Ἑλληνίδες, Ἕλληνες,
Συμπληρώνονται φέτος διακόσια χρόνια ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ ἔπους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ἑορτάζει φέτος τό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων καί πανηγυρίζει τά διακόσια χρόνια ἀπό τήν εὐλογημένη ἐκείνη ἡμέρα, πού ἡ ἑλληνική λεβεντιά ἀνασήκωσε τή ρομφαία τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἐλευθερίας καί μέ μιά ρωμαλέα προσπάθεια, ὕστερα ἀπό τέσσερεις αἰῶνες τυραννικῆς δουλείας, ὕψωσε τό Γένος τῶν Ἑλλήνων στήν κορυφή τῆς ἱστορίας. Μαζί μέ τούς ὅπου γῆς Ἕλληνες συνεορτάζει καί ὁ κυπριακός Ἑλληνισμός, πού ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα, ἔπαλξη καί προέκταση τοῦ ἐθνικοῦ συνόλου. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Μονή Κύκκου, μέ τίς εὐλογίες τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, συμμεριζόμενη στήν ἔκφραση τῆς πανελλήνιας χαρᾶς καί ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας, γιά τή διακοσιοστή ἐπέτειο τῆς μοναδικῆς καί ἀνυπέρβλητης ἐκείνης ἐποποιΐας τοῦ Εἰκοσιένα, διοργανώνει ἀπόψε ἐδῶ στήν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος «Ἀρχάγγελος» καί σέ συνεργασία μέ τόν μουσικοσυνθέτη Λάρκο Λάρκου καί τή συμμετοχή πλειάδας μουσικῶν, ἠθοποιῶν καί ὀργανοπαικτῶν, τή μουσικοθεατρική παράσταση, «1821 ἐν Κύπρῳ! Τό τραοῦδιν τοῦ Τζυπριανοῦ» τζαί «Ἡ κιουλσαπά», μέ τά ἐμβληματικά ποιήματα τοῦ Βασίλη Μιχαηλίδη «Ἡ 9η Ἰουλίου τοῦ 1821 ἐν Λευκωσίᾳ (Κύπρου)» καί «Ἡ Χιώτισσα ἐν Λεμεσῷ κατά τό 1821», μελοποιημένα καί δραματοποιημένα, ὡς μουσικοθεατρικά δρώμενα, ἀπό τόν κ. Λάρκο Λάρκου.
Ἐκ προοιμίου ἀπονέμουμε τά εὔσημα σ’ ὅλους τούς συντελεστές τῆς ἀποψινῆς μουσικοθεατρικῆς πανδαισίας καί ἐπιδαψιλεύουμε σέ ὅλους τίς ἀρχιερατικές μας εὐλογίες.
Μετά τήν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 29ης Μαΐου 1453 καί τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας, ὁ κόσμος ὅλος εἶχε πιστέψει πώς ἐξαφανίστηκε γιά πάντα τό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων. Τετρακόσια χρόνια δουλείας, στερήσεων, ἀπογνώσεων, διωγμῶν καί τυραννίας, ἦταν ἀρκετά γιά νά σημάνουν τό τέρμα κάθε ἐθνικῆς ζωῆς. Ἡ Ἑλλάδα, κατά τό 1821, ἦταν ἐξαφανισμένη ἀπό τόν Χάρτη. Σημειώνετο, ἁπλῶς, σάν μιά μικρή ἐπαρχία τῆς ἀπέραντης Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ἑλλάδα ἐλογίζετο ὡς νεκρή, ἐνταφιασμένη γιά 400 ὁλόκληρα χρόνια μέσα στό μνῆμα.
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἐπεισόδιο, πού ἔγινε μεταξύ τοῦ μισέλληνα Αὐστριακοῦ Καγκελλάριου Μέτερνιχ καί τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, ὑπουργοῦ τότε Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας, κατά τή συνεδρία τοῦ περιβόητου ἐκείνου Συνεδρίου τοῦ 1814, πού συνῆλθε γιά τόν διακανονισμό τῶν Εὐρωπαϊκῶν προβλημάτων στή Βιέννη. Μέσα στή γενική ἐχθρότητα τῶν μεγάλων δυνάμεων, ἐμποτισμένων ἀπό τό πνεῦμα καί τίς ἀρχές τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, ὁ Καποδίστριας, μέ τό χάρισμα τοῦ λόγου, πού τόν διέκρινε, τόλμησε νά ὑπενθυμίσει τά δίκαια τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν, ὅμως, ἔθεσε τό ἑλληνικό ζήτημα, ἀγενῶς καί μέ αὐθάδεια, τόν διέκοψε ἀπότομα ὁ Μέτερνιχ, λέγοντας τά ἑξῆς ἀηδιαστικά: «Δέν ὑπάρχουν, κύριε, Ἕλληνες. Ὑπάρχουν χριστιανοί ὑπήκοοι τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος τοῦ Σουλτάνου!».
Τό, ὅτι ὅμως, ἡ Ἑλλάδα ἐλογίζετο ὡς νεκρή δέν τό ἔλεγαν μόνο οἱ ἐχθροί της, ἀλλά καί οἱ φίλοι της. Ἀκόμα καί ὁ μέγας φιλέλληνας ποιητής Λόρδος Βύρων, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐπισκεφθεῖ τήν Ἑλλάδα πρίν τήν Ἐπανάσταση, στό ποίημά του «Γκιαούρης» (1813), ἔλεγε τά ἑξῆς: «Τοιοῦτον κάλλος, τοσαύτην γλυκύτητα ἀποκαλύπτει ὑμῖν τό ἐπί νεκροῦ ριπτόμενον πρῶτον καί τελευταῖον βλέμμα». Θέαμα νεκροῦ παρουσίαζε ἡ Ἑλλάδα στά μάτια τοῦ Λόρδου Βύρωνα, ὁ ὁποῖος, ἀπογοητευμένος καί βαθύτατα θλιμμένος δέν πίστευε στήν ἀνάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἀλλά τό θαῦμα ἔγινε. Ἡ αὐγή ἦλθε. Ἡ φωνή τῆς ἐλευθερίας ἀκούστηκε. Ἀκούστηκε ἀπό τή Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ κοσμοϊστορικοῦ αὐτοῦ γεγονότος, κατά τό ὁποῖον ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ εὐαγγελίζεται τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τή Λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, ὁ Ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός εὐαγγελίζεται ἀπό τήν Ἁγία Λαύρα τήν Ἀνάσταση τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων καί ἡ φωνή του, ὡς ἀστραπή Ἀγγέλου ἐξ οὐρανοῦ, ἠλεκτρίζει τό Ἔθνος ὅλο καί διασείει τά θεμέλια τῆς Ὀθωμανικῆς τυραννίας. Τό σάλπισμα αὐτό τῆς ἐλευθερίας βρῆκε τούς Ἕλληνες συσπειρωμένους γιά τήν ἀνατίναξη τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Ἑνώθησαν προύχοντες καί καπεταναῖοι, ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς διασπορᾶς καί ἱερωμένοι, μέ τήν ἀπόφαση νά ἀποκτήσει τό Ἔθνος «τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν», ὅπως τονιζόταν στή Διακήρυξη τῆς Πρώτης Ἐθνικῆς Συνέλευσης τῆς Ἐπιδαύρου, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1822.
Ἔχοντες οἱ Ἕλληνες ὑπέρ τους:
α) τήν παραχώρηση πολλῶν οἰκονομικῶν καί πολιτισμικῶν καί θρησκευτικῶν δικαιωμάτων πρός τούς ὑπόδουλους χριστιανούς, μέ βάση τή Συνθήκη τοῦ Κιουτσιούκ Καϊναρτζῆ, πού ὑποχρεώθηκε νά ὑπογράψει ἡ ὑψηλή Πύλη, μετά τή λήξη τοῦ Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου τό 1774,
β) τή διάδωση τῶν φιλελευθέρων ἰδεῶν τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ Διαφωτισμοῦ,
γ) τήν πνευματική καί οἰκονομική ἀνάδειξη μιᾶς ἑλληνικῆς διασπορᾶς στίς μεγάλες πόλεις τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καί τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας, καί
δ) τήν ἄρτια ὀργανωτική προετοιμασία ἀπό τή Φιλική Ἑταιρεία, πού ἱδρύθηκε τό 1814 στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας ἀπό τούς τρεῖς Ἕλληνες ἐμπόρους Σκουφᾶ, Τσακάλωφ καί Ξάνθο, καί ἡ ὁποία συνέτεινε, μεταξύ πολλῶν ἄλλων, καί στή μεταστροφή τοῦ ἐχθρικοῦ κλίματος στήν Εὐρώπη, λόγω τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας τοῦ μισέλληνα Καγκελάριου τῆς Αὐστρίας Μέτερνιχ, καί στήν ἀνάπτυξη ἑνός ἰσχυροῦ φιλελληνικοῦ ρεύματος στή Γηραιά Ἤπειρο. Ὅλα αὐτά διαμόρφωσαν καταστάσεις εὐνοϊκές γιά τούς Ἕλληνες, πού ὁδήγησαν στό ξέσπασμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
Σύσσωμο τό ὑπόδουλο Γένος, πειθαρχώντας στίς προγονικές ἐπιταγές ἀπέρριψε κάθε μέτρημα τῆς λογικῆς καί σήκωσε περήφανα τό κεφάλι, ζητώντας μέ δύναμη καί λεβεντιά τή θεόσδοτη ἐλευθερία του. Ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα, ἀπό τή Μακεδονία μέχρι τήν Κρήτη καί ἀπό τό Σούλι μέχρι τή Χίο, ξεσηκώνεται, παίρνει στό χέρι τό καριοφίλι καί μέ τό σύνθημα «Ἐλευθερία ἤ Θάνατος» ρίχνεται στόν ἀγῶνα πρός ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τῆς δουλείας, πρός ἀνάκτηση τῆς ἐλευθερίας καί πρός ἀναστήλωση τῆς ἐθνικῆς του ἀξιοπρέπειας. Οἱ ὑπόδουλοι ραγιάδες ἄκουσαν τή μελωδία τῶν προγόνων τους καί πίστεψαν στίς δικές τους δυνατότητες˙ καί στίς ἀετοφωλιές τῶν ἑλληνικῶν βουνῶν γίνονται ἀετοί τῆς δόξας καί ποτίζουν μέ τό ζεστό, σάν λάβα αἷμα τους, τήν ἑλληνική δάφνη. Κάθε βουνό καί ρεματιά εἶναι καί ἕνα λιμέρι. Ἡ Τριπολιτσά, τό Βαλτέτσι, ἡ Ἀλαμάνα, τά Δερβενάκια, τό Μεσολόγγι γίνονται τύμβοι ἀθανασίας, φέροντας στή μνήμη μας παλαιές δόξες Μαραθωνομάχων καί Σαλαμινομάχων. Ὕστερα ἀπό 400 χρόνια σκλαβιᾶς καί φυλακῆς κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῶν Τούρκων, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καί τοῦ Θεμιστοκλῆ, τοῦ Μιλτιάδη καί τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τοῦ Βασίλειου Βουλγαροκτόνου καί τοῦ Ἡρακλείου δέν ἦταν δυνατό νά μείνουν γιά πάντα ὑπόδουλοι.
Ἡ Ἐκκλησία, κατά τή μεγάλη νύκτα τοῦ Ἔθνους, μέσα στό Κρυφό Σχολειό ζωντάνευε στή μνήμη τοῦ ραγιᾶ τήν ἔνδοξη ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας καί τοῦ Βυζαντίου. Σέ καμιά στιγμή, κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, δέν ἔπαψαν οἱ Ἕλληνες νά πιστεύουν, ὅτι ἦσαν συνεχιστές τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καί τοῦ κλέους τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ὁ Ἕλληνας ραγιάς διατήρησε τήν ἱστορική του συνείδηση, γι’ αὐτό καί φούντωνε μέσα του ὁ πόθος τῆς ἐλευθερίας.
Ἀνυπολόγιστες εἶναι πράγματι οἱ ὑπηρεσίες, τίς ὁποῖες πρόσφερε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό Ἑλληνικό Ἔθνος, κατά τούς μακρούς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας. Ἡ παιδεία, ἡ κοινωνική πρόνοια, ἡ διαφύλαξη τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας, καί ἡ καλλιέργεια τοῦ ἡρωϊκοῦ φρονήματος ἦταν οἱ κυριότεροι τομεῖς δράσεώς της. Ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία χαιρέτησε μέ ἐνθουσιασμό καί συναίσθηση εὐθύνης τήν προετοιμασία, τήν ἔναρξη καί τό τέλος τῆς Ἐπαναστάσεως. Χιλιάδες ἱερεῖς καί μοναχοί, ἑκατοντάδες Ἐπίσκοποι, καί ὀκτώ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες, ἐβασανίστηκαν, ἐσφάγησαν, ἀπαγχονίστηκαν, κάηκαν ζωντανοί ἤ σάπισαν μέ τίς βαριές ἁλυσίδες στά σκοτεινά μπουντρούμια τῶν φυλακῶν.
Γενικά, ἡ Ἐκκλησία στάθηκε πλάι στό Ἔθνος ἄγρυπνη, μαχητική, ἀταλάντευτη, πρόθυμη σέ πλούσιες προσφορές.
Γράφει ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Δημήτριος Μπαλᾶνος: «Ἡ Ἐκκλησία οὐ μόνον κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας προσέφερεν ἀνεκτιμήτους ὑπηρεσίας εἰς τό ὑπέρ ἀπελευθερώσεως ἀγωνιζόμενον ἔθνος, ἀλλά καθ’ ὅλην τή διάρκειαν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἐπρωτοστάτησε πρός ἀπόσεισιν τοῦ τυραννικοῦ ζυγοῦ, συμβάλλουσα δι’ ὅλων της τῶν δυνάμεων εἰς ἐπιτυχίαν τῶν ἱερῶν προσπαθειῶν τοῦ Γένους».
Ἀλλά καί ὁ διαπρεπέστατος διδάσκαλος τοῦ Γένους, Ἀδαμάντιος Κοραῆς, ἔγραφεν, ὅτι «εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὡς κοινήν μητέρα, εἶναι τό Γένος προσκολλημένον». Ὁ ἱστορικός, ἐπίσης, Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος δέχεται, ὅτι: «Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος μέ τήν βοήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, οὐ μόνον πρωταγωνίστησεν ἐν μέσῳ αἰώνων, ἀλλά καί ἀνεκαινίσθη ἐν τοῖς νεωτέροις χρόνοις». Τέλος, ὁ ἱστορικός Παῦλος Καρολίδης σημειώνει: «Τό ἐνεργώτατον μέρος εἰς τόν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους ἀγῶνα ἔλαβεν ἡ Ἐκκλησία».
Μ’ ἕνα λόγο, -κατά τήν ὡραιότατη ἔκφραση τοῦ Μητροπολίτη Χίου Διονυσίου-, «Ἡ Ἐκκλησία, κατά τή διάρκεια τῶν τετρακοσίων χρόνων τῆς σκλαβιᾶς, ἔκαμε τήν πίστη πατρίδα καί τήν πατρίδα πίστη καί ὁ ἀγῶνας της ἔγινε ˝ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος˝». Μέ τήν Ἐκκλησία προμαχοῦσα, τό Ἑλληνικό Ἔθνος ἔθραυσε τελικά τίς ἁλυσίδες του καί ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας ἀπό τόν μακραίωνα ζυγό φρικτῆς δουλείας ἐπιτεύχθηκε. Ἡ νίκη τῶν μεγάλων δυνάμεων στή Ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου τό 1827 σηματοδότησε τήν ἀναγνώριση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ὡς κυρίαρχου καί ἀνεξάρτητου. Ἕνα Κράτος, πού ἐξακολουθεῖ, παρά τούς ἀδελφοκτόνους διχασμούς καί τά ὀλέθρια λάθη μας, νά ὑπάρχει μέχρι σήμερα, ὡς συντεταγμένη πολιτεία, καί μέ τή γαλανόλευκη σημαία νά κυματίζει ὑπερήφανα πάνω στόν Βράχο τῆς Ἀκροπόλεως.
Στό κίνημα, λοιπόν, τοῦ μοντέρνου ἀθεϊσμοῦ τῆς ἐποχῆς μας, τό ὁποῖον διαστρέφει τά γεγονότα καί ἐπιχειρεῖ νά σβήσει τόν ἱστορικό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀμφισβητήσει τήν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα τοῦ λαοῦ μας, ἐμεῖς ἀντιτάσσουμε τήν ἀδιαμφισβήτητη ἀλήθεια, πώς, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, σήμερα δέν θά ἤμασταν, οὔτε Ἐλεύθεροι, οὔτε Ἕλληνες, οὔτε Χριστιανοί.
Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Κύπρου σέ ἐκδήλωση τῆς ἀκατάλυτης ἐθνικῆς συνείδησης ταυτότητας καί ἀλληλεγγύης, θεώρησε ὡς ὕψιστο ἐθνικό χρέος νά συμπαραταχθεῖ ἐνεργά στόν ἀγῶνα τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας. Ἤδη καί πρίν τήν ἔναρξη τοῦ ἀγώνα, κατά τό στάδιο τῆς προετοιμασίας τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ πρός ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, δέν ἄφησε ἀσυγκίνητη τήν Κύπρο. Ὁ ἴδιος ὁ Ἐθνάρχης τῶν Κυπρίων, Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οἱ τρεῖς Μητροπολῖτες, Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος καί Κυρηνείας Λαυρέντιος, καί ἄλλοι ἐπιφανεῖς κληρικοί καί προύχοντες τῆς Νήσου, μυήθηκαν στή Φιλική Ἑταιρεία. Λόγῳ, ὅμως, τῆς γειτνίασης τῆς Κύπρου μέ τή Μικρά Ἀσία, τή Συρία, τήν Παλαιστίνη καί τήν Αἴγυπτο, ὅπου ὑπῆρχαν συμπαγεῖς μουσουλμανικοί πληθυσμοί καί μεγάλοι ἀριθμοί τουρκικῶν στρατευμάτων, μέ ἄμεση τήν ἐδῶ μεταφορά τους καί εὔκολη τήν αἱματηρή καταστολή κάθε ἀπόπειρας ἐξεγέρσεως, συμφωνήθηκε μέ τούς ἐπιτελεῖς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἡ συμμετοχή τῆς Κύπρου νά περιορισθεῖ σέ μεγάλη οἰκονομική βοήθεια. Ἔτσι, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1820, ὁ ἀρχηγός τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης στέλλει στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό τό συνθηματικό μήνυμα, ὅτι: «Ἡ ἔναρξις τοῦ Σχολείου τῆς Πελοποννήσου ἐγγίζει», διαβιβάζοντας τήν παράκληση, ὅπως ὁ κύπριος Προκαθήμενος «ἐμβάσῃ ὅσον τῆς Μακαριότητός του τάς συνεισφοράς ὅσον καί τῶν λοιπῶν αὐτοῦ ὁμογενῶν, εἴτε χρηματικάς, εἴτε εἶναι ζωοτροφίας πρός τόν ἐν παλαιᾷ Πάτρᾳ τῆς Πελοποννήσου κύριον Ἰωάννην Παπαδιαμαντόπουλον». Μπορεῖ, βέβαια, ἡ Κύπρος νά μήν εἶχε καθολική συμμετοχή στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση, λόγῳ τῆς μεγάλης ἀποστάσεως ἀπό τήν κυρίως Ἑλλάδα, ἡ ἀγάπη, ὅμως, καί ἡ συνείδηση τοῦ ἀδελφικοῦ χρέους ἐκμηδένισε τίς ἀποστάσεις καί ἑκατοντάδες κύπριοι προσέτρεξαν στή σκλαβωμένη Πατρίδα, γιά νά προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους, δίνοντας καί τή ζωή τους ἀκόμα. Ὡς φυσική ἐκδήλωση ὑψίστου ἐθνικοῦ χρέους καί ὡς ἐνστικτώδης ἐκδήλωση ἐθνικῆς συνειδήσεως καί προαιώνιων ἀκατάλυτων δεσμῶν αἵματος, ἑκατοντάδες κύπριοι προσέτρεξαν στά πεδία τῶν μαχῶν, ὅπου πολέμησαν, διακρίθηκαν καί ἀπέσπασαν ἄριστα σχόλια ἀπό τούς ἡγέτες τῆς Ἐπαναστάσεως, ὅπως τούς π.χ. Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Νικηταρά, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Κανάρη καί ἄλλους. Ἀναφορές γιά συμμετοχή καί δράση κυπρίων σέ πολεμικές ἐπιχειρήσεις ὑπάρχουν καί στά Ἀπομνημονεύματα ὁπλαρχηγῶν τοῦ ἀγώνα. Ἡ Κύπρος, λοιπόν, δέν περιορίστηκε μόνο στήν ὑλική ἐνίσχυση τοῦ ἀγώνα, ἀλλά καί στήν ἔμπρακτη, ἐν ὅπλοις, συμπαράσταση, μέ τή συμμετοχή ἑκατοντάδων κυπρίων ἀγωνιστῶν στήν ἐποποιΐα ἐκείνη τοῦ Εἰκοσιένα. Ἀδιάψευστος μάρτυρας, γιά τή μαζική συμμετοχή κυπρίων στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση, εἶναι καί σημαία, πού χρησιμοποιήθηκε, πιθανῶς, ἀπό λόχο κυπρίων ἐθελοντῶν, πού πολέμησαν τότε στόν μητροπολιτικό χῶρο καί ἡ ὁποία σήμερα φυλάσσεται στό Ἐθνικό καί Ἱστορικό Μουσεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ σημαία αὐτή εἶναι λευκοῦ χρώματος μέ γαλάζιο σταυρό στό μέσο καί μέ τήν ἀνορθόγραφη ἐπιγραφή στήν πάνω ἀριστερή γωνία: «ΣΗΜΕΑ ΕΛΛΗΝΗΚΙ, ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ». Ἀντίγραφα τῆς σημαίας αὐτῆς κυματίζουν σήμερα στούς ἱστούς τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Νήσου μας.
Τό γεγονός, ὅμως, τῆς ἀποστολῆς ἀπό τήν Κύπρο στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα ἐφοδίων καί χρημάτων, ὅπως προνοοῦσε ἡ ἐθνική συνεννόηση μεταξύ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ καί ἀξιωματούχων τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, δέν διέφυγε τῆς προσοχῆς τῶν τούρκων κατακτητῶν˙ μέ ἀφορμή δέ καί κάποιων ἐπαναστατικῶν φυλλαδίων, πού ἔφερε καί διένειμε στή Λάρνακα ὁ μυημένος στή Φιλική Ἑταιρεία, ἀνεψιότεκνος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ, Ἀρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησέας, ὁ τοῦρκος διοικητής τῆς Κύπρου, ὁ αἱμοδιψής Κιουτσιούκ Μεχμέτ ὑπέβαλε στήν Ὑψηλή Πύλη κατάλογο μέ μεγάλο ἀριθμό προκρίτων τῆς Νήσου, τούς ὁποίους ζητοῦσε νά ἐκτελέσει, γιά νά προλάβει, ὅπως ἰσχυρίζετο, τυχόν ἐπαναστατική ἐνέργεια.
Ἐκεῖνο, λοιπόν, τό ἐπαναστατικό ξεσήκωμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀκριβά ἔμελλε νά τό πληρώσει καί ἡ Κύπρος. Ἡ ἐκδίκηση τῶν τούρκων στή Νῆσο μας ὑπῆρξε βίαιη καί τά φρικτά γεγονότα τῶν ἡμερῶν ἐκείνων σημάδεψαν ἀνεξίτηλα τήν κυπριακή ἱστορία.
Κατά τόν ἐθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη:
«Ἀντάν ἀρτζιέψαν οἱ κρυφοί ἀνέμοι τζι ἐφυσοῦσαν
τζι ἀρκίνησεν εἰς τήν Τουρτζιάν νά κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαί πού τές τέσσερεις μερκές τά νέφη ἐκουβαλοῦσαν,
ὥστι νά κάμουν τόν τζιαιρόν ν’ ἀρτζιεύκη νά στοιβάζη,
εἶσιεν σγιάν εἶχαν οὗλοι τους τζι ἡ Τζιύπρου τό κρυφόν της
μέσ’ στούς ἀνέμους τούς κρυφούς εἶσιεν τό μερτικόν της.
Τζι ἀντάν ἐφάνην ἡ στραπή εἰς τοῦ Μοριᾶ τά μέρη
τζι ἐξάπλωσεν τζι ἀκούστηκεν παντοῦ ἡ πουμπουρκά της,
τζι οὗλλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαί θάλασσα τζιαί ξέρη
εἶσιεν σγιάν εἶχαν οὗλοι τους τζι ἡ Τζιύπρου τά κακά της».
Ὁ βδελυρός τῆς Κύπρου διοικητής, Κιουτσιούκ Μεχμέτ, μέ τή συγκατάθεση τοῦ Σουλτάνου, ὀργανώνει τήν ἐξόντωση μεγάλου ἀριθμοῦ προκρίτων τῆς Νήσου, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Τήν 9η Ἰουλίου 1821, στήν Πλατεία Σεραγίου στή Λευκωσία, ἀπαγχονίζεται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ἐνῶ οἱ Μητροπολῖτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος καί ὁ Κυρηνείας Λαυρέντιος, μαζί μέ τούς Ἡγουμένους τῶν Μονῶν ἀποκεφαλίζονται, καί στή συνέχεια ἀκολουθεῖ ἄγρια σφαγή 486 προκρίτων τῆς Νήσου, κληρικῶν καί λαϊκῶν, μέ τήν ταυτόχρονη δήμευση τῶν περιουσιῶν τους. Μετά τά τραγικά αὐτά γεγονότα τῆς 9ης Ἰουλίου, χιλιάδες Ἕλληνες τῆς Κύπρου ἀναγκάστηκαν νά μεταναστεύσουν καί ὁ πληθυσμός μειώθηκε τρομακτικά στά χρόνια πού ἀκολούθησαν.
Στό ποίημά του «Ἡ 9η Ἰουλίου τοῦ 1821», πού ἔχει περάσει στό συλλογικό ὑποσυνείδητο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Κύπρου, ὁ ἐθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης ἔχει ἀπαθανατίσει τήν τουρκική θηριωδία καί ἰδιαίτερα τή γενναία στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νά σπεύσει νά κρυφθεῖ ἤ νά ἀξιοποιήσει τίς δυνατότητες, πού τοῦ προσφέρθηκαν, γιά νά ἐγκαταλείψει τή Λευκωσία καί νά σωθεῖ. Ἀντίθετα, στίς καλοπροαίρετες προτροπές ἑνός καλο-βυζασμένου τούρκου προύχοντα, τοῦ Κκιόρογλου, νά τόν βοηθήσει νά φύγει, γιά νά σωθεῖ, ὁ Κυπριανός ἀπαντᾶ μέ λόγια, πού συγκλονίζουν:
«Δέν θέλω, Κκιόρογλου, ἐγιώ νά φύω πού τήν Χώραν,
γιατί ἄν φύω, τό κακόν ἐν’ νά γινῆ περίτου.
Θέλω νά μείνω, Κκιόρογλου, τζι ἄς πα’ νά μέ σκοτώσουν,
ἄς μέ σκοτώσουσιν ἐμέν τζι οἱ ἄλλοι νά γλυτώσουν.
Δέν φεύκω, Κκιόρογλου, γιατί, ἄν φύω, ὁ φευκός μου
ἐν’ νά γενῆ θανατικόν εἰς τούς Ρωμιούς τοῦ τόπου.
Νά βάλω τήν συρτοθηλειάν εἰς τόν λαιμόν τοῦ κόσμου;
Παρά τό γαῖμαν τούς πολλούς ἐν’ κάλλιον τοῦ ’πισκόπου».
Ἡ ἀπάντηση αὐτή ἀποτυπώνει τήν αὐτοθυσία καί τόν ἡρωισμό τοῦ Κυπριανοῦ σ’ ὅλο τους τό μεγαλεῖο. Εἶναι μιά ἀπάντηση, πού μαρτυρεῖ τή συνειδητή ἀπόφαση ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη νά προσφέρει τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδας. Μία ἀπάντηση, πού μαρτυρεῖ βαθιά συναίσθηση εὐθύνης ἀπέναντι στό ποίμνιό του. Ἀλλά καί κατά, τή διάρκεια τῆς σύλληψης καί ἀνάκρισής του, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, μετά ἀπό ἔντονη συζήτηση, πού ἔχει μέ τόν Κιουτσιούκ Μεχμέτ, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ τόν Κυπριανό καί τούς ἄλλους ἐκκλησιαστικούς Ἡγέτες γιά προσπάθεια ὑποκίνησης ἐπαναστάσεως στήν Κύπρο καί δηλώνει ἀνερυθρίαστα τήν πρόθεσή του νά ἐξαφανίσει τούς ρωμιούς ὄχι μόνο ἀπό τή Νῆσο, ἀλλά καί ἀπό τόν κόσμο ὅλο, ὁ ὑπερήφανος Ἐθνάρχης τῶν Κυπρίων ἀπαντᾶ μέ τά παρακάτω λόγια, πού εἶναι χαραγμένα στήν καρδιά καί στή συνείδηση ὄχι μόνο τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους:
«Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν φυλή συνότζιαιρητοῦ κόσμου,
κανένας δέν εὑρέθηκεν γιά νά τήν ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την πού τα ’ψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν νά χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψει!
Σφάξε μας οὕλους τζι ἄς γενεῖ τό γαῖμαν μας αὐλάτζιν,
κάμε τόν κόσμον ματζιελλειόν τζιαί τούς Ρωμιούς τραούλλια,
ἀμμά ’ξέρε πώς ὕλαντρον ὄντας κοπεῖ καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Τό ’νίν ἀντάν νά τρώ’ τήν γῆν, τρώει τήν γῆν θαρκέται,
μά πάντα τζιεῖνον τρώεται τζιαί τζιεῖνον καταλυέται».
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός μέ τά ἀθάνατα αὐτά λόγια, γίνεται ὁ ἐκφραστής τῆς μαχητικῆς καί ἀδούλωτης συνείδησης ὁλοκλήρου τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ.
Ὅπως λέχθηκε, καί πολύ σωστά, ἡ θυσία τῆς 9ης Ἰουλίου 1821 εἶναι ἀπόδειξη τῆς κυπριακῆς συμμετοχῆς στήν πανελλήνια ἐξέγερση, ἀλλά καί ὡς νομοτελειακῆς ἀνάγκης γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας.
Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖα, πού ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, Ἰωάννης Καποδίστριας, τόνιζε τό 1827 σέ ἐκπρόσωπο τοῦ ἀγγλικοῦ ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, ὅτι τά ὅρια τοῦ ὑπό ἵδρυση Ἑλληνικοῦ Κράτους καθορίζονται «ὑπό τοῦ αἵματος τοῦ ἐκχυθέντος εἰς τά σφαγεῖα τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν καί τοῦ Μεσολογγίου». Ἀλλά καί τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1828, σέ Ὑπόμνημά του στούς πρεσβευτές τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, πού συνεδρίαζαν στόν Πόρο, πρόσθετε, πώς «ἡ ἱστορία καί τά ἀρχαιολογικά μνημεῖα μαρτυροῦν, ὅτι ἡ Ρόδος, ἡ Κύπρος καί τόσαι ἄλλαι ἀκόμη (νῆσοι) εἶναι τῆς Ἑλλάδος διαμελίσματα».
Ἡ θυσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ καί τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν, ὅπως καί τῶν ἄλλων ἀξιωματούχων κληρικῶν καί προκρίτων τῆς Κύπρου, ἔχει τεράστια σημασία, γιατί μποροῦσαν, ἄν ἤθελαν νά σώσουν τή ζωή τους, ἀσπαζόμενοι τό Ἰσλάμ, ὅπως ἔπραξαν, δυστυχῶς, 36 ἀπό τούς συλληφθέντες, οἱ ὁποῖοι, γιά νά σώσουν τή ζωή τους ἐξωμότησαν, ἀρνήθηκαν δηλαδή τή χριστιανική πίστη καί ἀσπάστηκαν τό Ἰσλάμ. Ἄν, ὅμως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός ἔπραττε τό ἴδιο μέ τούς 36 ἐξωμότες καί ἀσπαζόταν τό Ἰσλάμ, γιά νά σώσει τή ζωή του, τότε εἶναι βέβαιο, ὅτι τό ἴδιο θά ἔπραττε καί ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Νήσου. Εἶναι χαρακτηριστικό τό τραγικό παράδειγμα τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς τοῦ Ὄφ στόν Πόντο, οἱ ὁποῖοι τόν 16ο αἰῶνα ἐξισλαμίσθησαν μαζικά, ἀκολουθώντας τόν Ἐπίσκοπό τους Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσπασθεῖ τό Ἰσλάμ.
Ἡ θυσία τοῦ Κυπριανοῦ, καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτύρων τῆς 9ης Ἰουλίου 1821, ὑψώθηκε ὡς ἀνάχωμα ἐνάντια στόν ἐξισλαμισμό. Μέ τήν ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς τους πίστης καί τόν θάνατό τους ἀνέκοψαν τό κῦμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, πού εἶχε πάρει τή μορφή χιονοστιβάδος, κατά τήν ἐποχή ἐκείνη. Εἶναι βέβαιον, ὅτι τό μαρτύριο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς ἄρνησής του νά ἐξομώσει, κατά τίς μαρτυρίες μάλιστα δύο ξένων περιηγητῶν, πού ἐπισκέφθηκαν τήν Κύπρο τήν ἐποχή ἐκείνη καί εἶχαν, σέ διαφορετικές ἐπισκέψεις, συναντήσει τόν ἴδιο τόν Κυπριανό λίγο πρίν ἀπό τό μαρτύριό του. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Joseph Wolf, Γερμανοεβραῖος προτεστάντης ἱεραπόστολος, καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ John Carne, Ἄγγλος περιηγητής.
Εὔχομαι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, μιμούμενη τό παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀπό αἰῶνος προχώρησε στήν ἁγιοκατάταξη τοῦ ἱερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε’, νά μελετήσει, ἐπί τέλους, σοβαρά καί τό θέμα τῆς ἁγιοκατάταξης τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ καί τῶν συμμαρτυρησάντων μέ αὐτόν κληρικῶν καί λαϊκῶν.
Ἑλληνίδες, Ἕλληνες,
Τίς μεγάλες στιγμές τῆς ἱστορίας τους οἱ λαοί τίς ὑψώνουν σέ σύμβολα. Δέν τίς περιβάλλουν, ὅμως, μόνο μέ τήν ἁλουργίδα τοῦ συμβόλου, ἀλλά καί τίς ὁπλίζουν μέ τόν ἀσίγαστο δυναμισμό κάποιων διδαγμάτων διαχρονικῶν. Καί τό πρῶτο δίδαγμα τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 καί τῆς μαρτυρικῆς θυσίας τῆς 9ης Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους, εἶναι τό δίδαγμα τῆς ἑνότητας καί τῆς ὁμοψυχίας. Τήν ὥρα, πού κινδυνεύει τό Ἔθνος, καμιά ἀπό τίς ἰδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές καί προσωπικές διαφορές δέν πρέπει νά ἀντιπαρατίθεται στήν ἀνάγκη νά διατηρηθεῖ ἡ ἑνότητα καί ἡ ὁμοψυχία. Ὅσες φορές τό Ἔθνος δέν ὑποτάχθηκε σ’ αὐτό τόν κανόνα, βαρύτατο πλήρωσε τό τίμημα. Ἐμεῖς ἐδῶ στήν Κύπρο τό γνωρίζουμε πολύ καλά αὐτό, γιατί μέ τίς δικές μας καταστροφικές διχόνοιες καί τίς ἄφρονες ἐνέργειες τῆς ἀθηναϊκῆς Χούντας, ἀνοίξαμε τό 1974 τίς κερκόπορτες γιά τούς βαρβάρους καί χύμηξαν σάν λύκοι καί μᾶς ρήμαξαν. Βεβήλωσαν τά ἱερά καί τά ὅσιά μας. Ποτίστηκε ἡ γῆ μας μέ αἷμα ἑλληνικό καί μαυροφόρεσε ἡ Νῆσος τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα καί γέμισε ἀπό σταυρούς καί πόνο πολύ.
Ἀλλά μήπως καί ὁ μεγαλειώδης ἐκεῖνος ἀγώνας τοῦ Εἰκοσιένα δέν κινδύνευσε νά καταποντιστεῖ καί ἡ Ἑλλάδα νά πέσει στήν ἄβυσσο τοῦ ἐξαφανισμοῦ, ἐξαιτίας τῆς διχόνοιας καί τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ μεταξύ τῶν ἡγετῶν τοῦ ἀγώνα; Ἡ Ἐπανάσταση βρισκόταν ἤδη στόν τέταρτο χρόνο της καί τά σύννεφα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου μεταξύ τῶν ἀγωνιστῶν εἶχαν σκεπάσει τόν ἀπελευθερωμένο οὐρανό τῆς Ἑλλάδας. Ἡ πολιτική κρίση εἶχε ὀξυνθεῖ τόσο πολύ, πού πῆρε τή μορφή τῆς ἔνοπλης ἀναμέτρησης. Ἐνῶ οἱ ἡγέτες της ἀλληλοσκοτώνονταν, ὁ Ἰμπραήμ εἰσέβαλλε μέ τά αἰγυπτιακά στρατεύματά του στήν Πελοπόννησο, καί ὁ τουρκικός στρατός κατέστρεφε τήν Κάσο καί τά Ψαρά. Εἶναι αὐτοί οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί, πού ἀργότερα ὁδήγησαν στή δολοφονία τοῦ μεγαλύτερου Ἕλληνα πολιτικοῦ, τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια, μιά ἐπαίσχυντη πράξη, πού ἐξώθησε ἕναν ἀπό τούς ἐπιφανέστερους καί θερμότερους φιλέλληνες, τόν παγκοσμίου ἀναστήματος Γερμανό ποιητή, δραματουργό καί φυσιοδίφη, Γιόχαν Γκαῖτε, νά δηλώσει συντετριμμένος: «Ἀπό σήμερα παύω νά εἶμαι φιλέλλήνας».
Σήμερα, δυστυχῶς, ὁ Πανελλήνιος ἑορτασμός γιά τή διακοσιοστή Ἐπέτειο τῆς Ἐποποιΐας τοῦ 1821, ἐπισκιάζεται ἀπό τό συνεχιζόμενο κυπριακό δρᾶμα, πού παίζεται σ’ ἕνα ἀμετάβλητο, μέχρι τώρα, 47χρονο σκηνικό ἀδιαλλαξίας καί κυνισμοῦ, μέ μιά Τουρκία ἄπληστη, ὑπερφίαλη καί ἀδιάλλακτη, ἡ ὁποία ὄχι μόνο νά μή συμβάλλει σέ μιά δίκαιη λύση τοῦ κυπριακοῦ προβλήματος, ἀλλά ἀναιδῶς νά ἀπαιτεῖ τή διχοτόμηση τῆς Κύπρου καί τή δημιουργία δύο κρατῶν, κατά παράβαση τῶν ψηφισμάτων τοῦ Συμβουλίου Ἀσφαλείας τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν καί τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου. Ἡ Τουρκία, διά τοῦ στόματος ὑπερφίαλου δικτάτορα, ὡς ἀλέκτορος ἀνερχομένου ἐπί δώματος, ἀπευθύνει τελεσίγραφα καί ἀπειλεῖ Ἑλλάδα καί Κύπρο, πώς, σέ περίπτωση μή συμμορφώσεώς μας πρός τίς θελήσεις της, θά θραύσει διά τῆς βίας τήν ἀντίσταση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ γεωπολιτική θέση Ἑλλάδας καί Κύπρου, ἡ νέα τάξη πραγμάτων, ἡ σημερινή διεθνής συγκυρία μέ τίς ἀσύμμετρες ἐξωτερικές ἀπειλές, πού δεχόμαστε καθημερινά, λόγῳ τοῦ ὀξύτατου μεταναστευτικοῦ προβλήματος, σέ συνδυασμό μέ τή δραματική μείωση τῶν γεννήσεων καί ἐδῶ καί στήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί τήν ἐπεκτατική πολιτική καί τήν ἄφρονα γεωπολιτική, πού ἐφαρμόζει ἡ Τουρκία, καθιστοῦν ἐθνική ἐπιταγή τήν ὁμόνοια, τή συναντίληψη καί τή συστράτευση, ὅλων τῶν ὅπου γῆς Συνελλήνων καί ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ Ἔθνους, οἰκονομικῶν, πολιτικῶν καί πνευματικῶν, μέ στόχο τήν ἐνίσχυση τοῦ Ἔθνους μας στούς καίριους τομεῖς τῆς παιδείας, τῆς ἄμυνας καί τῆς οἰκονομίας. Στό θέμα τῆς ἄμυνας ἐφάνη ἐσχάτως ἀκτίς φωτός νά διασχίζει τά πυκνά νέφη τῆς ἀπαισιοδοξίας, μέ τήν πρόσφατη Γαλλο-Ελληνική ἀμυντική συμφωνια καί τήν ἀγορά ἀπό τήν Ἑλλάδα τῶν τριῶν σύγχρονων φρεγατῶν, πού, σέ συνδυασμό μέ τήν ἤδη παραγγελθεῖσα ἀγορά τῶν 24 πολεμικῶν ἀεροσκαφῶν Ραφάλ «Rafale», τό ὑπέρ τῆς Τουρκίας στρατιωτικό ἀνισοζύγιο τείνει νά ἐξισορροπηθεῖ.
Ἀλλά τό Ἔπος τοῦ ’21 καί τό μαρτύριο τῆς 9ης Ἰουλίου μᾶς διδάσκουν καί μᾶς προβάλλουν τό παράδειγμα τοῦ ἡρωϊσμοῦ καί τῆς αὐτοθυσίας. Οἱ ἥρωες τοῦ Εἰκοσιένα καί οἱ μάρτυρες τῆς 9ης Ἰουλίου δίδαξαν μέ τό παράδειγμά τους, ὅτι ἡ πατρίδα καί ἡ ἐλευθερία κεῖνται πέραν τοῦ θανάτου καί ἡ θυσία γιά τήν προάσπιση τῶν ἀξιῶν αὐτῶν δέν εἶναι θάνατος, εἶναι ὑπέρβαση τῆς ζωῆς, εἶναι ἀθανασία.
Σήμερα, σέ μέρες δύσκολες γιά τήν ἐθνική μας πορεία, νά ξανασκύψουμε πρέπει μέσα στά φῶτα τῆς ἱστορίας μας καί νά σφυρηλατήσουμε τό πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως καί τῆς καρτερίας, γιά ἀγῶνα ἀνυποχώρητο, γιά μία λύση στό ἐθνικό μας θέμα ἔντιμη, δίκαιη, λειτουργική καί βιώσιμη, πού θά ἐξασφαλίζει τήν ἀνεξαρτησία, τήν κυριαρχία καί τήν ἐδαφική ἀκεραιότητα μιᾶς ἀποστρατικοποιημένης Ὁμοσπονδιακῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Μιᾶς λύσης, πού θά ἐγγυᾶται τήν ἐπιστροφή τῶν προσφύγων στίς πατρογονικές τους ἑστίες καί θά κατοχυρώνει τά θεμελιώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα καί τίς βασικές ἀτομικές ἐλευθερίες γιά ὅλους τούς νόμιμους κατοίκους αὐτοῦ τοῦ τόπου, Ἑλληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Ἀρμένιους καί Λατίνους.
Τό ξέρω! Σαρανταεπτά χρόνια, μετά τήν τουρκική κακουργία τοῦ 1974, ἴσως νά ἀκούονται οὐτοπικά αὐτά πού ζητῶ, ἀλλά ἐδῶ θά ἤθελα νά ἐπικαλεσθῶ μιά ρήση ἑνός μεγάλου συγγραφέα, δραματουργοῦ, ποιητῆ καί σκηνοθέτη τοῦ 20οῦ αἰῶνα, τοῦ Μπέρτολτ Μπρέχτ, ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ τά ἑξῆς σοφά: «Ἄν ἀγωνιστοῦμε, μπορεῖ καί νά χάσουμε. Ἄν δέν ἀγωνιστοῦμε, εἴμαστε ἤδη χαμένοι!».
Τό τρίτο καί πολύ καίριο δίδαγμα εἶναι τό δίδαγμα τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων. Οἱ ἥρωες τοῦ 1821 καί οἱ μάρτυρες τῆς 9ης Ἰουλίου ἀγωνίσθηκαν καί θυσιάστηκαν ἤ μαρτύρησαν, ὄχι μόνο γιά τήν ἐλευθερία τους, ἀλλά καί γιά τήν ἱστορία τους, τή θρησκεία τους, τίς παραδόσεις τους καί τόν πολιτισμό τους.
Σήμερα, πού ἡ ἐμπορική καί τεχνολογική παγκοσμιοποίηση, μαζί μέ τήν ἐνσωμάτωσή μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση τῶν 400 ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, δημιουργοῦν κινδύνους πολιτιστικῆς ἀφομοίωσης καί ἀλλοτρίωσης τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί κινδύνους ἀπώλειας τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης, τῆς γλώσσας μας, τῆς θρησκείας μας, τῶν παραδόσεών μας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας, εἶναι ἐπεῖγον νά κρατήσουμε μέσα μας ζωντανό καί ζωοποιό τό παρελθόν μας, τήν ἱστορική μας μνήμη, τήν ἑλληνορθόδοξη πίστη μας, τή γλῶσσα μας καί τίς παραδόσεις μας.
Δυστυχῶς, ὅμως, στίς μέρες μας τό ἔλλειμα ἑλληνοχριστιανικῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας ὁδήγησε σέ ἕνα ἐπίπεδο ἠθικῆς παρακμῆς, μέ ὅσα ἀπίστευτα καί θλιβερά βιώνουμε σήμερα, ὅπως τήν ἐγκληματική κακοποίηση τῆς γλώσσας μας, τή διαστρέβλωση τῆς ἱστορίας μας καί τίς ἀνίερες ἐπιθέσεις ἐναντίον τῆς ἑλληνορθοδόξου χριστιανικῆς θρησκείας μας. Σήμερα, ἀπό πολλούς ἡ ὀρθόδοξη πίστη θεωρεῖται ἀποβλητέα ποσότητα καί χαρακτηρίζεται σάν ὑπόθεση τοῦ παρελθόντος καί παρηγοριά τῶν γερόντων. Σήμερα, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν σιγά-σιγά ἐξοβελίζεται ἀπό τά σχολεῖα, ἡ κοινή προσευχή τῆς Δευτέρας καί ὁ παραδοσιακός κοινός ἐκκλησιασμός τῶν μαθητῶν σιωπηρά καταργήθηκαν καί οἱ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου περιφρονοῦνται καί χλευάζονται. Ἄς συμβούλευε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τούς νέους σέ λόγο, πού ἐκφώνησε στίς 7 Ὀκτωβρίου 1838 στήν Πνύκα, λέγοντας τά ἑξῆς σοφά: «Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστιν σας καί νά τήν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τά ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος. Ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καί φυλάττουν μιά θρησκεία». Ποῖος, ὅμως, ἀκούει σήμερα, μέσα σ’ αὐτή τήν ἠθική ἐξαχρείωση τῶν καιρῶν μας, αὐτόν τόν ἥρωα τῶν ἡρώων τοῦ ’21, ἀρχιστράτηγο Κολοκοτρώνη; Δυστυχῶς, ἡ ἀπάντηση εἶναι οὐδείς.
Ἀλλά καί ὁ ἐξοστρακισμός τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, πού μᾶς συνέδεε μέ τίς γλωσσικές μας ρίζες καί ἄλλες διαστάσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀπέβη ὀλέθριος, πλήττοντας καίρια ὄχι μόνο τήν ἀρχαία ἑλληνική, ἀλλά καί τήν ἑλληνοχριστιανική παιδεία. Κατάπτυστοι τῆς ἱστορίας ἔχουν ἀπομείνει οἱ ἐμπνευστές τῆς μεταρρύθμισης τοῦ 1976 ἐπί ὑπουργίας Ράλλη, γιά τή σαρωτική ἐξαφάνιση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπό τά σχολεῖα.
Σήμερα, ἐδῶ στήν Κύπρο ὑπάρχει μία προσπάθεια, τῶν λεγομένων «Νεοκυπρίων», ἀποχρωματισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί παιδείας καί νόθευσης τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος τῶν Ἑλληνο-κυπρίων, μέ τήν παραχάραξη τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας μέ διάφορους τρόπους, ὥστε νά μήν καλλιεργεῖται στό ἑξῆς ἡ ἑλληνική ἐθνική συνείδηση καί ἡ χριστιανική πίστη στούς μαθητές, ἀλλά ἡ συνείδηση, ὅτι, ὡς Κύπριοι, ἀνήκουμε στό δικό μας Ἔθνος-Κράτος, τήν Κύπρο. Ἐπιδιώκουν, δηλαδή, τόν σταδιακό ἀφελληνισμό τῆς Κύπρου.
Μπροστά σ’ αὐτό τό ἀνοσιούργημα, πού ἐπιχειρεῖται, ὀφείλουμε νά προβάλουμε ὅλοι ἀντίσταση μέ προεξάρχουσα τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἀγῶνας γιά τή συντήρηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας εἶναι ἐξ ἴσου ἱερός μέ τόν ἀγῶνα γιά τήν προάσπιση καί τήν ἀπελευθέρωση τῶν τουρκοπατημένων ἐδαφῶν μας.
Σᾶς καλῶ, λοιπόν, ὅλους νά συμπαραταχθεῖτε στόν ἀγῶνα γιά μιά παιδεία, πού, ὡς βασικό στόχο, θά ἔχει τήν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης καί τῆς χριστιανικῆς πίστης. Στήν ἁρμονική σύζευξη τῆς χριστιανικῆς πίστης καί τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος πρέπει νά ξαναοικοδομήσουμε τήν παιδεία μας, γιατί αὐτή ἡ σύζευξη ἔδωσε τή δύναμη νά ἐπιζήσουμε καί ὡς φυλή καί ὡς θρησκεία μέσα στούς αἰῶνες.
Ἡ Κύπρος, στήν τρισχιλιετῆ ἱστορία της, πολλούς ἀφέντες ἄλλαξε, δέν ἄλλαξε ὅμως καρδιά. Ἡ καρδιά της κτυποῦσε, κτυπᾶ καί θά κτυπᾶ πάντοτε ἑλληνικά.
Μπορεῖ γιά αἰῶνες τοῦτα τά χώματα τῆς Κύπρου, τά ἱερά, νά τά διαφέντευε ἡ σκλαβιά, μά ἑλληνικός καί ἀδούλωτος μέσα της ἔμεινε καί ὁ σπόρος καί ὁ λόγος καί ἡ λαλιά της.
Κλείνω τήν ὁμιλία μου μέ τούς ἀθάνατους στίχους τοῦ μεγάλου μας ποιητῆ, Κωστῆ Παλαμᾶ, πού συγκεφαλαιώνουν μέσα τους τό μεγαλεῖο τοῦ Εἰκοσιένα καί τόν φρονηματισμό τῶν ἐπερχόμενων γενεῶν:
«Αὐτό τό λόγο θά σᾶς πῶ,
δέν ἔχω ἄλλο κανένα:
μεθύστε μέ τ’ ἀθάνατο κρασί
τοῦ Εἰκοσιένα».
Ομιλια του Πανιερωτατου Μητροπολιτου Κυκκου και Τηλλυριας κ. Νικηφορου στην Εκδηλωση για τα 200 Χρονια απο την Ελληνικη Επανασταση του 1821 στην «Αιθουσα Τελετων» του Πολιτιστικου Ιδρυματος της Ιερας Μονης Κυκκου στις 8 Οκτωβριου 2021