Με λαμπρότητα και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια εορτάστηκε η μνήμη των Αγίων Ενδόξων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης στον πανηγυρίζοντα Μητροπολιτικό ναό στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας.
Την Παρασκευή, 19 Μαΐου 2017, ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας και Έφορος της Μονής Κύκκου Αρχιμανδρίτης κ. Αγαθόνικος μετέφερε από τη Μονή στον Πύργο Τηλλυρίας αποτμήματα των λειψάνων των Αγίων, όπου έγινε και η σχετική υποδοχή τους, και τα εναπέθεσε στον ομώνυμο ιερό ναό, στην παρουσία πλήθους πιστών και προσκυνητών. Ακολούθως τελέστηκε κατανυκτικός Εσπερινός, ψάληκε Ἱερά Παράκληση και πραγματοποιήθηκε λιτάνευση των ιερών λειψάνων στους κεντρικούς δρόμους της Κοινότητας Κάτω Πύργου Τηλλυρίας και αναπέμφθηκε ειδική δέηση.
Το εσπέρας του Σαββάτου, παραμονή της Εορτής, τελέστηκε πανηγυρικός Εσπερινός, προϊσταμένου του Αρχιμανδρίτου Αγαθονίκου.
Το πρωί, ανήμερα της Εορτής των Αγίων, επισκέφθηκε την Κοινότητα Κάτω Πύργου ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος.
Στην είσοδο του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τον υποδέχθηκε το Ιερατείο με επικεφαλής τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Αγαθόνικο. Ακολούθως ο Πανιερώτατος έψαλε, κατά τον εκκλησιαστικό τυπικό, τις Καταβασίες.
Στη συνέχεια στον σολέα ενδύθηκε άπασα την αρχιερατική του στολή.
Ο Βυζαντινός χορός της Ιεράς Μονής Κύκκου μετέβηκε για το σκοπό της Εορτής στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και απέδωσε μελωδικά, με πανηγυρικό και θαυμαστό τόνο τους ύμνους της Εορτής και σύνολη την ασματική ακολουθία της Θείας Λειτουργίας.
Τον Πανιερώτατο, ο οποίος προέστη της όλης λατρευτικής Ακολουθίας πλαισίωναν, εκτός από τον Αρχιμανδρίτη κ. Αγαθόνικο, ο πολιός Εφημέριος του ιερού ναού Πρωτοπρεσβύτερος Ανδρέας Σπύρου, ο Πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Ζλάτεβ, ο Οικονόμος Νικόλαος Κούτσιος, ο Εφημέριος του ναού Πρεσβύτερος Ιωάννης Σπυρίδωνος και οι Ιεροδιάκονοι Στυλιανός, Βλάσιος και Θεοχάρης.
Στη Θεία Λειτουργία παρέστησαν οι Κοινοτικές Αρχές Κάτω Πύργου, Πάνω Πύργου Πηγαινιών και Μοσφυλίου, οι Στρατιωτικές και Αστυνομικές αρχές της περιοχής, οι Εκπαιδευτικοί των σχολείων της περιοχής, μαθητές και πλήθος πιστών.
Με την ευλογία του Πανιερωτάτου, τον θείο λόγο κήρυξε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Αγαθόνικος, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στο θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού, όπως ο ευαγγελιστής Ιωάννης το διηγείται στο Ευαγγέλιό του, τόνισε την πίστη και την ομολογία του τυφλού μπροστά στις απειλητικές διαθέσεις των θρησκευτικών ηγετών του Ισραήλ, στη συνέχεια προέβηκε στην εξήγηση του θαύματος της διανοίξεως των πνευματικών οφθαλμών του Μεγάλου Κωνσταντίνου με την εμφάνιση του Τιμίου Σταυρού στον ουρανό και την επιγραφή «εν τούτῳ νίκα»˙ ένα γεγονός, το οποίο ακολούθως ο Μέγας Κωνσταντίνος εκμεταλλεύτηκε θεοφιλώς, προκειμένου να τερματιστούν οι διωγμοί και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Εκκλησίας αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Με αφορμή τα δύο αυτά θαυμαστά γεγονότα ο πατήρ Αγαθόνικος κάλεσε όλους να έχομε ανοικτά τα μάτια της ψυχής μας, ώστε να δεχόμαστε τον φωτισμό του Θεού, «ο οποίος φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας όλος ο λαός, ο οποίος συμμετείχε στην Ευχαριστιακή Σύναξη, με επικεφαλής τον Πανιερώτατο και το Ιερατείο και προπορευομένων της Ιεράς Εικόνος των Αγίων και των τιμίων λειψάνων τους, πραγματοποίησε λιτανεία πέριξ του ναού, όπου και αναπέμφθηκε δέηση από τον Πανιερώτατο υπέρ υγείας και σωτηρίας όλων.
Κήρυγμα με την ευκαιρία της Εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας
του Αρχιμανδρίτη Αγαθόνικου Κυκκώτη
Το σημερινό, κατά Ιωάννην, Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου αδελφοί, αναφέρεται στη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Αυτό αποτελεί μια αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος αλλά και τέλειος Θεός.
Ακούσαμε στο Ευαγγέλιο, ότι ο Χριστός, περνώντας από το μέσο της πόλης, συναντάει έναν εκ γενετής τυφλό. Ο Κύριος έκανε πηλό, αφού έφτυσε στο χώμα, «ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ» και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τρόπος αυτός θεραπείας, μας υπενθυμίζει τον τρόπο, που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Ο Θεός, στην Παλαιά Διαθήκη, έπλασε τον άνθρωπο από χώμα. Τώρα ο ενανθρωπήσας Θεός πλάθει τα μάτια του εκ γενετής τυφλού πάλι από χώμα. Τότε, ως άσαρκος Θεός Λόγος, τώρα ως ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος.
Ταυτόχρονα, αλείφοντας με πηλό τα μάτια του τυφλού, δοκιμάζει την πίστη του. Τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Σέβεται, βλέπετε, την ελευθερία του ανθρώπου, και ζητάει τη δική του εκούσια και ελεύθερη συμμετοχή στην αποδοχή του θαύματος. Ο τυφλός, όμως, με πίστη, υπακούει στην εντολή του Χριστού, πηγαίνει και πλένει τα μάτια του και επιστρέφει, βλέποντας.
Ο τύπος του τυφλού, αποτελεί παράδειγμα υπακοής, σε αντίθεση με τον προπάτορα Αδάμ. Ο τυφλός υπακούει, φωτίζεται και βιώνει το θαύμα της υπακοής, και ανακαλύπτει την αλήθεια του προσώπου του Χριστού, ως Θεού.
Όμως, η ζωή του θεραπευμένου, πλέον, τυφλού δεν έγινε ευκολότερη. Γίνεται τώρα στόχος της κακίας και του μίσους των υποκριτών, των ανθρώπων εκείνων, που με αρρωστημένο ζήλο πίστευαν στον Θεό και με προσποιητή ευσέβεια διακήρυτταν την τήρηση του Νόμου του. Ανακρίνουν με κακές προθέσεις τον τυφλό και, αντί να πιστέψουν κι εκείνοι, βλέποντας ζωντανό το θαύμα μπροστά τους, κλείνουν τα μάτια της ψυχής τους. Ο θρησκευτικός φανατισμός τους, όχι μόνο τους τυφλώνει αλλά και εξαφανίζει από την ψυχή τους τη διάκριση, και τους απομακρύνει τελικά από τον Θεό. Οι εκπρόσωποι αυτοί της πνευματικής ηγεσίας του Ιουδαϊκού λαού, μη μπορώντας να αποδεχθούν την αλήθεια στο πρόσωπο του Ιησού, επιδίδονται σ’ έναν εχθρικό αγώνα, προκειμένου ν’ απαξιώσουν το γεγονός του θαύματος και να αποδώσουν σε δαιμονική ενέργεια τη θεραπεία του τυφλού και όχι στη θεία δύναμη και αγάπη. Ανακρίνουν, με προσβλητικό τρόπο, τον θεραπευμένο άνθρωπο. Επικαλούνται και διαστρεβλώνουν τον Μωσαϊκό Νόμο περί της αργίας του Σαββάτου, για να καταστήσουν τον Κύριο θρησκευτικώς υπόλογο. Χαρακτηρίζουν τον Χριστό αμαρτωλό, τυφλωμένοι από την αμαρτωλή υποκρισία τους. Ασκούν ψυχολογική βία στους γονείς του, για να υποβαθμίσουν και ευτελίσουν το θαύμα. Αποπέμπουν τον πρώην τυφλό, επαιρόμενοι για τη δήθεν πνευματική τους επάρκεια και αυτάρκεια. Με λίγα λόγια, αποδεικνύουν, με τη στάση τους, όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν το φαινόμενο του θρησκευτικού φανατισμού.
Αγαπητοί μου, ο τυφλός μόλις ξαναβρήκε το φως του, κλήθηκε από το κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον, το οποίο μέχρι τότε γνώριζε την τυφλότητά του, να δώσει εξηγήσεις για το θαύμα που βίωσε. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των γονέων τού πρώην τυφλού. Στα επίμονα ερωτήματα των Ιουδαίων οι γονείς απαντούν για το γιό τους: «αυτός ηλικίαν έχει αυτόν ερωτήσατε» (Ιω. 9,21). Η στάση τους είναι διπλωματική και επιφυλακτική. Γνωρίζουν ποιός θεράπευσε το παιδί τους. Δεν θέλουν όμως να το ομολογήσουν δημόσια, γιατί προτιμούν να μη γίνουν αποσυνάγωγοι. Έτσι συλλαμβάνονται δειλοί. Προτιμούν αυτό που τους βολεύει, δηλαδή την κοινωνική τους θέση, και αρνούνται αυτό που έλαβαν, τη θεραπεία του παιδιού τους. Δεν θέλουν να πιστέψουν στον Χριστό και να προχωρήσουν με γενναιότητα στην ομολογία, αλλά και την ιδία στιγμή κρύβονται πίσω από το παιδί τους.
Το μίσος των Φαρισαίων και ο φόβος των γονέων έρχονται σε πλήρη αντιπαράθεση με την πίστη και την αγνότητα της ψυχής του πρώην τυφλού στο σώμα αλλά τώρα φωτισμένου και στο σώμα και στον νου ανθρώπου. Αυτός γνωρίζει την αλήθεια, ξέρει ποιός τον θεράπευσε και δεν κρύβεται αλλά μαρτυρεί το θαύμα της σωτηρίας του και ομολογεί το δικό του ευεργέτη Θεό.
Τρείς αιώνες αργότερα, ως άλλος τυφλός, σε ένα έντονα εθνικό περιβάλλον, κλήθηκε ο Υιός της Αγίας Ελένης, να ανοίξει τα δικά του μάτια, και τα μάτια μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, μιας ολόκληρης Οικουμένης. Αυτός ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, που αναδείχθηκε, όχι μόνο σε έργα πολιτικής σύνεσης, οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής μεταρρύθμισης, στρατιωτικής δεξιοτεχνίας και φρόνησης, αλλά κυρίως σε έργα αποκατάστασης της διωκόμενης Εκκλησίας, της τιμής των Αγίων Μαρτύρων, της ανέγερσης ναών και της σύγκλησης Συνόδων και της αλλαγής του ρου της Ιστορίας. Αυτός δίδαξε έμπρακτα ότι η αλήθεια δεν επιβάλλεται με την βία αλλά με τον λόγο και τον διάλογο. Παρών ο ίδιος, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, ως έχων θέση πρώτου Επισκόπου. Δεν επεμβαίνει, ακούει, σέβεται τους αγίους Πατέρες και αναδεικνύεται υπερασπιστής της Αλήθειας.
Εορτάζουμε σήμερα τη μνήμη των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και της μητρός αυτού Ελένης. Μιας θαρραλέας μάνας, Αγίας Βασίλισσας, ταπεινής αυτοκράτειρας, που με πίστη, σεβασμό και σεμνότητα, πόθο αληθείας ανήγειρε ναούς ευσεβείας προς δόξαν του αληθινού Θεού, ανακαλύπτοντας ιερά Θησαυρίσματα και προσκομίζοντας τεμάχια των αγιασμένων στοιχείων των Παθών του Κυρίου και στον τόπο μας. Η Αγία αυτή Βασίλισσα αναγέννησε αισθητά και πνευματικά και το αγιασμένο τούτο νησί μας.
Αγαπητοί μου, η ομολογία των τιμωμένων Αγίων μας και του τυφλού της Ευαγγελικής περικοπής έγινε ενώπιον του κόσμου.
Έτσι και η συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας πρέπει να είναι μια δημόσια μαρτυρία της πίστης μας. Ζούμε σε έναν κόσμο, που θεωρεί τη Χριστιανική πίστη παρωχημένη υπόθεση και σπεύδει πολλές φορές να γελοιοποιήσει, όποιον αποδέχεται την αγάπη του Θεού, τον χριστιανό, που εκκλησιάζεται και συμμετέχει στη ζωή της ενορίας του, αυτόν που αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, αυτόν που αγαπά και δεν ανταποδίδει το κακό και είναι έτοιμος να συγχωρέσει, αυτόν που αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του και δεν φοβάται την περιθωριοποίηση. Αυτόν που έχει το πνευματικό θάρρος να δει τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής και αντιστέκεται στο κακό, αυτόν, που έχει βρει την οδό της Βασιλείας του Θεού και έχει απαλλαγεί από το σκοτάδι, γιατί φωτίζονται τα μάτια της ψυχής και του σώματός του, όταν γεύεται το πανάχραντο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας και ζει τη δική του υγιή όραση μέσα από την ομολογία του στο μυστήριο της Εξομολογήσεως.
Λοιπόν, αδελφοί μου, χρειάζεται για όλους μας μια πνευματική ενηλικίωση και ωριμότητα. Για να το επιτύχουμε, όμως, χρειαζόμαστε προσευχή και εμπιστοσύνη στον Θεό. Χρειαζόμαστε νίκη κατά της αμαρτίας, που αρνείται να κρατήσει την αλήθεια. Χρειαζόμαστε απαγκίστρωση από το πνεύμα της αθεΐας, όπως, επίσης, και της προσκόλλησης στους τύπους, των όσων εμείς νομίζουμε ότι είναι η αλήθεια.
Αυτός ο δρόμος είναι δύσκολος, γιατί χρειάζεται παραίτηση από την στάση, ότι μόνο εμείς τα γνωρίζουμε όλα, και απορρίπτουμε τους πνευματικούς οδηγούς και δεν τους επιτρέπουμε να επιχρίσουν τα μάτια της ψυχής μας. Απορρίπτουμε αυτούς που παλεύουν και ζουν στη ζωή τους τον Χριστό. Απορρίπτουμε αυτούς που πνευματική ηλικία έχουν και είναι διατεθειμένοι να ομολογήσουν το φως.
Αυτό το φως που ο Άγιος Κωνσταντίνος είδε, εν οράματι, ζωντανό με τον υπέρλαμπρο Σταυρό και την επιγραφή «εν τούτω Νίκα» και γαλήνεψε την οικουμένη.
Γαλήνεψε στο λιμάνι του Χριστού και είδε το αληθινό φως κι αναδείχθηκε Άγιος. Γι’ αυτό κι εμείς κι εσείς να ζητήσομε πρέπει, αδελφοί, στη δική μας τη ζωή τον Χριστό, να αποδεχθούμε τον Χριστό, γιατί αυτός, είναι το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει και αγιάζει «πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον».