Tην Κυριακή, 27 Νοεμβρίου 2022, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, κατόπιν αδείας και ευλογίας του Γέροντός του Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας, χοροστάτησε κατά τη διάρκεια του Όρθρου και προέστη της Θείας Λειτουργίας, στον Ιερό Ναό Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου (Μετόχιο Κύκκου) στην Λευκωσία.
Tον θείο λόγο κήρυξε ο Μητροπολίτης Ταμασού, ο οποίος σχολίασε εκτενώς την Ευαγγελική περικοπή του πλούσιου νέου. Στο τέλος, ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας, για την ευλογία τέλεσης της Θείας Λειτουργίας.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ ΛΟΥΚΑ
Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΝΕΑΝΙΣΚΟΣ
(Λουκ. ιη’ 18-27)
«Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»
Ένας, Πανιερώτατε Μητροπολίτα Κύκκου και Τηλλυρίας και πολυσέβαστέ μου Γέροντα κ. Νικηφόρε, Πατέρες και Αδελφοί, άνθρωπος, κατά την ευαγγελική διήγηση, πλησιάζει τον Χριστό.
Δεν είναι άσημος. Είναι επίσημο πρόσωπο, αφού τυγχάνει να είναι άρχοντας της Συναγωγής των Ιουδαίων. Τα κίνητρά του, όπως φαίνεται από την όλη περικοπή, είναι ειλικρινή. Τον απασχολεί το ζήτημα της μετά θάνατον κατάστασης και ζωής.
Έτσι, υποβάλλει στον Χριστό το καίριο και κύριο ερώτημα: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Και ο Κύριος τού απαντά, κατ’ αρχήν, διορθώνοντάς τον, ότι, με βάση τον Μωσαϊκό Νόμο, αγαθός είναι μόνο ο Θεός, εκτός και αν θεωρεί τον Χριστό, αποκαλώντας τον αγαθό, ότι είναι ο Θεός.
Ωστόσο, ο Κύριος δεν μένει σε αυτό. Προχωρεί και επεκτείνει τον λόγο του στις θεόσδοτες διατάξεις του Δεκαλόγου. Απαριθμεί τις Εντολές, «μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου».
Οπότε, έμπλεος ανακούφισης και ικανοποίησης, ο άρχοντας βλέπει να επιβεβαιώνεται και να επικυρώνεται η συμφωνία της ζωής του με τον θείο νόμο. Και, ασφαλώς, αναμένει από τον
Χριστό την απάντηση, ότι είναι πλέον και δικαιωματικά κληρονόμος της αιώνιας ζωής.
Αλλά αυτή την ευφορία της στιγμιαίας αυτοδικαίωσής του έρχεται να φυγαδεύσει και να διασκεδάσει η απάντηση ή, μάλλον, η έμμεση επερώτηση του Χριστού. Και ποια είναι αυτή; Την παραθέτει ο Ευαγγελιστής, ως εξής: «Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι».
Κεραυνός εν αιθρία, θα λέγαμε, για τον πλούσιο η πρόταση και, ταυτόχρονα, η πρόκληση αυτή του Χριστού. Ήταν, προφανώς, η πρώτη, αλλά και η τελευταία συναπάντησή του με τον θείο Διδάσκαλο. Αλλά ο Χριστός, ως «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. ζ΄10), γνώριζε πολύ καλά τα του προσώπου και της όλης βιωτής του ανθρώπου τούτου. Έτσι, ενώ διείδε τις αγαθές προθέσεις του, ταυτόχρονα, διέγνωσε και το κράτος της μεγάλης αδυναμίας του.
Και ποια ήταν αυτή; Ο άρχοντας της Συναγωγής κατόρθωσε να συγκεράσει δύο, δυστυχώς, ασυμβίβαστα μεγέθη: Το ένα, το των θείων πραγμάτων κεφάλαιο και το άλλο, το κράτος των
εγκοσμίων ζητημάτων. Και θεωρούσε, ότι και τα δύο μπορούσαν να συλλειτουργήσουν. Και με αυτή την άμικτη μείξη, ανέπαυε τη ζωή του και μπορούσε, όπως νόμιζε, να διεκδικεί τα αγαθά της
αιώνιας Βασιλείας.
Γι’ αυτό και, για να τον συνεφέρει το Χριστός και να του καταδείξει το ασυμβίβαστο της θεοτικής ζωής και του πλούτου και ότι, ακόμη, ο άνθρωπος «ου δύναται Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματθ. στ΄24), του προβάλλει αυτή την, εκ πρώτης όψεως, πρόκληση και πρόκριση: Όλα, όσα έχει, να τα εκποιήσει και τα χρήματα, τα οποία θα αποκομίσει, να τα δώσει στους φτωχούς και, έτσι, θα κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών. Οπότε, όντας σ’ αυτή την πτωχεία, τότε θα μπορούσε να γίνει μαθητής του Χριστού και να τον ακολουθήσει.
Και το κατάλαβε αυτό πολύ καλά ο άρχοντας της Συναγωγής και πλούσιος σφόδρα. Πώς μπορούσε, όμως, να προχωρήσει σε αυτή την ενέργεια και πώς μπορούσε, από πλούσιος, να μεταβληθεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, σε πάμπτωχο; Από μπροστά του, εκείνη τη στιγμή, παρέλασε το αμύθητο
του πλούτου και της περιουσίας του. Ο κατέχων πολλά, να καταστεί ως μη έχων τίποτα. Αυτό του ήταν αδύνατο να το αποδεχθεί, αλλά και να το εκπληρώσει.
Γι’ αυτό και με εμφανή τη δυσαρέσκειά του, αλλά και χωρίς να πει οτιδήποτε, σημειώνει ο Ευαγγελιστής, «περίλυπος εγένετο· ην γαρ πλούσιος σφόδρα».
Έτσι εγκαταλείπει το Χριστό και απορρίπτει, αναμφίβολα, την πρόσκλησή του.
Και, ακριβώς, σε αυτό το σημείο, θέλουμε να σταθούμε και να εμβαθύνουμε. Και, κατ’ αρχήν, θέτουμε το ερώτημα: Ήταν, μήπως, υπερβολικός ο λόγος αυτός του Χριστού; Και ποιος από εμάς, όντας όμοιος με τον άρχοντα πλούσιο, θα προέβαινε σε αυτή την ενέργεια; Καθότι, αναμφίβολα, όσοι πιστεύουμε στην πραγματικότητα της άλλης ζωής, μας ενδιαφέρει η κληρονομία της Βασιλείας του Θεού. Θα πρέπει, δηλαδή και εμείς να εκποιήσουμε τη μικρή ή τη μεγάλη περιουσία, που έχουμε,
προκειμένου να κερδίσουμε την αιώνια ζωή; Και, αν δεν τον κάνουμε αυτό, τότε έχουμε αποτύχει;
Κατά την προσέγγιση των κυριακών αυτών λόγων, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ερμηνεύοντάς τους, λένε, ότι με κανένα τρόπο δεν εννοείται έτσι η θεία διδασκαλία. Είναι μετεπικοινωνιακός ο λόγος αυτός του Χριστού, για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη παιδαγωγική ορολογία.
Και εννοεί και διαμηνύει εδώ ο Χριστός, να εξετάζουμε τον εαυτό μας, ως προς το ποια είναι η σχέση μας και η δέσμευσή μας με τα πράγματα του κόσμου τούτου. Ποιες είναι οι επιλογές και οι
προτεραιότητές μας. Πιο απλά, να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα, ποιος είναι ο πραγματικός θησαυρός της καρδίας μας και πού είναι δοσμένη η καρδία μας.
Ο άρχοντας πλούσιος είδε και συνέδεσε τη ζωή του περισσότερο με το σχήμα του κόσμου τούτου και άφησε κάποιο περιθώριο, όπως νόμιζε, μιας ανεκτής θρησκευτικής ζωής, επίπλαστης, η οποία, όμως, δεν έπρεπε να τον παρεμποδίζει και να τον ενοχλεί στην απόκτηση και αύξηση των εγκόσμιων
θησαυρισμάτων.
Κατά τον Μέγα Βασίλειο, για τον πλούσιο, «καλός μεν ο θείος λόγος, αλλά κάλλιον αυτού ο χρυσός».
Έτσι, παρονομαστής της ζωής του ήταν ο Θεός και αριθμητής ήταν ο πλούτος.
Επί του προκειμένου, όμως, η πρόταση του Χριστού, όσο και αν φαίνεται υπερβολική, ως αντάλλαγμα του επίγειου πλούτου με τον ουρανό, είναι ασύγκριτα μεγάλη και σε μέγεθος και σε διάρκεια. Ναι, ποιος αμφιβάλλει για το πρόσκαιρο των ανθρωπίνων πραγμάτων και, μάλιστα, του πλούτου; «Παράγει (παρέρχεται) το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. ζ΄31).
Κάποια στιγμή ο κάθε πλούσιος, όπως και ο άρχοντας της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, με την αναχώρησή του εκ του κόσμου τούτου, χάνει και τους θησαυρούς του, αλλά και την
εξουσία του.
«Γυμνός εξήλθον εκ της κοιλίας της μητρός μου, γυμνός και εις την γην απελεύσομαι» (Ιώβ α΄21), θα διαλαλήσει ο πολύπαθος, αλλά φιλόθεος Ιώβ.
Επομένως, τι θα έχανε ο πλούσιος, αν ακολουθούσε τον Χριστό; Εξάπαντος θα κέρδιζε. Ο Χριστός τού πρόσφερε μια θέση τιμητική, ανάμεσα στον κύκλο των Μαθητών του. Ανάλογη προσφορά έκανε και στους Μαθητές του κάποτε, όπως και στον τελώνη Ματθαίο. Και αυτοί αφήκαν τα πάντα και τον
ακολούθησαν. Τελικά έχασαν ή κέρδισαν; Από ανώνυμοι που ήταν, απέβηκαν, διαχρονικά, επώνυμοι, από άσημοι, έγιναν διάσημοι και από γήινοι, εξυψώθηκαν και έγιναν ουράνιοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, κατά το αψευδές του Κυρίου στόμα, κατά την παλιγγενεσία του, «εκατονταπλασίονα λήψονται» (Ματθ. ιθ΄ 28-29).
Ναι, αδελφοί μου, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, αυτά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9). Η δόξα και ο πλούτος της αιώνιας ζωής αναμένει τους γνήσιους μαθητές του Χριστού. Αυτούς, οι οποίοι δεν ανταλλάζουν τη μαθητεία κοντά στον Χριστό με τους πρόσκαιρους θησαυρούς του κόσμου τούτου.
Αυτό είναι το μήνυμα, το οποίο ο Κύριος και Θεός μας διαδηλώνει στον καθένα από εμάς. Είμαστε, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, όχι πολίτες του κόσμου τούτου, αλλά οδίτες. Είναι πανδοχείον ο παρών κόσμος. Οπότε, προς τα άνω, τη μόνιμη πατρίδα μας, πρέπει να προσβλέπουμε. «Ου γαρ έχομεν ώδε
μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ΄ 14).
Προς αυτήν, λοιπόν, την ποθεινή πατρίδα, Πανιερώτατε Πάτερ και Δέσποτα, εύχεστε και να προσβλέπουμε και να εργαζόμαστε και είθε όλοι μας αυτήν, με την έξοδό μας από τον
κόσμο αυτό, να κληρονομήσουμε.
Η Εκκλησία του Ιησού, ως θεανθρώπινος θεσμός, αυτή την οδό, που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού, έχει ευθύνη και να ετοιμάσει για τους ανθρώπους, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί τους αείποτε ανανεωτικούς και σύγχρονους λόγους του Κυρίου, για να εμψυχώνει και να καθοδηγεί τον κόσμο. «ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ Ο ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ».
Πάντοτε διαχρονικός και σύγχρονος, αναμένει από την Εκκλησία της κάθε εποχής να προσφέρει την ποιμαντική πλατφόρμα, το πλαίσιο δηλαδή, της εποχής μας, για να επικοινωνήσει, και μέσω της Εκκλησίας του, στη γλώσσα του λαού του.
Δυστυχώς, όμως, αυτοί οι διαχρονικοί λόγοι και ο τρόπος ζωής, που δίδαξε ο Ιησούς, επιχωματώνονται σήμερα από παρωχημένες πρακτικές και συνήθειες, αλλά και πεπαλαιωμένες
μεταφράσεις, που είτε αλλοιώνουν το μήνυμα του Χριστού είτε το καθιστούν δυσδιάκριτο στη σύγχρονη εποχή.
Είναι λοιπόν επάναγκες η Εκκλησία να εκσυγχρονίσει, με νέες ποιμαντικές μεθόδους, την εμπέδωση των χριστιανικών αξίων τον άνθρωπο του σήμερα και, επιτέλους, να αποτινάξει τη σκόνη, που επικάθηται επί του αυθεντικού χριστολογικού μηνύματος του Ευαγγελίου.
Αυτό πρέπει να γίνει και με λόγους και με δράσεις, μα, προπαντός, με βιωματικούς τρόπους, όρεξη, ζωντάνια και μια μέθοδο, η οποία να μπορεί να παρεισφύσει και στον τελευταίο θρησκευόμενο ή μη θρησκευόμενο άνθρωπο της Κύπρου μας.
Πέραν του αγιοπνευματικού της έργου, το οποίο πρέπει να ενισχύσει, η Εκκλησία πρέπει να επανευαγγελίσει τον λαό, αφού, πρώτα, τον συναντήσει και επικοινωνήσει στην καθημερινότητά
του.
Αυτό συνεπάγεται και τη χρήση των εργαλείων του πολιτισμού, του αθλητισμού, της τέχνης, της μουσικής, του θεάτρου, της κοινωνικής πρόνοιας και της υλικής στήριξης του λαού μας. Το Ταμείο, ο Κορβανάς της Εκκλησίας, δεν πρέπει να αναλώνεται μόνο σε οικονομικές επενδύσεις, που σίγουρα
χρειάζονται, αλλά να εποπτεύει και να στηρίζει συγκεκριμένα προγράμματα, τα οποία να αφορούν σε όλους τους κατοίκους της Νήσου μας, χωρίς διακρίσεις.
Μέσα σε όλες τις προαναφερόμενες υποδομές και προγράμματα, τα οποία άμεσα, με μελέτη και τόλμη, πρέπει να ξεκινήσουν, η Εκκλησία έχει ευθύνη να γίνεται αγωγός του Θείου Φωτός και, έτσι, να το αναμεταδίδει σε όλους τους επικοινωνούντες με αυτό συνανθρώπους μας.
Η Εκκλησία της Κύπρου, επιτέλους, πρέπει να δώσει σημασία στη στήριξη των νέων του τόπου μας και, κυρίως, πέραν της πνευματικής καλλιέργειας και πνεύματος φιλοπατρίας και σεβασμού στις παραδόσεις μας, να εξυπηρετήσει στην εξεύρεση εργασίας και ποιοτικής απασχόλησης και ψυχαγωγίας.
Με σύγχρονες μεθόδους και χωρίς φοβικά σύνδρομα, πρέπει να προσεγγίσουμε κάθε νέο, που έχει στόχους και όνειρα, και να του προσφέρουμε, ναι, φως και γαλήνη Χριστού, αλλά και
πρακτικές λύσεις, για να πετύχει τους στόχους του, έστω και αν δεν θρησκεύει και δεν έχει σχέση με την Εκκλησία. Για όλους αυτούς, εκτός Εκκλησίας, ήρθε ο Χριστός στη γη και εμείς είναι ώρα να κατέλθουμε από το άρμα των καθαρών και αγνών δικαίων και να κατεβούμε κάτω, όπου υπάρχει η λάσπη των προβλημάτων του λαού, να βιώσουμε τον πόνο τους, να πονέσουμε μαζί τους και να τους βοηθήσουμε και την ψυχή τους να θεραπεύσουν, αλλά και τις ζωές τους να ξανακτίσουν.
Αυτό είναι και το διακύβευμα στις επερχόμενες Αρχιεπισκοπικές Εκλογές και γι’ αυτό όλος ο λαός, και
εκκλησιαζόμενοι και μη εκκλησιαζόμενοι, οφείλουν να πάνε να ψηφίσουν, για να δώσουν ξανά νέα ελπίδα και προοπτική στην κοινωνία μας, μέσα από μια Εκκλησία με σύγχρονη ποιμαντική, η οποία να καταλαβαίνει και να μεταφράζει σωστά τις ανάγκες και προβλήματα του σύγχρονου κόσμου και ιδιαίτερα των νέων μας. Μια Εκκλησία, η οποία, χωρίς να κατακρίνει ανθρώπους, αλλά συμπεριφορές, να τους αγαπά, να τους αγιάζει και να είναι ουσιαστικά κοντά και δίπλα τους σε κάθε βήμα της ζωής τους.
Ευχαριστώ και δημόσια τον Γέροντά μου Κύκκου Νικηφόρο, ο οποίος πιστεύει στους νέους ανθρώπους, μας στηρίζει και μας δίνει τη δυνατότητα, με γνώσεις και σύνεση, μα, προπαντός, με
όρεξη και πάθος αγάπης Χριστού και ανθρώπων, να αναβαθμίσουμε τον ρόλο της Εκκλησίας στις ζωές του λαού μας.
Ο Θεός βοηθός.
Αμήν.
Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας