Αγίου Ιωάννου Ελεήμονος, Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β΄ Κορ. θ’ 6-11 (12-11-2023)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σοδειά· κι όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα παραμένει αιώνια. Κι αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και το δικό σας σπόρο και ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν το Θεό.
Η φιλανθρωπία
Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Κορινθίους Επιστολή. Ο Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους κατοίκους της πόλης αυτής, αναφέρεται στο έργο της αγάπης και της φιλανθρωπίας στο οποίο καλούμαστε οι Χριστιανοί όλων των εποχών, προκειμένου να θεραπεύσουμε, κατά το δυνατόν, τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των αδελφών μας. Μάλιστα, περιγράφει αυτό το έργο όχι ως ηθική υποχρέωση ή θρησκευτικό καθήκον, αλλά ως μίμηση Θεού, ο οποίος από την φιλανθρωπία του έλαβε την ανθρώπινη σάρκα, θεώνοντας την ανθρώπινη ύπαρξη. Γι’ αυτό η φιλανθρωπία, κατά τον Απόστολο των εθνών, δεν πρέπει να γίνεται καταναγκαστικά ή με εσωτερική δυσφορία και λύπη, αλλά με χαρά και από καρδιάς. Με αυτό τον τρόπο η φιλανθρωπία ευλογείται από τον Θεό και οι καρποί της αυξάνουν σε εκείνους που την επιλέγουν ως στάση ζωής σε καιρούς φτώχειας, ανέχειας και έντονης δοκιμασίας.
Η Εκκλησία μας, κινούμενη σ’ αυτή τη λογική, ασκεί το έργο της φιλανθρωπίας προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη και προστρέχουν στην βοήθειά της. Η Εκκλησία δεν διακρίνει την ποιότητα ή την ποσότητα της φιλανθρωπίας της, αναλόγως της εθνικής καταγωγής ή της θρησκευτικής παράδοσης, στην οποία ανήκει ο κάθε δοκιμαζόμενος άνθρωπος. Τα κριτήρια του έργου της δεν είναι ανθρώπινα, αλλά Θεϊκά. Δυστυχώς, όμως, αντί η στάση της αυτή να εκτιμηθεί και επαινεθεί, συχνά γίνεται αντικείμενο και στόχος έντονης κριτικής από φορείς και πρόσωπα με αντιστρόφως ανάλογες καταβολές, από εκείνους που αρνούνται κάθε επαφή και σχέση της Εκκλησίας με το θρησκευτικά διαφορετικό και αλλογενές, ακόμα και στο επίπεδο της κοινωνικής προσφοράς, ενώ οι ίδιοι προβάλλουν εντατικά τα εξωτερικά στοιχεία της δήθεν ευσέβειάς τους και από εκείνους που έχουν αναλάβει εργολαβικά το έργο της δήθεν αποκάθαρσης του τόπου από τα στοιχεία που αλλοιώνουν, κατά τη γνώμη τους, την κοινωνική μας «καθαρότητα» και ισορροπία, επενδύοντας σε καιροσκοπικά πολιτικά οφέλη.
Τους πρώτους η Εκκλησία μας ερωτά πού στηρίζουν Ευαγγελικά την ανάδελφη και αντορθόδοξη στάση τους, την στιγμή που ο Χριστός ζητεί επιτακτικά να στεκόμαστε με αγάπη στα προβλήματα όλων αδιακρίτως των ανθρώπων, συναντώντας στα πρόσωπά τους τον Ίδιο; Στους δεύτερους η Εκκλησία μας απαντά ότι ευθύνη του Κράτους και της υπεύθυνης Πολιτείας είναι να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να διαφυλάττουν την κοινωνική ειρήνη και συνοχή, στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας, ενώ χρέος της Εκκλησίας είναι να μένει έξω και μακριά από την πολιτική σπέκουλα, που συχνά γίνεται εις βάρος των καταφρονεμένων και καταπιεσμένων αυτού του κόσμου, απλώνοντας την μητρική της προστασία σε κάθε πονεμένο παιδί Της, το οποίο, είτε είναι λευκό είτε έγχρωμο, είτε ανήκει στην Χριστιανική παράδοση είτε όχι, είναι εικόνα του Θεού, απολύτως σεβαστή και ιερή.
Το έργο της φιλανθρωπίας, είναι υπόθεση ζωής για την Εκκλησία μας, ως Σώμα Χριστού, αλλά και για όλους εμάς που αποτελούμε τα ζωντανά μέλη αυτού του Σώματος. Η εποχή που ζούμε είναι δύσκολη, καθότι όλοι μας, λίγο ως πολύ, υφιστάμεθα τις συνέπειες της κρίσης και τα αποτελέσματα της οικονομικής εξαθλίωσης της πατρίδας μας. Αλλά, ακριβώς για τους λόγους αυτούς η κίνηση της φιλανθρωπίας μας προς τον κάθε αδελφό μας παίρνει μεγαλύτερη αξία και προκαλεί την ευαρέσκεια του Θεού. Προσοχή, όμως! Να μην έχει αυτή η κίνηση χαρακτηριστικά απλώς συναισθηματικά ή μόνον ηθικά ή συμπαθητικά. Δεν αρκεί αυτό. Οφείλει «να δηλώνει την αρχετυπική εικόνα του Θεού, ο Οποίος είναι αγάπη και ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους σε σταθερή δράση μέσα στον κόσμο…»2. Αυτή η φιλάνθρωπη στάση του Θεού απαιτεί να την μιμηθούμε όλοι και να την φανερώνουμε διαρκώς στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Αμήν.
Κυριακή Η΄ Λουκά, Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ι΄ 25-37 (12-11-2023)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αυτόν και λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από εκείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από εκείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: φρόντισέ τον, κι ότι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω. Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
Σαμαρειτικές ενατενίσεις
«Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»
Η ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη προσφέρεται ως μοναδική ευκαιρία για πλήρη αποδοχή της αγάπης του Θεού, την οποία καλείται να προσφέρει αδιάκοπα στους συνανθρώπους του. Στο θέμα ακριβώς αυτό εστιάζεται η σημερινή ευαγγελική περικοπή, η οποία αναφέρεται στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Μέσα απ’ αυτή την παραβολή δίνεται απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο πλησίον μας; Εγείρεται επίσης το ζήτημα πώς ο καθένας από εμάς γίνεται πλησίον για τον άλλο. Και αυτό, γιατί σε τελική ανάλυση στην προοπτική της αυθεντικής κοινωνίας αγάπης που σφυρηλατείται στην πραγματικότητα της Εκκλησίας όλοι οι άλλοι είναι πλησίον μας και αδελφοί μας και σαν τέτοιους θα πρέπει να τους αντικρίζουμε. Αυτό και αν συνιστά το πραγματικό περιεχόμενο της πολιπολιτισμικότητας που προβάλλεται σήμερα πολλές φορές σαν ένας όρος κενού περιεχομένου και ρηχών προσεγγίσεων.
Η στυγνή τυπολατρία
Αφορμή για την υπέροχη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη στάθηκε ο νομικός της σχετικής ευαγγελικής διήγησης, ο οποίος εμφανίστηκε να απορεί για την αιώνια ζωή και ειδικότερα πώς θα μπορούσε να γίνει κληρονόμος της. Νόμιζε ότι θα μπορούσε να το κατορθώσει με την τυπολατρική τήρηση των εντολών.
Ο οδοιπόρος της παραβολής έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι οποίοι τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο και γυμνό σε έρημο τόπο. Ένας ιερέας του Μωσαϊκού νόμου και του ναού του Σολομώντος εμφανίζεται πρώτος στη σκηνή. Είδε τον άνθρωπο στην τραγική κατάσταση που βρέθηκε, αλλά έσπευσε αμέσως να απομακρυνθεί, χωρίς να το βοηθήσει. Στη συνέχεια πέρασε ένας Λευίτης. Και αυτός λειτουργός του νόμου και του ναού. Τον αντίκρισε και αυτός μισοπεθαμένο και αντιπαρήλθε. Συνέχισε κανονικά το δρόμο του. Ο ιερέας και ο λευίτης επέλεξαν τη «θυσία» και τα «ολοκαυτώματα», δηλαδή τη στείρα τυπολατρία, αφού ο νόμος απαγόρευε στους λειτουργούς του ναού να έρχονται σε επαφή με τα νεκρά σώματα, για να μην μολυνθούν και να εκπληρώσουν έτσι «καθαροί» τα καθήκοντά τους.
Η δύναμη της αγάπης
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία στο όλο σκηνικό του τρίτου οδοιπόρου. Ένας Σαμαρείτης, που ήταν εθνικός και θρησκευτικός εχθρός των Ισραηλιτών είδε τον πληγωμένο άνθρωπο και δεν αδιαφόρησε όπως οι προηγούμενοι δύο. Παρά το γεγονός ότι ήταν Ιουδαίος δεν τον αντιπαρήλθε, δεν τον προσπέρασε με αδιαφορία. Τον πλησίασε, του έπλυνε τις πληγές με λάδι και κρασί, τις έδεσε, τον ανέβασε στο ζώο του και τον οδήγησε στο πανδοχείο. Φρόντισε μέχρι τέλους για την θεραπεία του πληγωμένου.
Όταν ο Χριστός ρώτησε το νομικό ποιος από τους τρεις έγινε πλησίον εκείνου του πληγωμένου ανθρώπου που έπεσε θύμα των ληστών, ο νομικός απάντησε: «Εκείνος που επέδειξε αγάπη, ενδιαφέρον, στοργή για τον πάσχοντα αδελφό του».
Η αγάπη του Θεού
Γνωρίζουμε ότι ο Χριστός φανέρωσε την αγάπη του Θεού – Πατέρα στη σταυρική του θυσία, η οποία σηματοδοτεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Απ’ εδώ πηγάζει και η συμβολική ερμηνεία της παραβολής: Ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτός που έπεσε στην ενέδρα των ληστών είναι ο άνθρωπος που κατασπαράσσεται από την αμαρτία, η οποία τον αφήνει εγκαταλειμμένο και «ημιθανή». Το πανδοχείο είναι η Εκκλησία που προβάλλει ως κιβωτός σωτηρίας και χώρος θεραπείας του ανθρώπου από το κακό και την αμαρτία. Το λάδι και το κρασί είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας. Τα δύο δηνάρια, με τα οποία ο Καλός Σαμαρείτης πλήρωσε το πανδοχείο, είναι η Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ο Καλός Σαμαρείτης, ο Ιησούς Χριστός, θα έλθει και πάλι κατά τη Δευτέρα Παρουσία για να κρίνει ζώντες και νεκρούς.
Σε μια εποχή κατά την οποία ο ατομικισμός έχει αναγορευθεί σε τρόπο ζωής, η απανθρωπιά κυριαρχεί σε όλα σχεδόν τα επίπεδα και η αδιαφορία προκύπτει σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου, η αγάπη αποτελεί σταθερά το μοναδικό κριτήριο για την γνησιότητα του ανθρώπου αλλά και της δυνατότητας του να καταστεί γνήσιος κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Η αγάπη είναι η ουσία της ζωής και το θεμέλιο της Εκκλησίας, η οποία κατά τον Άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο είναι ενότητα πίστης και αγάπης. Η πίστη και η αγάπη διδάσκουν ακριβώς τον άνθρωπο να αξιολογεί και να ιεραρχεί σωστά στη ζωή του τα υλικά αγαθά. Χαρακτηριστική είναι η διδαχή του αγίου Διάδοχου Φωτικής ότι η αγάπη είναι εκείνη που ενώνει την ψυχή με τις αρετές, αναζητώντας τον Θεό με τη νοερή αίσθηση.
Αγαπητοί αδελφοί, το μόνο μέγεθος που σώζει τον κόσμο είναι η αγάπη του Θεού, η οποία έχει απροσμέτρητο χαρακτήρα. Αυτή η αγάπη όμως απαιτεί έκφραση. Καλούμαστε, λοιπόν, να την εκφράζουμε καθημερινά, να την ακτινοβολούμε και να τη μετουσιώνουμε σε πράξη καθημερινής ζωής. Αυτό σημαίνει ότι η στροφή μας προς τον άλλο άνθρωπο δεν μπορεί να παραμένει μόνο σε κούφια λόγια αλλά να είναι έργο και πράξη, μια κίνηση που αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη του ανθρώπου. Είναι η κατανόηση μέσα στη καθημερινότητα, η αποδοχή, η συμφιλίωση, η ευγένεια, η καλοσύνη, η αμοιβαιότητα, αλλά και η δύναμη που μεταρσιώνει τον άνθρωπο στις κορυφογραμμές της πνευματικής ζωής. Αξίζει τον κόπο να αφήσουμε κι εμείς τον εαυτό μας να γίνει κοινωνός των μέγιστων αυτών εμπειριών. Γένοιτο.