Κυριακή Α΄ των Νηστειών (Tης Ορθοδοξίας), Αποστολικό Ανάγνωσμα: Εβρ. ια’ 24-26, 32-40 (05-03-2023)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν· μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾽Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν Προφητῶν· οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
Νεοελληνική Απόδοση
Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.
Εισαγωγικά
Η Εκκλησία έχει καθορίσει ώστε την Κυριακή της Ορθοδοξίας να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα, θέλοντας να προβάλει παραδείγματα ενώπιόν μας ανθρώπους που έκαναν πνευματικό αγώνα όπως μας καλεί κατ’ εξοχήν κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μας προτρέπει να γίνουμε μιμητές του προφήτη Μωυσή, ο οποίος για χάρη της αγάπης του Χριστού δε λογάριασε τις στερήσεις, τις κακουχίες και τις θλίψεις που θα αντιμετώπιζε τόσο για το όνομα του Χριστού, όσο και για το λαό του Θεού, ή ακόμα να μιμηθούμε το παράδειγμα εκείνων που έχουν υποστεί διωγμούς και θλίψεις και αναδείχθηκαν ένεκα της υπομονής και της αγιότητάς τους.
Οι θλίψεις, ο πόνος και δοκιμασίες στη ζωή μας
Η θλίψη, ο πόνος, ο θάνατος, η φθορά έχουν εισέλθει στη ζωή του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Πριν την πτώση οι πρωτόπλαστοι ευλογήθηκαν από το Θεό να κατακυριεύσουν τη γη, όμως μετά την πτώση και το προπατορικό αμαρτημα εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου ο πόνος, η θλίψη και ο θάνατος .Δηλαδή η θλίψη είναι συνέπεια της παραβάσεως και της παρακοής του θελήματος του Θεού. Η αμαρτία είναι αυτή που γέννησε τη θλίψη και προκάλεσε τον πόνο στον ανθρωπο. Όπως αναφέρεται στη Γένεση (3, 16-19) ο Θεός λέει στον Αδάμ: «Εν λύπαις φαγή αυτή πάσας τας ημέρας της ζωής σου» και απευθυνόμενος στην Εύα: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου». Αν προσέξουμε από τα λόγια του Θεού θα διαπιστώσουμε ότι τους αναφέρονται οι λέξεις λύπη και στεναγμός. Από εδώ λοιπόν προέρχονται οι θλίψεις στη ζωή των ανθρώπων, δηλαδή αιτία των θλίψεων δεν είναι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, δεν είναι ο νόμος του Θεού, αλλά η παρακοή στο θείο θέλημα. Αιτία λοιπόν των θλίψεων είναι η αμαρτία. Από τότε ο κάθένας μας καλείται να παλέψει μέσα στο πέλαγος των θλίψεων και των δοκιμασιών, αν και μερικές φορές καταποντίζεται και βουλιάζει μέσα σ΄ αυτές και άλλοτε αντιστέκεται και ελπίζει.
Ο ίδιος ο Κύριος μας αναφέρει ότι οι θλίψεις θα είναι μέσα στη ζωή μας «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Οι θλίψεις είναι κάτι αναπόφευκτο στη ζωή μας, γιατί η ζωή μας είναι ζυμωνένη με τις θλίψεις, είναι δηλαδή αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας. Υπάρχουν πολλών ειδών θλίψεις, αυτές οι οποίες οφείλονται σε εξωτερικές αιτίες και θλιψεις που ξεκινούν από μέσα μας, από το εσωτερικό του ανθρώπου. Ο απόστολος Παύλος διευκρινίζει ότι «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (Ρωμ. 2, 9). Πρόκειται για τις θλίψεις και τον πόνο που προέρχονται από τα πάθη, τις κακίες τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του ανθρώπου. Υπάρχουν αρρώστιες και θλίψεις κι άσχημες καταστάσεις που προέρχονται από τις αμαρτίες μας. Άμα αφαιρέσουμε την αμαρτία από τη ζωή μας, πολλές αρρώστιες θα εξαφανισθούν. Ο μέγας Βασίλειος λέει επιγραμματικά: «πολλοί από την απρόσεκτη ζωή τους έχουν μεγάλες ασθένειες και φθάσανε σε τέτοιο σημείο να μην καταλαβαίνουν πως είναι άρρωστοι». Από τη γαστριμαργία, τον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, την πορνεία κ.ά., επέρχονται στον άνθρωπο κακά είτε στον παρόντα χρόνο της ζωής του είτε, αν δεν μετανοήσει, ακόμα και στην μετά θάνατο ζωή.
Θλίψεις μπορεί να προκαλέσει κι ο διάβολος στη ζωή μας. «Ιδού γυνή πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ» (Λουκ. 13, 11), μας λέγει ο Κύριος για τη συγκύπτουσα. Σ’ αυτή τήν κατάσταση την είχε φέρει ο διάβολος «ην έδησεν ο Σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη». Ο διάβολος κατά παραχώρηση Θεού μπορεί να προκαλέσει θλίψεις και ασθένειες στον άνθρωπο, «διά την εκάστου δοκιμήν και τελείωσιν», δηλ. για να τελειοποιηθούμε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Εδώ είναι δυνατό να προσθέσουμε πως θλίψεις μπορεί να προκαλέσει ο Θεός, όταν δει τον άνθρωπο να υπερηφανεύεται και να είναι αλαζόνας. Προκειμένου να γλιτώσει τον αλαζόνα από αιώνια κακά, επιτρέπει την εισδοχή στη ζωή του πρόσκαιρων κακών, όπως π.χ. κάποια αποτυχία στα έργα του, τη μη αναγνώρισή του από τους άλλους ή και κάποια ασθένεια.
Χαρακτηριστικά αναφέρει για τη θλίψη ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε εν θλίψει εμνήσθημέν σου», δηλαδή η μνήμη του Θεού είναι αυτή που θα μας λυτρώσει από τη θλίψη. Στους πειρασμούς, τις θλίψεις, τους κινδύνους, τις στενοχώριες, να καταφεύγεις δια της προσευχής, προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια. Ολόκληρη η ζωή του δικαίου ανθρώπου είναι γεμάτη θλίψεις. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος λέει: Πιεζόμαστε με κάθε τρόπο, θλιβόμαστε παντού και πάντοτε, σε κάθε περίσταση (Β’ Κορ. 4, 8). Ο ίδιος Απόστολος λέει ότι πρέπει να υποστούμε πολλές θλίψεις για να εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού (Πράξ. 14, 22). Το βέβαιο είναι πως ο Θεός σώζει τους αγίους Του από τη θλίψη. Τους σώζει όχι αφήνοντάς τους χωρίς δοκιμασίες, αλλά με το να τους χαρίζει υπομονή. Διότι εάν η θλίψη παράγει σαν τέλειο έργο της την υπομονή και η υπομονή παράγει σαν καρπό τη δοκιμασμένη και τέλεια αρετή (Ρωμ. 5, 3-4), εκείνος που αφαιρεί τη θλίψη, στερεί τον εαυτό του από τη δοκιμασία. Κατά το Μέγα Βασίλειο, όπως κανείς αγωνιστής δεν στεφανώνεται χωρίς να υπάρχει ανταγωνιστής, έτσι και κανείς δεν μπορεί να αποδειχθεί δόκιμος, κανείς δεν μπορεί να κριθεί ικανός, άξιος, δοκιμασμένος, παρά μόνο με τις θλίψεις. Οι θλίψεις και οι δοκιμασίες είναι το σχολείο μέσα από το οποίο ο Χριστιανός μαθαίνει την υπακοή και σφυρηλατείται ο χαρακτήρας του.
Ο σκοπός των θλίψεων στη ζωή μας έχει παιδαγωγική αξία, όπως αναφέρει ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε, εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν», δηλαδή Κύριε με μικρές θλίψεις μας παιδαγωγείς για να μας οδηγήσεις στη σωτηρία της ψυχής. Για το λόγo αυτό ο ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τον Θεό με τον κιθαρωδό, «ο κιθαρωδός ούτε τεντώνει τη χορδή πολύ, για να μην τη σπάσει, ούτε πάλι τη χαλαρώνει περισσότερο από το κανονικό, για να μη χαλάσει η συμφωνία της αρμονίας του άσματος. Αυτό κάνει και ο Θεός. Ούτε μας αφήνει σε διαρκή άνεση, ούτε σε πολυχρόνια θλίψη, αλλά κατά τη σύνεση Αυτού κανονίζει τη συμμετοχή μας και στα δύο. Δεν μας αφήνει δηλαδή να είμαστε σε διαρκή άνεση, για να μη γίνουμε αμελέστεροι, ούτε πάλι σε συνεχή θλιψη, για να μην καταπέσουμε ψυχικά και απελπισθούμε». Δηλαδή η θλίψη λειτουργεί σαν σήμαντρο της ψυχής, το οποίο την ξυπνά από το λήθαργο της αμαρτίας, γιατί χωρίς θλίψεις και δοκιμασίες υπάρχει ο κίνδυνος ο άνθρωπος να παραμείνει προσκολλημένος στις επίγειες ηδονές. Η θλίψη λοιπόν ξεσκεπάζει τη σωματική αδυναμία μας και απογυμνώνει την πνευματική μας φτώχεια, ότι χωρίς τη βοήθεια του Θεού δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα.
Ο Μέγας Βασίλειος θέλοντας να τονίσει τη σημασία των δικιμασίων στη ζωή των ανθρώπων αναφέρει «Τον κυβερενήτη του πλοίου δοκιμάζει ο χειμώνας, τον αθλητή το στάδιο, τον στρατηγό η παράταξη, τον μεγαλόψυχο η συμφορά και τον Χριστιανό ο πειρασμός. Και οι λύπες δοκιμάζουν την ψυχή, όπως η φωτιά το χρυσάφι».
Εξ ἀλλου, όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα που αναφέρονται στο αποστολικό ανάγνωσμα και στο σύνολο της Αγίας Γραφής, οι θλίψεις τελικά εξυπηρετούν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Ο Μωϋσής υπέστη θλίψεις και έγινε ο ελευθερωτής του Ισραήλ από τη δουλεία. Ο Ιώβ υπέστη θλίψεις και δοκιμασίες για να προεικονίσει τον Μεσσία και τις θλίψεις που θα υφίστατο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπέστη το σταυρικό Θάνατο για να μας προσφέρει τη σωτηρία και τη λύτρωση. Οι άγιοι Μάρτυρες υφίσταντο τους διωγμούς και το μαρτυρικό θάνατο και αναδείχθηκαν για την πίστη και την αγιότητά τους. Επομένως, δεν πρέπει να περιορίσουμε τον ορίζοντα των δικών μας θλίψεων μόνο στη στιγμή που συμβαίνουν, αλλά πρέπει να αναζητούμε το θέλημα του Θεού και το μήνυμα που θέλει να μας δώσει μέσα από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες της ζωής μας. Το έσχατο σημείο που πρέπει να έχουμε κατά νουν είναι η Βασιλεία του Θεού της οποίας θέλει ο Θεός να μας καταστήσει μετόχους.
Οι θλίψεις και οι πειρασμοί βοηθούν την ψυχή να καλλιεργηθεί και να λάμψει σαν το χρυσάφι που το καθαρίζει η φωτιά από τη σκουριά. Ο πιστός που δοκιμάζεται με θλίψεις και αντέχει γίνεται δυνατός και ρωμαλέος. Η ψυχή του ομορφαίνει και αγιάζεται. Κατά τον Ιώβ «ει τα αγαθά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσομεν;» Αν δεχθήκαμε ευχαρίστως τα αγαθά από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υποφέρουμε και τα κακά που ο Κύριος μας στέλνει; (Ιώβ 2, 10). Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε «Διά πολλών θλίψεων δεί ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. 14, 22).
Πώς αντιμετωπίζονται οι θλίψεις;
Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη που να μην έχει περάσει κάποια θλιψη στη ζωή του. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μην άφησουμε περιθώρια στο διάβολο να εκμεταλλευτεί αυτή μας την κατάσταση, με αποτέλεσμα αντί να έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη θλίψη να οδηγηθούμε στην κατάθλιψη. Στην εκκλησιαστική γλώσσα υπάρχουν κάποια δυνατά πνευματικά όπλα, τα οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε για να μπορέσουμε να βγούμε νικητές μέσα από τις δοκιμασίες και τις θλίψεις. Πρώτα πρέπει να έχουμε μεγάλη πίστη, ούτως ώστε να μη διστάζουμε να αντιμετωπίσουμε τις δοκιμασίες και τις θλίψεις μας. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου μας προς τους μαθητές Του «Ολιγόπιστε! Εις τι εδίστασας» (Ματθ. 14, 31), «Τι δειλοί εστε, ολιγόπιστοι;». Ο Κύριος δε μας θέλει φοβισμένους και δειλούς ακόμα και όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σκληρές δοκιμασίες. Θέλει να είμαστε δυνατοί και να έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι θα μας προσφέρει τη βοήθειά Του. Δηλαδή βάλσαμο στις θλίψεις μας είναι η μεγάλη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Θεού, ο οποίος βλέπει και ρυθμίζει τα περιστατικά της ζωής κάθε ανθρώπου ανάλογα με τις δυνατότητες του, χωρίς βέβαια να είναι τόσα που θα του στερήσουν την ουράνιο βασιλεία.
Ακόμη και ο ‘Αγιος Νεκτάριος ζητά από τους ανθρώπους να μη είναι άπιστοι, αλλά να εμπιστεύονται τη ζωή τους στον Θεό. «Μη λιγοψυχείτε και μη δειλιάζετε! Εμπιστευθείτε το Θεό και θα σας οδηγήσει στην ανάπαυση. Αυτός παρακολουθεί όσους υπομένουν τις θλίψεις για τη δική του αγάπη». Κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγος: «Η εις Χριστόν πίστις εστίν, το καρτερήσαι και το υπομείναι πάντα πειρασμόν, εν λύπαις και θλίψεσιν και συμφοραίς, έως αν θελήση και επισκέψηται υμάς ο Θεός».
Έπειτα είναι η υπομονή. Πρέπει ο πιστός να δει τη θλίψη ως «παιδεία Κυρίου», δηλαδή ως παιδαγωγικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιεί η σοφία και η αγάπη του Θεού για τον πνευματικό μας καταρτισμό. Όπως μας αναφέρει ο απόστολος Ιάκωβος «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν» (Ιακ. 1, 12). Η υπομονή είναι ύψιστη αρετή, με την οποία ο πιστός οχυρώνεται πνευματικά, για να αμυνθεί στις μεθοδείες και τα τεχνάσματα του διαβόλου που προσπαθεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κατάθλιψη και την απελπισία. Με την υπομονή η ψυχή γίνεται δυνατή και δέχεται τον πόνο όχι ως τιμωρία αλλά ως επίσκεψη του Θεού, ειναι αυτή που δεν αφήνει τη θλίψη να συσκοτίσει το νου με την απελπισία και την απαισιοδοξία, αλλά διατηρεί ξύπνια την ελπίδα και τη βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Δηλαδή βλέπει τη θλίψη σαν πολύτιμο φάρμακο, που θεραπεύει την ασθένεια της αμαρτίας και εξαγνίζει την ψυχή. Ακόμη και ο απόστολος Παύλος αναφέρει για τη θλίψη του κάθε ανθρώπου και τον παροτρύνει να έχει υπομονή «Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» (Ρωμ. 5, 3) και «Υπομονής έχετε χρείαν» (Εβρ. 10, 36).
Το δυνατότερο όπλο για να αντιμετωπίσει ο κάθε Χριστιανός τη θλίψη είναι η προσευχή. Ακόμη και ο ίδιος ο Κύριος λίγο πριν τη σταυρική Του θυσία γονάτισε και προσευχήθηκε και παρακάλεσε το Θεό να σηκώσει τη θλίψη της σταυρικής Του θυσίας «Και έπεσεν επί πρόσωπον επί της γης, και προσηύχετο ίνα, ει δυνατόν εστι, παρέλθη απ’ αυτού η ώρα» (Μαρκ. 14, 35). Εάν ο ίδιος ο Κύριος αισθάνθηκε την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον Πατέρα Θεό την ώρα της μεγαλύτερης δοκιμασίας Του, πόσο περισσότερο θα πρέπει να το αισθάνεται ο πιστός. Ο ίδιος ο Θεός προτρέπει τον πιστο να προσευχηθεί κατά την ώρα της δοκιμασίας, και αυτό φαίνεται με τη φωνή του ψαλμωδού: «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλιψεως και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (Ψαλμ. 49, 15). Η ανταπόκριση του πιστού προς τον Θεό πρέπει να είναι ανάλογη: «Και εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον Κύριον» (Ψαλμ. 17, 7) και «ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεώς μου» (Ψαλμ. 58, 17) και «Μη αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών» (Ψαλμ. 21, 12).
Τη μεγάλη δύναμη της προσευχής σε περιπτώσεις θλίψεων περιγράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Η προσευχή είναι το λιμάνι αυτών που ταλαιπωρούνται στις τρυκιμίες των θλίψεων. Είναι η άγκυρα ασφαλείας αυτών που κλυδωνίζονται στη θάλασσα του βίου, ραβδί που υποστηρίζει αυτούς που κλονίζονται. Η προσευχή είναι το καταφύγιο σε κάθε λύπη, βάση χαράς, μέσο διαρκούς ευχαριστήσεως, μητέρα πνευματικής ζωής, της εν Χριστώ ζωής».
Ο άνθρωπος που θλίβεται και πιέζεται από το βάρος της δοκιμασίας, αισθάνεται την ανάγκη να ανακοινώσει στους δικούς του τη θλίψη του. Αν εμπιστεύεται τη θλίψη του σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, πόσο πρέπει να το κάνει στον εκπρόσωπο του Θεού, στον πνευματικό του πατέρα, που είναι ο κατεξοχήν παρηγορητής και οδηγός της ψυχής; Αφού εκμυστηρευθεί τον πόνο και τη θλίψη του θα πάρει τα κατάλληλα πνευματικά εφόδια και συμβουλές, ούτως ώστε να οχυρωθεί πνευματικά, για να μην αφήσει ανοικτό παράθυρο, το οποίο μπορεί να εκμεταλλευθεί ο διάβολος κατά την ώρα της δοκιμασίας και να το κατατροπώσει, οδηγώντας τον στην απιστία, στην εγκατάλειψη του Θεού και την απελπισία. Αφού εξομολογηθεί τις ανομίες και τις θλιψεις του, πρέπει να δεχτεί μέσα του το Χριστό, να μεταλάβει δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, που είναι γαι τον κάθε πιστό «νόσων πολυτρόπων αλεξητήριον», αφου διώχνει μακρυά κάθε ψυχική και σωματική νόσο. Η Θεία Κοινωνία δίνει στο Χριστιανό δυνάμεις σωματικές και ψυχικές, για να αντέξει στη δοκιμασία και να βγει τελικά νικητής από αυτή.
Εν κατακλείδι κάθε πιστός για να μη πέσει στην παγίδα του διαβόλου και εγκλωβιστεί μέσα στον πόνο και τις θλίψεις του, πρέπει να εκκλησίαζεται, να κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων του Κυρίου και τέλος να εμπιστεύεται τη ζωή του στο Θεό. «Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα» (Ψαλμ. 45, 2).
Κυριακή Α΄ των Νηστειών (Tης Ορθοδοξίας), Ευαγγελικό Aνάγνωσμα: Ιω. α΄ 44 – 52 (05-03-2023)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαῑδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὅν ἔγραψε Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ Προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν, καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν μὲ γινώσκεις; Ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν, εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ῥαββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας, καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε το Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανήγγειλε ο Μωυσής στο νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε· είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει τίποτα καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι΄ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από πού με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ΄ρθείς, σε είδα που ήσουν κάτω απ΄ τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι΄ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ΄ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι σύντομα θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός, και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου».
Σχολιασμός
Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, η Εκκλησία γιορτάζει «τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας της», την φανέρωση της αλήθειας για τον Θεό και τον άνθρωπο, για την ορθή πίστη και ζωή. Μνημονεύει τους αγώνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων και μας χειραγωγεί στα βιώματα των αγίων Πατέρων, εκείνα που όταν διατυπώθηκαν σε δόγματα και κανόνες «την εκκλησίαν εστήριζαν». Θυμάται επίσης το ιστορικό γεγονός της αναστήλωσης των ιερών εικόνων, διακηρύσσοντας με το τρόπο αυτό την αυτοσυνείδησή της ότι, δια μέσω του απεικονιζόμενου αγίου προσώπου εκφράζει ο άνθρωπος το περιεχόμενο της καρδίας του και δεν είναι εικονολάτρης, αποδίδοντας λατρεία στο ξύλο. Η σημασία της ορθής πίστης ως τον θεμέλιο λίθο της χριστιανικής ύπαρξης, τονίζεται στο Ευαγγέλιο από τον ίδιο το Χριστό. Όταν ρώτησε τους μαθητές του «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», ο Απόστολος Πέτρος του απάντησε «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή, με τα λόγια «Μακάριος ει Σίμων…συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…» (Μτθ ιστ΄,17-18). Θεμέλιος λίθος λοιπόν στον οποίο η Εκκλησία οικοδομείται, είναι στην «πέτρα» της πίστης των θεϊκών λόγων του Χριστού και γενικότερα η θεία του φύση[1].
Το περιστατικό της σημερινής περικοπής, είναι παρμένο από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, και κάνει λόγο για το βίωμα της προσωπικής συνάντησης του κάθε ανθρώπου με το Χριστό. Αναφέρεται στη εκλογή και κλήση από το Χριστό των Αποστόλων Φιλίππου και Ναθαναήλ, που θ’ αποτελέσουν μαζί με τους υπόλοιπους δέκα το βασικό πυρήνα για την ίδρυση της Εκκλησίας. Είχε προηγηθεί το κάλεσμα του Χριστού προς τον Ανδρέα και τον Πέτρο (Ιω. στ΄ 35-43). Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελίου, οι Ανδρέας, Πέτρος και Φίλιππος κατάγονται από την ίδια κωμόπολη, την Βησθαϊδά. Εκτός από το όνομα του Φιλίππου, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν μας δίνει άλλα στοιχεία της προσωπικότητας του, ούτε μας περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες της συνάντησης του με το Χριστό. Δεν αποκλείεται ο Φίλιππος να ήταν και αυτός ψαράς και γνωστός στους τρεις συγχωριανούς του. Καθώς σαν ομότεχνοι επαγγελματίες έριχναν τα δίχτυα στη λίμνη τις νύχτες, συχνά αλληλοβοηθούμενοι, σίγουρα θα είχαν κάποιες ευκαιρίες για συνομιλίες και συνεργασία μεταξύ τους. Ο Ιησούς Χριστός φυσικά «δεν είχε ανάγκη κάποιον να του δώσει πληροφορίες για τους ανθρώπους, διότι ο ίδιος γνώριζε τι υπάρχει μέσα στους ανθρώπους» (Ιω β΄25).
Ο Φίλιππος, μόλις πήρε αυτή τη θεία πρόσκληση του Κυρίου, χωρίς να αναβάλει ούτε μια στιγμή, τον ακολουθεί με ιερό και θαυμαστό ζήλο. Αξιοπρόσεκτη όμως είναι η αυθόρμητη κίνηση του, να μεταγγίσει την πίστη του και τη χαρά της πιο πάνω συνάντησης, στο εκλεκτό του φίλο Ναθαναήλ. Παραλείπει να του πει οτιδήποτε άλλο, και μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα αναφωνώντας: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν…». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βλέπεις πόσο επιμελημένη σκέψη είχε (ο Φίλιππος) και πόσο συχνά μελετούσε τα γραπτά του Μωυσή και περίμενε την έλευση του Χριστού; Διότι το «ευρήκαμεν» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος πάντοτε ζητεί»[2].
Ο Ναθαναήλ ήταν πιστός και αγαθός Ισραηλίτης, εγκρατέστερος στη μελέτη των Γραφών, αλλά δεν είχε μέσα του πονηριά. Είχε όμως τις δικές του αντιρρήσεις, που ξεκινούσαν από την γνώση των ιουδαϊκών παραδόσεων, οι οποίες έλεγαν πως, είτε θα είναι άγνωστη στους ανθρώπους η καταγωγή του Μεσσία, είτε εκείνος θα ήταν από την Βηθλεέμ κατά τον προφήτη Μιχαία. Στηριγμένος στη λογική του και τις πληροφορίες που έχει για τους ανθρώπους της Ναζαρέτ, αφού εκεί ζούσαν πολλοί εθνικοί, του απαντά: «Από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να προέρχεται κάτι καλό;».
Ο Φίλιππος αδυνατεί με λόγια να πείσει το φίλο του, δεν έχει άλλο πιο δυνατό επιχείρημα, παρά μόνο την προσωπική γνωριμία με τον Χριστό. Αυτό το νόημα έχει και ο λόγος που του απευθύνει, «Έρχου και ίδε». Ο Ναθαναήλ, έχοντας μεγάλη προσδοκία για την έλευση του Μεσσία, ακολουθεί αμέσως το Φίλιππο και πηγαίνουν προς τον Ιησού. Πριν καλά καλά φτάσουν κοντά του, ο Κύριος απευθύνεται προς αυτόν και τον εγκωμιάζει «Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει πονηρία και ανειλικρίνεια, αλλά ο οποίος με ευθύτητα ποθεί να βρει την αλήθεια. Οι θαυμαστές αυτές αποκαλύψεις που του έκανε ο Ιησούς σχετικά με την προσωπικότητα και τη ζωή του, καθώς και η αποκάλυψη ότι βρισκόταν κάτω από τη συκιά, η οποία συκιά για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, συμβόλιζε το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού, ήταν αρκετές για να πιστεύει και ομολογήσει την θεότητα του Χριστού και ότι αυτός που βρίσκεται μπροστά του είναι πράγματι ο Μεσσίας.
Η ευαγγελική περικοπή τελειώνει με μια προαγγελία του Κυρίου για όσα είχαν να δουν οι μαθητές κοντά του. Τονίζει την πηγή της εξουσίας και της δύναμής του, όταν λέει στο Ναθαναήλ ότι θα δεις «μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά» που είδες σήμερα, και όταν λέει στους μαθητές ότι σύντομα θα δουν τον ουρανό ανοιγμένο και «τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου». Μιλά εδώ για τον εαυτό του. Άγγελοι Τον διακονούν μετά τη νηστεία και τη νίκη Του κατά του Διαβόλου (Ματθ. δ΄, 11), Άγγελοι Τον ενισχύουν στη Γεθσημανή (Λουκ. κβ΄, 43), Άγγελοι παρίστανται στην Ανάστασή Του (Ιω. κ΄, 12) και Άγγελοι υπηρετούν στην Ανάληψή Του (Πρ. α΄, 10), αλλά την ίδια στιγμή υπαινίσσεται και τον Ιακώβ, ο οποίος είδε κάποτε σε όνειρο μια κλίμακα εκτεινόμενη από τη γη ως τον ουρανό, και αγγέλους να την ανεβαίνουν και να την κατεβαίνουν φέρνοντας σε επαφή τους δύο κόσμους (Γέν. κη΄, 12).
Η σημερινή Κυριακή μας δίνει εκείνες τις κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε στη ζωή μας για να μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Ο ενθουσιασμός των Αποστόλων δεν ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης ή αγνής διάθεσης, αλλά είχε τα στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστης, ομολογίας την οποία κρατάει η Εκκλησία αιώνες τώρα ως θησαυρό στα χέρια της. Ο Χριστός φανερώνει την αγάπη του σε όλους μας και μας καλεί να γίνουμε μέτοχοι της βασιλείας του. Η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη ή επιλογή κανενός, άλλα φιλότιμη ανταπόκριση στο θεϊκό αυτό κάλεσμα. Αυτή την ίδια εμπειρία καλούμαστε να έχουμε και εμείς, μέσα από τη συνειδητή ζωή μας, τη συμμετοχή μας στα μυστήρια, μελετώντας τη Αγία Γραφή και τα διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα που εκδίδει η κατά τόπους Εκκλησία προς το πλήρωμα της. Πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα πολεμούν την Ορθόδοξη ταυτότητα μας, αλλά δεν θα καταφέρουν ποτέ να μας υποτάξουν γιατί είναι πάντοτε παρών η κεφαλή της Εκκλησίας ο Ιησούς Χριστός, ο «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η πρόσκληση προς τον Ναθαναήλ, απευθύνεται και στον καθένα από μας: «Έρχου και ίδε» .
[1] Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον.
[2] Ι. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ομιλία Κ΄.