Μετά, εργάστηκα στην Αμμόχωστο, σε ένα τυπογραφείο, ως βιβλιοδέτης. Είχα πάντοτε μια νοσταλγία προς τον Απόστολο Βαρνάβα. Με τραβούσε η φυσιογνωμία του Αποστόλου Βαρνάβα. Σε μια επίσκεψη μου στο μοναστήρι ένοιωσα μια ουράνια ευωδία στον τάφο του Αποστόλου Βαρνάβα, γεγονός που με ήλκυσε να καταφύγω και δεύτερη φορά. Σε μια Ακολουθία, τα Χριστούγεννα, ήρθε πάλιν εκείνη η αόρατη ευωδία, εκεί στον τάφο, και μου έδωσε την ώθηση προς το μοναστήρι.
Τότε το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα δεν είχε επάνδρωση. Ήταν οι τρεις Γέροντες και πήγανε και τρία μικρά παιδιά του σχολείου, ένας από τους τρεις είναι ο Χωρεπίσκοπος Τριμυθούντος Βασίλειος. Τους βρήκα εκεί μικρά παιδιά 14 χρόνων. Στο μοναστήρι έκανα τη δήλωση μου ότι νοσταλγούσα να βιώσω εκεί. Το χαρήκανε πολύ οι πατέρες.
Κι έτσι πήρα την απόφαση το 1964, ήταν 27 Μαΐου, να καταλήξω στο μοναστήρι. Μου έδωσαν πολλήν αγάπη οι πατέρες. Κι εγώ, βέβαια, αγάπησα τους Γέροντες και πιο πολύ τη μονή η οποία ήθελα να επανδρωθεί, να ανακαινισθεί, ν’ αρχίσει μια νέα πνευματική ζωή.
Οι τρεις Γέροντες, τότε που πήγα εγώ, είχαν πίσω τους 50 σχεδόν χρόνια εκεί. Τα τρία παιδιά, ήταν ο Χωρεπίσκοπος Βασίλειος, από τις Μάντρες, ο πατήρ Αντώνιος, ο οποίος τώρα είναι ιερέας στα Πολεμίδια και είχε ακόμη ένα παιδί από το Βουνί. Οι Γέροντες, ήτανε παιδιά ενός ιερέως από την Αφάνεια. Ο πατέρας τους λεγόταν Γαβριήλ και φαίνεται, όταν πήρα το όνομα Γαβριήλ είχαν στη σκέψη τους τον πατέρα τους. Βέβαια, εγώ ήμουν Γεώργιος. Όμως, από την πρώτη ώρα που είπα ότι θα έμπαινα στο μοναστήρι ο πατήρ Χαρίτων είπε: και το όνομα σου θα είναι Γαβριήλ. Ο πατέρας τους ήταν ιερεύς, ο οποίος, απέθανε το 1900».