Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου, Αποστολικό Ανάγνωσμα, Πραξ. 12:1-11
Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 12:1-11)
Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. Ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ. Καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ Πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. Ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. ῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει. Καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. Εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. Ἐποίησε δὲ οὕτω. Καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. Καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. Διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνη την εποχή, ο βασιλιάς Ηρώδης άρχισε το διωγμό εναντίον μερικών μελών της εκκλησίας. Πρώτα αποκεφάλισε τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη. Κι όταν είδε ότι αυτό άρεσε στους Ιουδαίους, αποφάσισε στη συνέχεια να συλλάβει και τον Πέτρο. Αυτό έγινε τις μέρες του Πάσχα. Τον συνέλαβε, λοιπόν, και τον έριξε στη φυλακή, κι έβαλε να τον φυλάνε διαδοχικά τέσσερις ομάδες από τέσσερις στρατιώτες στην κάθε μια, σκοπεύοντας να τον φέρει σε δημόσια δίκη μετά το Πάσχα. Ενώ ο Πέτρος όταν στη φυλακή, η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι’ αυτόν. Tη νύχτα που ο «Ηρώδης επρόκειτο να φέρει τον Πέτρο, εκείνος κοιμόταν ανάμεσα σε δύο στρατιώτες, δεμένος με δύο αλυσίδες, και δύο φύλακες μπροστά στην πόρτα φύλαγαν σκοπιά. Ξαφνικά φανερώθηκε ένας άγγελος Κυρίου κι ένα φως έλαμψε στο κελί. Ξύπνησε τον Πέτρο σκουντώντας τον στο πλευρό και του είπε: «Σήκω γρήγορα». Αμέσως έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του. Ο άγγελος συνέχισε: «βάλε τη ζώνη σου και τα σανδάλια σου». Ο Πέτρος το έκανε. Ύστερα του λεει ο άγγελος: «βάλε τα ιμάτιά σου κι ακολούθησε με». Ο Πέτρος βγήκε έξω και τον ακολουθούσε. Δεν καταλάβαινε ότι συνέβαιναν πραγματικά αυτά που γίνονταν μέσω του αγγέλου, αλλά νόμισε ότι έβλεπε όραμα. Πέρασαν την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη κι έφτασαν στην πύλη τη σιδερένια που βγάζει στην πόλη. Αυτή άνοιξε από μόνη της, και βγήκαν έξω. Πέρασαν ένα στενό, κι αμέσως ο άγγελος εξαφανίστηκε. Τότε ο Πέτρος συνήλθε και είπε: «Τώρα κατάλαβα πραγματικά ότι ο Κύριος έστειλε τον άγγελό του και με γλίτωσε από τα χέρια του Ηρώδη κι απ’ αυτό που οι Ιουδαίοι περίμεναν να πάθω!.
Κυριακή του Αντίπασχα (Του Θωμά), Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ιω. κ’ 19-31, (23-04-2023)
Πρωτότυπο Κείμενο
Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Την ίδια εκείνη μέρα, την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς». Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι». Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δε βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δε θα πιστέψω». Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε εσύ το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις και πίστεψε». Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου· μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!» Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο. Αυτά όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι’ αυτού τη ζωή.
Σχολιασμός
Διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας την παρούσα Ευαγγελική περικοπή ότι ο Θωμάς διακατέχεται από αισθήματα λύπης αλλά και αμφισβήτησης και φαίνεται να είναι πιο συγκλονισμένος με το δράμα ου Γολγοθά σε σχέση με τους υπόλοιπους μαθητές. Πολλά τα ερωτήματα που ταλαιπωρούν τον εσωτερικό κόσμο του Θωμά , όπως αφού ο Διδάσκαλος( Ιησούς Χριστός) ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε ασθενείς τώρα γιατί δεν είχε την δύναμη να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του; Η λύπη του Θωμά γινόταν ακόμα πιο μεγαλύτερη όταν άκουγε τους υπόλοιπους μαθητές να του διαβεβαιώνουν ότι την ημέρα της εγέρσεως εκ των νεκρών περί το απόγευμα της Κυριακής εμφανίστηκε ο Κύριος το υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και αφού τους χαιρέτησε δείχνοντας τους και τις τρύπες των καρφιών αλλά και τις πληγές του είχε φάει μαζί τους και τους έδωσε το ιδιαίτερο χάρισμα του Αγίου Πνεύματος να συγχωρούν αμαρτίες. Όταν τα έλεγαν όλα αυτά οι μαθητές έλαμπε το πρόσωπο τους από μεγάλη χαρά.
Όμως με όσα του είπαν οι υπόλοιποι μαθητές ο Θωμάς δεν ησύχασε και εξακολουθούσε να πλανιέται μέσα του το αίσθημα της απιστίας και της αμφιβολίας και να επαναλαμβάνει συνεχώς : «∙ εαν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω.». Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πολύ παρέμεινε σκοτισμένος στην απιστία του και βυθισμένος στην πικρία του.
Μετά από οκτώ ημέρες ο Αναστημένος Σωτήρας εμφανίζεται και πάλι. Παρόντες είναι όλοι οι μαθηταί και ο Θωμάς. «Έλα Θωμά. Φέρε τον δακτυλόν Σου εδώ. Και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι Σου και βάλε στην πλευρά μου και μην γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός»! Να η ώρα της σωτηρίας,της ομολογίας. Ο μαθητής συντετριμμένος, ταπεινωμένος μετά την έρευνα, σωριάστηκε μπροστά στα πόδια του Διδασκάλου και άφησε να βγουν από τα ευτυχισμένα στήθη του τούτα τα λόγια : «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου».
Βαθιά μέσα του ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος αλλά δύσπιστος. Γεμάτος τώρα εσωτερική ανακούφιση συγκίνηση και χαρά και χωρίς καν να αγγίξει τον αναστημένο Διδάσκαλο βροντοφώναξε «ο Κύριός μου και Θεός μου.» προσθέτοντας και ο Κύριος «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες.» . Πολύ μεγάλη η δύναμη αυτού του μακαρισμού όπου οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι χωρίς να απαιτούν να δουν μπροστά τους τον αναστημένο Χριστό θα πιστεύουν. Και ο συγκεκριμένος μακαρισμός κάνει αναφορά στα εκατομμύρια πιστών όπου έζησαν δια μέσου των αιώνων, που ζουν σήμερα και σε εκείνους που θα ζήσουν μέχρι την συντέλεια του κόσμου.
Η πίστη από την μέρα της εγέρσεως του Κυρίου και μετά κατά τον Αποστ. Παύλο είναι «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ ια’ 1). Είναι αυτά τα αγαθά του ουρανού τα οποία και ελπίζουμε. Ακλόνητες και τρανέ μαρτυρίες πίστεως είναι τα θαύματα, η διδασκαλία του Χριστού η λυτρωτική θυσία του και τα οποία είναι καταγραμμένα στα ιερά και θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής όπου και φυλάσσονται ως κόρη οφθαλμού στην ιερά παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα έλεγε κανείς μα αυτά δεν τα άκουσαν αλλά τα είδαν με τα ίδια τους τα μάτια οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και όμως δεν τον πίστεψαν και τον είχαν σταυρώσει. Είναι όμως πολύ απλή η εξήγηση αυτού του φαινομένου. Όταν είναι κανείς εγκλωβισμένος μέσα στα πάθη του και ακόμη περισσότερο μέσα στον εγωισμό και την μοχθηρία δεν αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του. Αυτό που χρειάζεται είναι καθαρότητα νου και αγνή διάθεση.
Ο μακαρισμός αυτός αφορά και όλους εμάς. Έχουμε σίγουρη την πίστη σε αυτούς που τον άκουσαν και τον είδαν. Και αυτή η πίστη επιβεβαιώνεται από την πληροφορία της συνειδήσεως μας , ώστε να μεταβάλλεται σε ακλόνητο βεβαιότητα.