ο Θεός έδωσε την υπόσχεσή του στον Αβραάμ, επειδή δεν υπήρχε ανώτερος για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό του, λέγοντας: «Σου υπόσχομαι ότι θα σ’ ευλογήσω και θα σου δώσω πολλούς απογόνους». Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση, και με την υπομονή του πέτυχε την εκπλήρωσή της. Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον ανώτερό τους, κι ο όρκος δίνει γι’ αυτούς τέλος σε κάθε αμφισβήτηση και υποδηλώνει επιβεβαίωση. Ο Θεός, λοιπόν, επειδή ήθελε να δείξει πιο καθαρά σ’ αυτούς που θα κληρονομούσαν τα όσα υποσχέθηκε, ότι η απόφασή του ήταν αμετάκλητη, την εγγυήθηκε με όρκο. Για δύο λοιπόν αμετακίνητα πράγματα, για τα οποία είναι αδύνατο να διαψευστεί ο Θεός, εμείς που καταφύγαμε σ’ αυτόν οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε. Αυτή μας η ελπίδα, μας ασφαλίζει και μας βεβαιώνει σαν άγκυρα, και μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από μας και για χάρη μας ο Ιησούς, αρχιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ.
Σχολιασμός
Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Απ. Παύλος επιθυμεί να ενισχύσει τους παραλήπτες της επιστολής να δείχνουν προθυμία στα αγαθά έργα της έμπρακτης αγάπης, πράγμα που φανερώνει τη σταθερότητα και τη ζωντάνια της χριστιανικής ελπίδας. Ελπίζοντας οι πιστοί στις υποσχέσεις του Θεού έτσι θα αποφύγουν να περιπέσουν σε αμέλεια και θα γίνουν μιμητές εκείνων οι οποίοι με την πίστη και την υπομονή τους στο Θεό κληρονόμησαν όσα τους υποσχέθηκε.
Ωστόσο το αποστολικό αυτό ανάγνωσμα μας μεταφέρει στη συγκλονιστική εκείνη στιγμή που ο Θεός συνάπτει διαθήκη με τον Αβραάμ, επαγγελλόμενος πλούσια ευλογία και πολλούς απογόνους. Κι ο Αβραάμ αφού περίμενε υπομονετικά πάρα πολλά χρόνια , πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός. Απέκτησε παιδί από την Σάρρα, τον Ισαάκ και από αυτόν πληθύνθηκαν οι απόγονοί του σε μεγάλο έθνος. Και για να τον βεβαιώσει ο Θεός γι’ αυτές τις επαγγελίες έδωσε τον όρκο ότι θα τις πραγματοποιήσει. Κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε μεγαλύτερο για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό του. Κι ο Αβραάμ δέχτηκε την ένορκη υπόσχεση του Θεού. Οι υποσχέσεις του Θεού δεν δόθηκαν μόνο στον Αβραάμ και στους απογόνους του, αλλά σ’ όλους τους Ισραηλίτες και στο νέο Ισραήλ, σ΄ όλους δηλαδή τους χριστιανούς. Σ΄ όλους τους πιστούς που θα κληρονομήσουν τις θείες επαγγελίες, ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ήταν αμετάκλητη απόφαση του να εκτελέσει όσα υποσχέθηκε. Η σύγκριση μεταξύ του Αβραάμ και του Ιησού Χριστού σημαίνει τη σύγκριση της πρώτης διαθήκης του Θεού με το Ισραήλ, του οποίου γενάρχης έγινε ο Αβραάμ, και της Νέας Διαθήκης του Θεού με ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Η Παλαιά Διαθήκη λαμβάνει την εκπλήρωση και το τέλος της με τον Ιησού Χριστό. Με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού αρχίζει η νέα Διαθήκη. Ο Χριστός καθίσταται ο Σωτήρας και η ελπίδα όλων να ανασυνδέσουν το εαυτό του με την μοναδική ελπίδα, τον Θεό, γιατί ο Χριστός είναι ο μοναδικός Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Γι’ αυτό και εισέρχεται ως Αρχιερέας στο θυσιαστήριο για να προσφέρει και να προσφερθεί θυσία.
Οι πιστοί, επομένως, μπορούν να έχουν μεγαλύτερη ενθάρρυνση, ώστε να κρατούν την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά τους. Αυτή την ελπίδα ο Απ. Παύλος την παρομοιάζει με την άγκυρα της ψυχής μας. Και λέει ότι αυτή μας ασφαλίζει από πνευματικούς κινδύνους επειδή είναι αμετακίνητη. Έτσι θα αναπτύξουμε παρακάτω το θέμα της χριστιανικής ελπίδας.
Καταρχάς να σημειώσουμε ότι μιλώντας γενικά για ελπίδα εννοούμε τη βεβαιότητα για κάτι το σημαντικό που θα συμβεί στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Κατά την προ Χριστού περίοδο το περιεχόμενο της ελπίδας ήταν η πίστη και η βεβαιότητα για την έλευση του Μεσσία και Λυτρωτή του ανθρώπινου γένους. Για τη μετά Χριστό περίοδο ελπίδα είναι η είσοδος μας στη βασιλεία των ουρανών. Αυτή η ελπίδα είναι γνήσια και αυθεντική γιατί πριν από εμάς εισήλθε στον ουρανό ο αναστάς Ιησούς Χριστός. Έπειτα η ελπίδα είναι η ρίζα της ζωής, χωρίς αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει. Όταν χάσει την ελπίδα, χάνει τη δύναμη και το κουράγιο της ζωής.
Ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Αβράαμ θέλει να δυναμώσει και να στηρίξει την ελπίδα των πιστών στον Θεό και τις υποσχέσεις του. Για το λόγο αυτό επικαλείται το παράδειγμα του Αβραάμ και μας θυμίζει τα όσα του υποσχέθηκε ο Θεός, αλλά και πόση πίστη, μακροθυμία, υπομονή, ελπίδα και αδιαμαρτύρητη υπακοή και συμμόρφωση προς το θείο θέλημα επέδειξε ο πατριάρχης. Επομένως ο Θεός είναι πάντα συνεπής στις υποσχέσεις του και είναι αδύνατο να αποδειχθεί ψεύτης. Έτσι «ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκείμενης ελπίδος» . Ποια ακριβώς είναι αυτή η ελπίδα; Ασφαλώς πρόκειται για τη βασιλεία του Θεού που δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε διαφορετικά παρά μόνο με την πίστη και την ελπίδα. Είναι η μακάρια ελπίδα της αιώνιας ζωής (βλ. Τιτ. 1,2 και 2,13), «η ελπίς δικαιοσύνης» που απεκδεχόμαστε και η οποία «απόκειται ημίν εν τοις ουρανοίς»(βλ. Γαλ. 5,5 και Κολ. 1,5).
Η σάρκωση του Ιησού Χριστού και το απολυτρωτικό του έργο κατέστησε τη Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία των ανθρώπων παρούσα στο χώρο και στο χρόνο. Εν τούτοις, εξακολουθεί να έχει εσχατολογική προοπτική, είναι ένα γεγονός που για να ολοκληρωθεί, θα μεσολαβήσει ο θριαμβευτικός ερχομός του Ιησού Χριστού ο «οποίος θα αποδώσει εκάστω κατά τας πράξεις αυτού» (Ματθ. 16,27). Έτσι, η ελπίδα εξακολουθεί να υπάρχει, είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός , η ελπίδα όλου του κόσμου, όπως λέει και ο Απ. Παύλος «Χριστός Ιησούς η ελπίς ημών» (Α΄ Τιμ. 1,1), είναι η ελπίδα που δυναμώνει την πνευματική μας ζωή και τον πνευματικό μας αγώνα. Όταν είναι «ζώσα» (Α΄ Πετρ. 1,3), τότε γίνεται μέσα μας πηγή υπομονής και θάρρους. Ο άνθρωπος που ελπίζει στον Θεό δεν κάμπτεται μπροστά στις δυσκολίες και τις δοκιμασίες της ζωής, δεν απελπίζεται στις δύσκολες στιγμές, μένει αταλάντευτα προσηλωμένος στον Χριστό. Εναποθέτει την ελπίδα του στον Χριστό και επικαλείται τη βοήθεια του με πίστη και υπομονή.
Εφ΄ όσον οι υποσχέσεις του Θεού παραμένουν αμετάκλητες, εμείς που καταφεύγουμε στον Θεό οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε. Η ελπίδα μας αυτή, μας ασφαλίζει και μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από εμάς ο Ιησούς Χριστός, αρχιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Ο Χριστός ως μέγας αρχιερέας με τη σταυρική του θυσία μπήκε στα άγια των αγίων που ήταν χώρος συναντήσεως του Θεού και όπου εισέρχονταν μόνο οι αρχιερείς. Ο Χριστός με τη θυσία του εισήλθε με τη θεία και ανθρώπινη φύση στα Άγια των Αγίων και έτσι οδήγησε την ανθρωπότητα στην ένωσή της με τον Θεό. Προπορεύτηκε για να διανοίξει το δρόμο για μας και, όπως ο ίδιος μας διαβεβαίωσε, για να μας ετοιμάσει τόπο στην αιώνια βασιλεία του (Ιω. 14,3). Πρόδρομος για μας ο Χριστός. Όχι απλώς άνοιξε το δρόμο αλλά και μας ενισχύει, ώστε να βαδίζουμε κι εμείς το δρόμο που καταλήγει στον ουρανό. Άφησε ως οδοδείκτη του Ουρανού το Ευαγγέλιο του. Και προσφέρει προς ενδυνάμωση στις δυσκολίες της αναβάσεως προς τους Ουρανούς τη χάρη του. Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς. Ο δε πρόδρομος τινών εστι πρόδρομος, ώσπερ Ιωάννης του Χριστού. Και ουκ είπεν απλώς, εισήλθεν, αλλ΄ όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν, ως και ημών οφειλόντων καταλαβείν. Ου πολύ γαρ του προδρόμου και των επομένων οφείλει είναι το μέσον˙ επει ουδ΄ αν ειη πρόδρομος. Τον γάρ πρόδρομον και τους επομένους εν τη αυτή χρή είναι οδώ, και το μεν οδεύειν, τους δε επικαταλαμβάνειν» (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Επιστολή αρ. παραγράφου 2 , Ε.Π.Ε. 24, 478).
Η είσοδος αυτή του Χριστού ως πρόδρομου δημιουργεί την ελπίδα των Χριστιανών, η οποία ελπίδα παρομοιάζεται με την άγκυρα ενός πλοίου. Πώς ασφαλίζεται το πλοίο από τους κλυδωνισμούς, από τους δυνατούς ανέμους, τα πελώρια κύματα και την τρικυμία; Ρίχνει την άγκυρα του στο βυθό, που είναι σταθερός και αμετακίνητος. Η άγκυρα γαντζώνεται γερά και το πλοίο που βρίσκεται στην τρικυμισμένη επιφάνεια της θάλασσας μένει σταθερό, και όσο κι αν το κτυπούν οι άνεμοι, δεν πρόκειται να το μετακινήσουν. Χωρίς αμφιβολία η εικόνα της άγκυρας είναι η πιο παραστατική παραβολική έκφραση της ελπίδας. Ο Απ. Παύλος παρομοιάζει λοιπόν την ελπίδα μας προς τον Κύριο με μια άγκυρα. Μια άγκυρα όμως που δεν βυθίζεται στον πυθμένα της θάλασσας αλλά στο ιερότερο μέρος του σύμπαντος, στον ουρανό, στα επουράνια Άγια των Αγίων, στο θρόνο του Θεού. Οι τρικυμίες, οι ανεμοθύελλες και οι πειρασμοί της ζωής είναι πολλοί, αλλά εμείς πρέπει να παλεύουμε και να μην αντιστεκόμαστε, γιατί μπορεί να μην έχουμε φτάσει στον προορισμό μας όμως έχουμε εκεί αγκυροβολημένη την ελπίδα. Βρισκόμαστε ακόμα στη γη κι όμως με την ελπίδα βρισκόμαστε και στον ουρανό. Λέει ο ιερός Χρυσόστομος «Εν τω κόσμω έτι όντας ουδέπω μεταστάντας του βίου, δείκνυσιν ήδη όντας εν τοις επηγγελμένοις. Δια γαρ της ελπίδος ήδη εν τω ουρανώ εσμέν» (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Επιστολή αρ. παργράφου 2, Ε.Π.Ε 24,476).
Κυριακή Δ’ των Νηστειών (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος), Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Μκ. θ’ 17-31 (14-04-2024)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιό μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο. Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν». «Άπιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν. Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσο καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέυσει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο. Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Έφυγαν από κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από κει, γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν· την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί».
Σχολιασμός
Το περιστατικό που μας αφηγείται το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα συνέβη αμέσως μετά την κάθοδο του Ιησού από το όρος Θαβώρ, όπου συντελέστηκε το μεγάλο γεγονός της Μεταμόρφωσης. Μετά τη δόξα της Μεταμόρφωσης ο Ιησούς Χριστός, σαν αντίθεση, συναντά τον ανθρώπινο πόνο και την ανθρώπινη τραγικότητα. Ένας πονεμένος πατέρας έτρεξε κοντά του για να εκφράσει το μεγάλο πόνο του και να ζητήσει τη βοήθεια του Ιησού Χριστού: «Διδάσκαλε, σου έφερα το γιο μου, που τον κυρίευσε δαιμονικό πνεύμα και του πήρε τη φωνή. …Παρακάλεσα τους μαθητές σου να τον ελευθερώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν».
Ο Ιησούς Χριστός βρίσκεται τότε αντιμέτωπος από τη μια μεριά με την πονεμένη και πάσχουσα ανθρωπότητα και από την άλλη με τους μαθητές του που αδυνατούν να βοηθήσουν. Επιπλέον αντικρίζει και τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους θεολόγους δηλαδή του Ιουδαϊσμού και τους πιστούς τηρητές του Νόμου, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση παραμόνευαν για να τον ελέγξουν και να τον αμφισβητήσουν, ή ακόμα χειρότερα να τον χαρακτηρίσουν βλάσφημο και παραβάτη του νόμου! Όλα αυτά οδηγούν τον Ιησού Χριστό σε ένα ξέσπασμα οργής: «ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι;».
Ο Χριστός όμως δεν περιορίζεται στην απλή διαπίστωση έλλειψης ουσιαστικής πίστης, αλλά προσφέρει τη θεραπεία στο άρρωστο παιδί. Αφού έφεραν το νέο μπροστά του, το πονηρό πνεύμα άρχισε να τον συνταράζει με σπασμούς. Ο ταλαιπωρημένος νέος πέφτει στη γη και αρχίζει να κυλίεται και να βγάζει αφρούς από το στόμα του. Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει καθόλου. Μόνο κραυγές έβγαζε, που συγκλόνιζαν όσους τον έβλεπαν. Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφράσει την παράκλησή του στον Κύριο, να ζητήσει τη σωτηρία του. Κι αντί γι’ αυτόν παρακαλεί ο πατέρας του.
Πριν όμως κάνει το θαύμα ο Ιησούς Χριστός, ρωτά τον πατέρα αν μπορεί να πιστέψει, γιατί όλα είναι δυνατά γι΄ αυτόν που πιστεύει πραγματικά. Και ο πατέρας του νέου ξεσπά τότε, εξωτερικεύοντας την πάλη που γίνεται μέσα του μεταξύ πίστης και ολιγοπιστίας ή και απιστίας και ομολογεί: «Πιστεύω κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Η ειλικρίνειά του, ότι δηλαδή η πίστη του είναι ελλιπής εκτιμάται από τον Χριστό, γι΄ αυτό στη συνέχεια θεραπεύει το άρρωστο παιδί του.
Ο Ιησούς Χριστός είναι εκείνος που προσφέρει τη θεραπεία στην ασθενούσα ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός δεν ήλθε στη γη για να καταδικάσει τον άνθρωπο, που με τα έργα του έγινε υπόδουλος στο κακό και την αμαρτία, στη φθορά και το θάνατο. Ο Χριστός δεν ήλθε σαν άλλος Φαρισαίος να κατακρίνει και να εξουθενώσει τον αμαρτωλό άνθρωπο, αλλά ήλθε για να τον διακονήσει και να τον σώσει. Η Χριστός ήλθε για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την κυριαρχία του θανάτου και την τυραννία του διαβόλου.
Το έργο του Εωσφόρου
Εισαγωγικά: Λαμβάνοντας αφορμή από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή και τη θεραπεία του νέου που βρισκόταν κάτω από την επίδραση δαιμονικού πνεύματος θα αναφερθούμε με συντομία στην ύπαρξη και δράση του Εωσφόρου και των αγγέλων του, δηλαδή των δαιμόνων.
Γενικά: Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας οι δαίμονες με αρχηγό τον Εωσφόρο ήταν άγγελοι, οι οποίοι κυριεύτηκαν από υπερηφάνεια και θέλησαν να φθάσουν και να ομοιωθούν με τον Θεό και ακόμα να τον ξεπεράσουν. Εξαιτίας λοιπόν της υπερηφάνειας και κενοδοξίας τους ξέπεσαν από τον κόσμο των αγγέλων και αποτέλεσαν το τάγμα των δαιμόνων.
Ο προφήτης Ησαΐας μας πληροφορεί σχετικά με το γεγονός αυτό, παρουσιάζοντας την σκέψη του Εωσφόρου: «Αναβήσομαι επάνω των νεφελών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Hσαΐου 14,14). Οι άγγελοι του ουρανού είχαν, όπως και ο άνθρωπος το ανεκτίμητο δώρο της ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία έδιδε στους αγγέλους την ευκαιρία να παραμείνουν αιώνια με το Θεό, ή να απομακρυνθούν από Αυτόν, να προοδεύσουν στην αρετή, ή να κατολισθήσουν στην κακία. Η αποστασία του Εωσφόρου προκάλεσε την αναστάτωση και αναταραχή μεταξύ των αγγελικών δυνάμεων με αποτέλεσμα να υπάρξει ο διαχωρισμός. Το ένα μέρος παραμένει ασάλευτο στην αρετή, ενώ το άλλο ακολουθεί τον Εωσφόρο και εκπίπτει από τον ουρανό στη γη. Συνεχίζει να μας πληροφορεί επί τούτου ο προφήτης Ησαΐας: «Πώς εξέπεσεν εκ του ουρανού ο Εωσφόρος, ο πρωΐ ανατέλλων; Συνετρίβη εις την γην ο αποστέλλων προς πάντα τα έθνη;» (Ησ. 14,12).
Στον προφήτη Ιεζεκιήλ συναντούμε μια παρόμοια διήγηση για την πτώση του Εωσφόρου. Ο προφήτης ενώ αναφέρεται στο βασιλιά της Τύρου, στην πραγματικότητα περιγράφει ένα ουράνιο πρόσωπο. «Εν τη τρυφή του παραδείσου του Θεού εγενήθης, παν λίθον χρηστόν ενδέδεσθαι … μετά του χερούβ έθηκά σε εν όρει αγίω Θεού … υψώθη η καρδία σου επί τω κάλλει σου, διεφθάρη η επιστήμη σου μετά του κάλλους σου, δια πλήθος αμαρτιών σου επί την γην έρριψά σε, εναντίον βασιλέων έδωκά σε παραδειγματισθήναι» (Ιεζ. 28,13-17). Αιτία της πτώσης του Εωσφόρου και κατά τον Ιεζεκιήλ είναι ο εγωισμός και η υπερηφάνεια.
Το βιβλίο της Αποκάλυψης μας πληροφορεί ότι η ανταρσία του Εωσφόρου σήμανε την έναρξη πολέμου μεταξύ των αγγελικών δυνάμεων στον ουρανό. Ηγετικό ρόλο στην εκδίωξη του Εωσφόρου από τις αγγελικές τάξεις ανέλαβε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. «Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ ο Μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού – του πολεμήσαι μετά του δράκοντος και ο δράκων επολέμησε και οι άγγελοι αυτού. Και ουκ ίσχυσεν, ουδέ τόπος ευρέθη αυτώ έτι εν τω ουρανώ, και εβλήθη ο δράκων – ο όφις ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος διάβολος και ο σατανάς, ο πλανών την οικουμένην όλην, εβλήθη εις την γήν και οι άγγελοι αυτού μετ αυτού εβλήθησαν» (Αποκ. 12,17-19).
Ο Ιησούς Χριστός μιλώντας για την τραγική πτώση του Εωσφόρου αναφέρει: «εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. 10,18). Ο άγγελος του φωτός, ο Εωσφόρος ξέπεσε από τη δόξα του και μετατράπηκε σε άγγελο και αρχηγό του σκότους. Μετά την πτώση του, ο Εωσφόρος, μισεί θανάσιμα τον Θεό, αλλά και τους ανθρώπους που αγωνίζονται να ζουν σύμφωνα με το θέλημά Του.
Στην Παλαιά Διαθήκη: Ο Εωσφόρος είναι εκείνος που διαταράσσει τις σχέσεις Θεού και ανθρώπων. Για πρώτη φορά εμφανίζεται στους Πρωτόπλαστους Αδάμ και Εύα, με την μορφή του «όφεως», και τους παρασύρει στην παράβαση της εντολής του Θεού (Γεν. 3,1-15), στο λεγόμενο «προπατορικό αμάρτημα». Θέλησε να τους πείσει ότι μπορούν να γίνουν όμοιοι με τον Θεό όχι με τον τρόπο που τους υπέδειξε ο Θεός, αλλά με τον τρόπο που τους υποδεικνύει ο ίδιος. Η αιτία που τον οδήγησε στην πράξη αυτή ήταν ο φθόνος. Φθόνησε ο διάβολος τους Πρωτόπλαστους, γιατί τους έβλεπε να διαμένουν στο χώρο της χαράς και απόλαυσης, τον Παράδεισο, απ΄ όπου εκείνος δίκαια απομακρύνθηκε. Ωστόσο και μετά την πτώση και αποστασία του ανθρώπου, ο Εωσφόρος δεν ικανοποιείται και συνεχίζει το αντίθεο και μισάνθρωπο έργο του.
Ο Διάβολος είναι εκείνος που εμπνέει στον Κάιν τον φθόνο κατά του αδελφού του Άβελ και τον ωθεί στην αδελφοκτονία (Γεν.4,4-8). Στο βιβλίο των Κριτών παρουσιάζεται ως «πνεύμα διχονοίας» (Κριτ. 9, 23), ενώ στο Γ΄ Βασιλειών ως «πνεύμα ψευδές» (Γ΄ Βασ. 22, 19-23), το οποίο ωθεί στην παράβαση του Θείου θελήματος. Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του Ισραηλιτικού λαού ο διάβολος είναι εκείνος που προκαλεί την ολιγοπιστία, την απιστία, την ανυπακοή στο δούλο του Θεού Μωυσή, την αμφισβήτηση του ίδιου του Θεού και επιφέρει τελικά την ειδωλολατρία και την ηθική κατάπτωση, όπως χαρακτηριστικά συνέβη στα Σόδομα και Γόμορρα. Επιπλέον ο Σατανάς είναι ο «πειραστής», εκείνος που διατρέχει τη γη και κατασκοπεύει τους ανθρώπους, που θέτει σε κίνδυνο την αρετή του ευσεβούς ανθρώπου και τον εκθέτει σε πειρασμούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του δίκαιου Ιώβ (Ιώβ 1,11- 2,4).
Στην Καινή Διαθήκη: Ο Σατανάς χαρακτηρίζεται ως «πονηρός» (Ματθ. 13, 19, και 38), ως «ο όφις ο μέγας ο αρχαίος» (Αποκ. 12, 9), ως «εχθρός» (Ματθ. 13,39), ως «άρχων του κόσμου τούτου» (Ιω. 12, 31), ως «θεός του αιώνος τούτου» (Β΄ Κορ. 4,4). Είναι ο αντίδικος του ανθρώπου που «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί, ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρ. 5,8). Ο Σατανάς, χρησιμοοιώντας ακόμη και την Αγία Γραφή, προσπάθησε να παρασύρει και τον ίδιο τον Μεσσία κατά την τεσσαρακονθήμερη νηστεία του στην έρημο (Ματθ. 4,6), χωρίς ασφαλώς να έχει το ποθούμενο γι΄ αυτόν αποτέλεσμα.
Τραγικό θύμα του Εωσφόρου υπήρξε ο μαθητής του Κυρίου, ο Ιούδας, ο οποίος υποκύπτοντας στον πειρασμό της φιλαργυρίας, δεν δίστασε να προδώσει τον ίδιο τον διδάσκαλό του. Αναφέρει σχετικά η Αγία Γραφή «Εισήλθεν δε ο Σατανάς εις Ιούδαν τον επικαλούμενον Ισκαριώτην, όντα εκ του αριθμού των δώδεκα» (Λουκ. 22,3). Επίσης υπάρχουν και τα παραδείγματα των δαιμονιζομένων τους οποίους ο Χριστός θεράπευσε, όπως και ο νέος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
Η βασιλεία του Σατανά αντιτίθεται στη Βασιλεία του Θεού. Ο Μεσσίας, όμως, αποστέλλεται από τον Θεό για να καταργήσει τα έργα του Σατανά και να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την κυριαρχία του. Ο Σατανάς, ο οποίος αμάρτησε «απ΄ αρχής» (Α΄ Ιω. 3,8), είναι ο παράγοντας της αμαρτίας με την οποία υποδουλώνει τον άνθρωπο. Εκριζώνει το σπόρο του θείου λόγου από την καρδία του ανθρώπου και σπέρνει τα ζιζάνια (Μαρκ. 4,15). Πρόθεσή του είναι να τυφλώσει αυτούς που δεν πιστεύουν, ώστε να μη μπορούν να φωτισθούν από το ευαγγέλιο του Χριστού (Β΄ Κορ. 4,4), μέσω της μάταιης «σοφίας του αιώνος τούτου» (Α΄ Κορ. 2,6) και των «βαθέων του Σατανά» (Αποκ. 2,24). Έχει ως μέθοδό του το ψεύδος (Ιω. 8,44) και για να παρασύρει τον άνθρωπο μετασχηματίζεται ακόμα και «εις άγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. 11,14). Το τραγικό παράδειγμα είναι ο νέος της Ευαγγελικής περικοπής, τον οποίο παραμορφώνει από την αρχική του εικόνα με στόχο να τον καταστρέψει.
Στην Πατερική Γραμματεία: Στους Πατέρες ο Σατανάς είναι ο «αντικείμενος» και ο «πονηρός». Ο πόλεμος και το μίσος του κατά του ανθρώπου δεν θεωρείται αυτοσκοπός αλλά προέκταση του μίσους του κατά του Θεού. Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει σχετικά: «μισάνθρωπος επειδή και θεομάχος» και «επειδή είδε τον άνθρωπον κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν Θεού, μη δυνάμενον εις Θεόν τραπήναι, εις την εικόνα του Θεού την εαυτού πονηρίαν εκένωσε … εν τη εικόνι το μισόθεον έδειξεν, επειδή Θεού προσάψασθαι ουκ εδύνατο» (PG 31, 1456ABCD). Επειδή ακριβώς δεν μπορεί να βλάψει τον Θεό, προσπαθεί να βλάψει το δημιούργημα του Θεού, δηλαδή πρώτιστα τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση και ολόκληρη την κτίση.
Ο διάβολος συνεχίζει απεγνωσμένα το έργο του με διάφορους τρόπους. Προβάλλει τις ανθρώπινες αδυναμίες, επινοεί την ειδωλολατρία, τις αιρέσεις και τους διωγμούς εναντίον της Εκκλησίας. Οδηγεί τους ανθρώπους στο μίσος του ενός έναντι του άλλου, σε συγκρούσεις και πολέμους, σε αδικίες. Προκαλεί την καχυποψία ανάμεσα στους Χριστιανούς και ψυχραίνει την αγάπη τους. Οι δαίμονες πολεμούν τους πιστούς, που ελευθερώθηκαν με τη σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού, με σκοπό να τους κάνουν και πάλιν δούλους της αμαρτίας. Προσπαθούν να αποδείξουν ότι μάταια θυσιάστηκε ο Χριστός και ότι το αίμα του είχε μηδαμινή «τιμή». Επιδιώκουν να χαθεί ο άνθρωπος, ενώ θρηνούν κάθε φορά που αποτυχαίνουν, κτυπημένοι από τους αγώνες της αρετής των πιστών. Ο Μ. Βασίλειος λέγει χαρακτηριστικά: «Ταύτην ούν την τιμήν εβουλεύσαντο άχρηστον ημίν καταστήσαι, τους άπαξ ελευθερωθέντας πάλιν εις δουλείαν ενάγοντες … τρέχουσι καθ΄ ημών, διψώντες ημών την απώλειαν» (PG 29, 476A).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγώντας την ονομασία «διάβολος» αναφέρει: «διάβολος γαρ από του διαβάλλειν είρηται, διέβαλε γαρ τον άνθρωπον προς τον Θεόν» και «διέβαλε πάλι τον Θεόν προς τον άνθρωπον» (PG 49, 259β). Ο διάβολος για να παραπλανήσει τους πιστούς, προσπαθεί να τους παρασύρει με φαντασίες και όνειρα, «πολλάκις ενέργεια πλάνης αποστέλλεται επί τους υιούς της απειθείας», επισημαίνει ο Μέγας Βασίλειος (PG 32, 777BD). Πολλές φορές προλέγουν όσα από τα μέλλοντα έχουν ήδη συντελεστεί, αλλά δεν έγιναν γνωστά στους ανθρώπους, για να θεωρηθούν προφήτες. Συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος: «Ούτω και οι δαίμονες τα διατετυπωμένα, τα αποφάσει Θεού δημοσιευθέντα, ανήγγειλαν πολλάκις τοις προς απάτην ευκόλως έχουσιν». Επιπλέον δίνουν συμβουλές για τη θεραπεία σωματικών παθών. Αυτό το πετυχαίνουν «δια το διορατικώτερον είναι των υλικών ιδιωμάτων και επεσκέσθαι ποιότητας βοτάνων και το απ΄ αυτών προς τα πάθη κατάλληλον». (PG 30, 496C-497A). Επίσης στην επιτέλεση του έργου τους χρησιμοποιούν, ως υπηρέτες και όργανά τους, ανθρώπους που αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού. Τέτοιοι μπορεί να θεωρηθούν οι μάντεις, οι μάγοι, τα μέντιουμ κ.λπ.
Γιατί ο Θεός επιτρέπει; Οι δαίμονες πειράζουν και τους ασεβείς και τους ευσεβείς: τους ασεβείς, για να τους στηρίξουν στην ασέβεια, στην απιστία και στην αμαρτία, τους ευσεβείς για να τους παρασύρουν στο κακό. Ωστόσο ο Θεός είναι εκείνος που επιτρέπει στο σατανά να μας πειράζει, αλλά σε ένα ορισμένο σημείο. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναφέρει: «άδειαν εύρεν ο διάβολος … αφού του Παραδείσου και του Θεού εξόριστον δια της παρακοής ειργάσατο τον άνθρωπον» (Αγ. Συμεών «Λόγοι»). Ο Θεός σεβόμενος την ελευθερία του ανθρώπου επιτρέπει στο διάβολο να μας πειράζει, ώστε να δοκιμαστεί η σταθερότητα της πίστης μας. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αναφέρει πέντε αιτίες, για τις οποίες ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο των δαιμόνων: «Πρώτην, ίνα, πολεμούμενοι και αντιπολεμούντες, εις διάκρισιν της αρετής και της κακίας έλθωμεν. Δευτέραν δέ, ίνα, πολέμω και πόνω την αρετήν κτώμενοι, βεβαίαν αυτήν και αμετάπτωτον έξωμεν. Τρίτην δε, ίνα, προκόπτοντες εις την αρετήν, μη υψηλοφρονώμεν, αλλά μάθωμεν ταπεινοφρονείν. Τετάρτην δέ, ίνα, πειρασθέντες υπό της κακίας, τέλειον μίσος αυτήν μισήσωμεν. Πέμπτον δέ επί πάσης, ίνα, απαθείς γενόμενοι, μη επιλαθώμεθα της οικείας ασθενείας, μήτε της του βοηθήσαντος δυνάμεως» (Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού «Λόγοι»).
Επίλογος: Ο αγώνας του Εωσφόρου κατά των ανθρώπων δεν τελειώνει στην παρούσα ζωή, αλλά συνεχίζει και μετά το θάνατο, όταν ερευνά για να διαπιστώσει τους τύπους της αμαρτίας ή τους τύπους της χάριτος του Θεού. Πόθος του διακαής είναι να παρασύρει όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους στην απώλεια, στην οποία ο ίδιος και οι άγγελοί του έχουν ήδη καταδικαστεί από τον Θεό. Η τελευταία αυτή αναμέτρηση είναι το αποκορύφωμα της πάλης που συντελείται σε όλη τη ζωή ανάμεσα στον άνθρωπο και τον διάβολο. Λέγει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος: «οι γενναίοι του Θεού αθληταί, ικανώς παρά πάντα τον εαυτών βίον τοις αοράτοις εχθροίς προσπαλαίσαντες, επειδάν πάσας αυτών υπεκφύγωσι τας διώξεις, προς τω τέλει του βίου γενόμενοι, ερευνώνται υπό του άρχοντος του αιώνος, ίνα, αν μεν ευρεθώσιν έχοντες τραύματα από των παλαισμάτων, ή σπίλους τινάς, και τύπους της αμαρτίας, κατασχεθώσιν• εάν δε άτρωτοι ευρεθώσι και άσπιλοι, ως ακράτητοι όντες, ως ελεύθεροι υπό Χριστού αναπαύσωνται» (PG 29 232CD).
Ο πιστός άνθρωπος έχοντας μέσα του τη χάρη του Τριαδικού Θεού, την οποία έλαβε κατά το βάπτισμά του, δεν φοβάται τις παγίδες του διαβόλου, όσο μεγάλες και πολύπλοκες και αν είναι. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μας διαβεβαιώνει: «ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ου μη αδικήση» (Λουκ. 10,19). Η δύναμη της πίστης, της πραγματικής και ουσιαστικής όμως πίστης, μιας πίστης που δεν στηρίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, στους τύπους, στη φαρισαϊκή υποκρισία, στον εωσφορικό εγωισμό, αλλά μιας πίστης στηριγμένης στο Ευαγγέλιο της αγάπης και συγχώρεσης του Ιησού Χριστού, αποτελεί όπλο ακαταμάχητο κατά των παγίδων του Εωσφόρου. Αυτή η ειλικρινής πίστη του πατέρα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είναι εκείνη που προκάλεσε το θαύμα της θεραπείας του δαιμονιζομένου υιού του. Αυτή την πίστη ζητά ο Ιησούς Χριστός από τον κάθε πιστό, ενώ ταυτόχρονα αυτή την πίστη πολεμά και προσπαθεί να εκριζώσει ο Εωσφόρος. Αυτή λοιπόν η πίστη κάνει το ακατόρθωτο για την ανθρώπινη λογική κατορθωτό ή κατά την φράση του Ιησού Χριστού σε άλλη περίπτωση, η πραγματική πίστη είναι εκείνη που μπορεί ακόμα να μετακινεί και βουνά!