Κυριακή των Μυροφόρων, Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξεις των Αποστόλων στ’ 1-7 (16-05-2021)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐν ταῖς ἡμεραῖς ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους͵ ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπαν͵ Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις· ἐπισκέψασθε δέ͵ ἀδελφοί͵ ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτὰ πλήρεις πνεύματος καὶ σοφίας͵ οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους͵ καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον͵ ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ πνεύματος ἁγίου͵ καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα͵ οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων͵ καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ ηὔξανεν͵ καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἰερουσαλὴμ σφόδρα͵ πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, καθώς μεγάλωνε ο αριθμός των μαθητών, άρχισαν να παραπονιούνται οι ελληνόφωνοι πιστοί εναντίον των εβραιοφώνων, ότι στην καθημερινή διανομή των τροφίμων δεν φρόντιζαν τις ελληνόφωνες χήρες όσο έπρεπε. Τότε οι δώδεκα απόστολοι σύναξαν όλους τους μαθητές και είπαν: « Δεν είναι σωστό εμείς ν΄ αφήσουμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να ασχολούμαστε με διανομές τροφίμων. Φροντίστε λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξετε απ’ ανάμεσά σας εφτά άντρες με καλή φήμη, γεμάτους από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος. Αυτούς θα ορίσουμε να κάνουν αυτό το έργο, κι εμείς θα αφιερωθούμε αποκλειστικά στην προσευχή και στο έργο του κηρύγματος». Μ’ αυτά τα λόγια συμφώνησε όλη η κοινότητα. Έτσι διάλεξαν το Στέφανο, άνθρωπο γεμάτον πίστη και Άγιο Πνεύμα∙ επίσης το Φίλιππο, τον Πρόχορο, το Νικάνορα, τον Τίμωνα, τον Παρμενά και το Νικόλαο από την Αντιόχεια, που προηγουμένως είχε προχωρήσει στον Ιουδαϊσμό. Αυτούς τους έφεραν μπροστά στους αποστόλους, που προσευχήθηκαν κι έβαλαν τα χέρια τους στα κεφάλια των εφτά. Στο μεταξύ ο λόγος του Θεού διαδινόταν. Ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ μεγάλωνε πολύ. Ακόμη και ιερείς πάρα πολλοί αποδέχονταν την πίστη.
Σχολιασμός
Η σημερινή αποστολική περικοπή είναι παρμένη από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, όπως και όλες οι αποστολικές περικοπές που διαβάζονται την περίοδο του Πεντηκοσταρίου. Μέσα από αυτή βλέπουμε τη σημαντική αύξηση των πιστών που σημειωνόταν ραγδαία χάρη στη διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά και ένα πρόβλημα που προέκυψε εξαιτίας αυτού. Το πρόβλημα αυτό ήταν τα παράπονα που εξέφραζαν οι ελληνόφωνοι πιστοί εναντίον των εβραιοφώνων Χριστιανών ότι στην καθημερινή διανομή των τροφίμων που γινόταν για τις χήρες δεν είχαν την ίδια αντιμετώπιση οι χήρες των ελληνοφώνων με αυτές των εβραιοφώνων. Το πρόβλημα αυτό λύνεται με την πρόταση που έκαναν οι Απόστολοι προς όλους τους πιστούς. Κάλεσαν λοιπόν τους πιστούς να εκλέξουν μεταξύ τους επτά άνδρες που να έχουν καλοί φήμη και να είναι γεμάτοι από τη σοφία του Αγίου Πνεύματος, για να τους ορίσουν να κάνουν το έργο αυτό της διανομής των τροφίμων. Αυτό το έκαναν γιατί δεν ήταν σωστό οι ίδιοι οι Απόστολοι να αφήσουν το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να ασχοληθούν με τις διανομές των τροφίμων. Αυτό θα το έκαναν οι επτά άνδρες που θα εξέλεγαν οι πιστοί και έτσι οι Απόστολοι θα συνέχιζαν απερίσπαστοι το έργο του κηρύγματος. Οι πιστοί διάλεξαν τον Στέφανο, τον Φίλιππο, τον Πρόχορο, τον Νικάνορα, τον Τίμωνα, τον Παρμενά και τον Νικόλαο και τους έφεραν μπροστά στους αποστόλους, οι οποίοι προσευχήθηκαν, τους χειροτόνησαν για το έργο αυτό βάζοντας τα χέρια τους πάνω στα κεφάλια των επτά αυτών ανδρών.
Μέσα από το αποστολικό αυτό ανάγνωσμα βλέπουμε να αναφύεται ένα πρόβλημα, το οποίο απασχολεί την Εκκλησία από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα και θα την απασχολεί μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Το πρόβλημα αυτό είναι ο σωστός τρόπος με τον οποίο ασκεί τη φιλανθρωπία της προς τους φτωχούς και τους ενδεείς αδελφούς. Από την ίδρυσή της η Εκκλησία πάντοτε μεριμνούσε φιλανθρώπως προς τους φτωχούς που έχουν ανάγκη χωρίς καμία διάκριση. Αυτό γινόταν έχοντας υπόψη ότι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ύπαρξη, άρα υπάρχει ενότητα μεταξύ των πνευματικών και υλικών αναγκών. Η άσκηση του έργου της φιλανθρωπίας δεν είναι ένα εύκολο έργο, αλλά αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα έργα τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν η Εκκλησία στα πλαίσια του ποιμαντικού της έργου. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στους ανθρώπους οι οποίοι θα επιλέγουν για την άσκηση αυτού του έργου. Γι’αυτό και οι απόστολοι ζήτησαν από τους πρώτους Χριστιανούς οι διάκονοι που θα εξέλεγαν να έχουν καλό όνομα και να είναι γεμάτοι με άγιο πνεύμα και σοφία, έτσι ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν καλύτερα κατά το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στο έργο αυτό.
Η ενασχόληση της Εκκλησίας με τη φιλανθρωπία, αλλά και με τα άλλα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει στον κόσμο δεν πρέπει να την εγκλωβίζει και να τη συσχηματίζει με τον κόσμο γιατί τότε χάνει την πραγματική αποστολή της που είναι η φανέρωση στον κόσμο της αλήθειας του Θεού. Αυτό φαίνεται από τη στάση που κράτησαν οι απόστολοι μπροστά στο θέμα αυτό που ανέκυψε μεταξύ των πιστών. Δεν άφησαν τη διακονία του λόγου για να «διακονούν τραπέζας». Αλλά χειροτόνησαν τους επτά διακόνους, για να αναλάβουν το έργο αυτό. Κύριο στόχο στη ζωή τους είχαν τα πνευματικά αγαθά και ακολουθούσαν τα υλικά. Αυτό το στόχο πρέπει να έχουμε και εμείς στη ζωή μας, να μην καταπιανόμαστε με τα υλικά αγαθά μόνο και να ξεχνάμε τα πνευματικά.
Σήμερα με την οικονομική κρίση έχουν αυξηθεί τα άτομα που χρειάζονται βοήθεια. Γι’ αυτό η Εκκλησία προσπαθεί να βοηθήσει όσο περισσότερο μπορεί, με βάση τα μέσα που έχει στη διάθεσή της. Και αυτό το γνωρίζει καλά ο κόσμος που βρίσκεται κοντά στην Εκκλησία και ενδιαφέρεται πραγματικά γι’ αυτήν και την εμπιστεύεται. Τα όποια προβλήματα δημιουργούνται ή και διάφορα λάθη που προκύπτουν κατά την άσκηση του έργου της φιλανθρωπίας χρειάζεται να αντιμετωπίζονται με προσοχή και κατανόηση. Έχοντας υπόψη μας αυτά ας προσευχόμαστε ο Θεός να φωτίζει τον καθένα μας, έτσι ώστε να επιτελέι το έργο που του ανατίθεται με προσοχή και φόβο Θεού.
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Μκ. ιε’ 43 – ιστ’ 8
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσήφ παρακολουθούσαν που τον έβαλαν. Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της. Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες.
Σχολιασμός
Σήμερα, Κυριακή τρίτη από το Πάσχα, η Εκκλησία μας τιμά δυο ομάδες προσώπων: η πρώτη αποτελείται από δυο άνδρες, τον Ιωσήφ και το Νικόδημο, και η δεύτερη από τις μυροφόρες γυναίκες. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος είναι αψευδείς μάρτυρες του πραγματικού θανάτου του Ιησού Χριστού και της ταφής Του και οι μυροφόρες είναι αυτές που άκουσαν πρώτες το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης και είχαν ακολούθως άμεση εμπειρία του Αναστάντος Κυρίου.
«Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον• ήγέρθη, ουκ εστίν ώδε• ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν»
Η Ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού είναι η νίκη της ζωής εναντίον του θανάτου˙ ο Χριστός με το θάνατό του κατατρόπωσε το θάνατο και χάρισε σε μας την αιώνια ζωή. «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι. Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται…» (Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητικός Κυριακής του Πάσχα).
Ο θεάνθρωπος Ιησούς με το πάθος, τον εκούσιο σταυρικό θάνατο και την ανάστασή Του, λύτρωσε οριστικά εμάς τους ανθρώπους από την απελπιστική φθορά και το θάνατο και μας χάρισε την αιώνια ζωή: «Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου καθώς προείπεν, έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και μέγα έλεος» (βλ. Όρθρο Κυριακής του Πάσχα). Ο Κύριος με την Ανάστασή του καταπατά το θάνατο, δίδει τη ζωή σε εκείνους που ήταν καταδικασμένοι να παραμείνουν στα μνήματα και διασφαλίζει την εκ νεκρών ανάσταση όλων των θανόντων. Αυτό άλλωστε φαίνεται ξεκάθαρα και στο εφύμνιο της Πασχαλινής περιόδου: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ο αναστάς Κύριος μεταγγίζει σε μας την αθανασία και την παντοτινή αφθαρσία. Με το φως της Θεότητός Του διαλύει το σκοτάδι της φυλακής των ψυχών των ανθρώπων και ζωοποιεί τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έτσι το γεγονός του θανάτου καθίσταται ένα πέρασμα από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια.
Βέβαια, είναι κατά την ανθρώπινη φύση μας σχεδόν αδύνατο να μην δειλιάσουμε, να μην πονέσουμε και να μην θρηνήσουμε μπροστά στο γεγονός του θανάτου, επειδή είναι κάτι που αρχικά ήταν κάτι εντελώς ξένο προς εμάς. Ο ίδιος ο Κύριος ως τέλειος άνθρωπος δακρύζει μπροστά στο θάνατο του φίλου του Λάζαρου (βλ. Ιωαν. 11,35) και Τον κυριεύει αγωνία όταν πλησιάζει η σύλληψη και η σταύρωσή Του: «Η αγωνία Τον κυρίεψε και προσευχόταν πιο πολλή ώρα. Ο ιδρώτας του γινόταν σαν σταγόνες αίματος κι έπεφτε στη γη» (Λουκ. 22,44). Επίσης για το θάνατο του Κυρίου θρηνούν οι μαθητές Του (πρβλ. Λουκ. 23,17) και οι μυροφόρες γυναίκες (πρβλ. Ιωαν. 19,11).
Εντούτοις, λόγω της βεβαιότητας της Αναστάσεως, ο πόνος μπροστά στο γεγονός του θανάτου δεν μας οδηγεί στην απελπισία, αλλά είναι συνυφασμένος με θεία παρηγοριά. Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Χωρίς Θεό δεν ερμηνεύεται ο πόνος. Με λάθος πάλι Θεό, δεν παρηγορείσαι. Τί φοβερό που η Εκκλησία μας κηρύσσει Θεό Εσταυρωμένο! Πόσο τίμιο και πόσο αληθινό! Πόσο επαναστατικό για τη σκέψη μας και πόσο ανατρεπτικό! Ομολογεί Θεό που είναι για μεν τους Έλληνες μωρία, για δε τους Ιουδαίους σκάνδαλο. Θεό εκούσια ηττημένο, που δεν Τον αντέχει η ορθή λογική. Θεό που ομολογείται με θυσία τόσων μαρτύρων και θριαμβεύει. Θεό που διωκόμενος ζωντανεύει και θανατούμενος ανασταίνεται» («Εκεί που δε φαίνεται ο Θεός», σελ. 212-213).
Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος, είναι αυτός που από την ανυπαρξία μας έπλασε και μας έδωσε τη ζωή. Αυτός και τώρα με την εκ νεκρών Ανάστασή Του μας χαρίζει την προοπτική της αιώνιας ζωής. Ας μη μείνουμε έξω του νυμφώνος. Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το φως της Αναστάσεως. Ας γευτούμε μαζί με τις Μυροφόρες και τους Αποστόλους την εμπειρία της καινούργιας ζωής και αφθαρσίας. Ας προσπαθούμε να γίνουμε μέτοχοι της αιωνιότητος διά μέσω της Εκκλησίας και των μυστηρίων της, για να έχουμε τη βεβαιότητα της Αναστάσεως και κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Γένοιτο!