Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς Ἑορτῆς, εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς, καί ἔκραξε, λέγων˙ Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με, καί πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. (Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν˙ οὔπω γάρ ἦν Πνεῦμα ἅγιον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη). Πολλοί οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τόν λόγον ἔλεγον. Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Προφήτης. Ἄλλοι ἔλεγον˙ Μή γάρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστός ἔρχεται; Οὐχί ἡ Γραφή εἶπεν, ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβίδ, καί ἀπό Βηθλεέμ τῆς κώμης ὅπου ἦν Δαβίδ, ὁ Χριστός ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινές δέ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν˙ ἀλλ’ οὐδείς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτόν τάς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρός τούς Ἀρχιερεῖς καί Φαρισαίους˙ καί εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι˙ Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται˙ Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι˙ Μή καί ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτόν, ἤ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μή γινώσκων τόν νόμον, ἐπικατάρατοί εἰσι. Λέγει Νικόδημος πρός αὐτούς, ὁ ἐλθών νυκτός πρός αὐτόν, εἷς ὤν ἐξ αὐτῶν˙ Μή ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τόν ἄνθρωπον, ἐάν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον, καί γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν, καί εἶπον αὐτῷ˙ Μή καί σύ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον, καί ἴδε, ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε, λέγων˙ Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου˙ ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς.
Την τελευταία μέρα της γιορτής, την πιο λαμπρή, στάθηκε ο Ιησούς μπροστά στο πλήθος και φώναξε: «Όποιος διψάει, να ’ρθεί σ’ εμένα και να πιεί. Μέσα από κείνον που πιστεύει σ’ εμένα, καθώς λέει η Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν». Αυτό το είπε ο Ιησούς εννοώντας το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι είχαν πιστέψει σ’ αυτόν. Γιατί τότε ακόμα δεν είχαν το Άγιο Πνεύμα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί με την ανάσταση. Πολλοί άνθρωποι από το πλήθος, που άκουσαν αυτά τα λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι ο Μεσσίας». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Ο Μεσσίας θα’ρθεί από τη Γαλιλαία; Η Γραφή δεν είπε πως ο Μεσσίας θα προέρχεται από τους απογόνους του Δαβίδ και θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ, το χωριό καταγωγής του Δαβίδ; Το πλήθος λοιπόν διχάστηκε εξαιτίας του. Μερικοί απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, κανείς όμως δεν άπλωσε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οι φρουροί στους αρχιερείς και στους Φαρισαίους, κι αυτοί τους ρώτησαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;» Οι φρουροί απάντησαν: «Ποτέ δε μίλησε άνθρωπος όπως αυτός». Τους ξαναρώτησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς; Πίστεψε σ’ αυτόν κανένα μέλος του συνεδρίου ή κανείς από τους Φαρισαίους; Πιστεύει μόνο αυτός ο όχλος, που δεν ξέρουν τον νόμο του Μωυσή και γι’ αυτό είναι καταραμένοι». Τότε ο Νικόδημος, που ήταν ένας απ’ αυτούς, εκείνος που είχε πάει στον Ιησού νύχτα λίγον καιρό πριν, τους ρώτησε: «Μήπως μπορούμε σύμφωνα με τον νόμο μας να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο, αν πρώτα δεν τον ακούσουμε και δεν μάθουμε τι έκανε; Κι αυτοί του είπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Μελέτησε τις Γραφές και θα δεις πως κανένας προφήτης δεν είναι να ’ρθει από τη Γαλιλαία». Τότε ο Ιησούς τους μίλησε πάλι και τους είπε: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου˙ εκείνος που με ακολουθεί δε θα πλανιέται μέσα στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που φέρνει στη ζωή».
Δεν αρκεί να είναι κανείς εγγεγραμμένος στους ενοριακούς καταλόγους για να λέει ότι ανήκει στην ενορία. Χρειάζεται ουσιαστική συμμετοχή στη ζωή του σώματος της ενορίας. Συμμετοχή στο μυστικό τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας, στη λατρευτική ζωή και σ’ όλες τις ανάγκες της. Συμμετοχή στα γεγονότα της ζωής των άλλων μελών. «Εἴτε πάσχει ἕν μέλος συμπάσχει πάντα τά μέλη, εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 26) είναι η βασική αρχή, η οποία πρέπει να διέπει τις σχέσεις μας με τους άλλους αδελφούς. Δεν πρέπει να είμαστε ξένοι ανάμεσα σε ξένους, άγνωστοι δίπλα σ’ αγνώστους, αλλ’ αδελφοί με ζωντανή αγάπη και ζωηρό ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο. Δυστυχώς μέσα στις μεγαλουπόλεις με τις πολυάνθρωπες ενορίες, οι ενορίτες όχι μόνο δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά ούτε τους ποιμένες τους γνωρίζουν. Ακόμα πολλοί από κείνους που εκκλησιάζονται δεν έχουν συνείδηση σώματος, αλλά είναι μια απρόσωπη θρησκευτική ομάδα. Οι συνάξεις ικανοποιούν τις ατομικές τους θρησκευτικές ανάγκες και καταντούν ηθικιστικές συγκεντρώσεις.
Παραμένουν θεατές των Μυστηρίων και αμέτοχοι. Η σύναξη όμως της ενορίας έχει άλλο σκοπό. Να εγκεντρίσει τον άνθρωπο στο Μυστικό Σώμα του Χριστού. Να του μεταδώσει ζωή από την πηγή της ζωής. Να τον ενώσει με τους αγίους. Να τον καθαρίσει από τον ρύπο της αμαρτίας. Να τον χριστοποιήσει. Βέβαια οι συνθήκες της εποχής δεν ευνοούν τη δημιουργία συνειδήσεως εκκλησιαστικής. Τουλάχιστον όμως όσοι ζουν πιο κοντά στην Εκκλησία, όσοι εκκλησιάζονται τις Κυριακές και βιώνουν κατά δύναμη τη Μυστηριακή ζωή, θα πρέπει να βοηθήσουν στην αναζωπύρωση της ενορίας, στην ανασυγκρότησή της σε σώμα οργανικής ενότητας και στη δημιουργία οικογενειακής ατμόσφαιρας.
Το γεγονός της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται μέσα στην Εκκλησία μας. «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν μέν ἀεί καί ἔστι καί ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον» ψάλλουμε σήμερα θριαμβευτικά. Στους ναούς μας με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας το «ξένον ἄκουσμα καί ξένον θέαμα» της καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται καθημερινή πραγματικότητα. Ας μην περιφρονούμε τη δωρεά του Θεού. Αν θέλουμε να λάβουμε το Άγιον Πνεύμα, ας προσέλθουμε στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας επικαλούμενοι με πίστη τη Χάρη του Παρακλήτου. «Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν…».