Μέσα στό Πασχάλιο, θριαμβευτικό καί χαρμόσυνο κλῖμα τῆς περιόδου αὐτῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τῆς γνωστῆς μέ τό ὄνομα «Περίοδος τοῦ Πεντηκοσταρίου», ἀπό τό ἱερό καί χαρμόσυνο ἐκκλησιαστικό-λειτουργικό βιβλίο «Πεντηκοστάριον», τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου ἐκτείνεται ἀπό τή λαμπροχαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἐνδόξου καί λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μέχρι τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, μέσα σέ αὐτή τήν ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα, ἔμπλεοι καί ἐμεῖς χαρᾶς ἀνεκλάλητης, ἀγαπητοί Χριστιανοί, σᾶς χαιρετοῦμε μέ τόν ἀναστάσιμο χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη!».
VIDEO Ομιλία Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου κατά τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Τυφλού και της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον Πανηγυρίζοντα Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας. Στις 21 Μαΐου 2023 https://imkykkou.org.cy/archives/13163 (Κείμενο, Φωτογραφίες, Βίντεο) https://youtu.be/Pcybsk4Gl1Q (Βίντεο)https://youtu.be/_jaiu0czCB8 (Βίντεο 4Κ)
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὡς νίκη κατά τοῦ θανάτου, σηματοδοτεῖ τήν ἔναρξη μιᾶς νέας ζωῆς καί ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ἐλπίδας γιά τήν αἰωνιότητα. Χωρίς αὐτή, ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ πίστη μας θά ἦταν χωρίς περιεχόμενο καί ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε λόγο ὑπάρξεως. «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται», διακηρύσσει, «κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (Α’ Κορ. ιε’ 14).
Ἕκτη Κυριακή σήμερα ἀπό τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, ἀπό τό παμμέγιστο αὐτό ὑπαρξιακό γεγονός, μέ τό ὁποῖο ἔγινε ἡ ἀνάπλαση καί ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καί ἡ Κυριακή αὐτή ὀνομάζεται «Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ», ἐξαιτίας τοῦ θαύματος, πού ἔγινε ἀπό τόν Κύριο, μέ τό ὁποῖο ἕνας ἐκ γενετῆς τυφλός ἀνέκτησε τό φῶς του. Τόση σπουδαιότητα ἀπέδωσε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό μεγάλο αὐτό θαῦμα, ὥστε μᾶς ἀφηγεῖται, στό σημερινό Εὐαγγέλιο, τούς συναφθέντας διαλόγους καί ὅλα τά συνδεόμενα μέ αὐτό γεγονότα.
Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι προσπαθοῦσαν νά ἀμφισβητήσουν τό θαῦμα καί νά συκοφαντήσουν τόν Χριστό, ἐπειδή, τάχα, θεράπευσε τόν τυφλό, κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, πού ἦταν μεγάλη ἀργία. Προσπάθησαν οἱ διεστραμμένοι αὐτοί ἄν-θρωποι νά ἀμφισβητήσουν τό θαῦμα ἀκόμη καί στόν θεραπευθέντα τυφλό. Αὐτός, ὅμως, ὄχι μόνο ὁμολογεῖ τό θαῦμα, ἀλλά καί ὑπερασπίζεται τόν Χριστό. Ὁ πρώην τυφλός, φωτισθείς ἄνωθεν, τούς ἔδωσε τήν ἀκόλουθη θαρραλέα καί ἱστορική, θεόπνευστη ἀπάντηση: «…ξέρουμε πώς ὁ Θεός τούς ἁμαρτωλούς δέν τούς ἀκούει, ἀλλά, ἄν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αὐτόν τόν ἀκούει. Ἀπό τότε, πού ἔγινε ὁ κόσμος δέν ἀκούστηκε ποτέ νά ἀνοίξει κάποιος τά μάτια ἑνός γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτός δέν ἦταν ἀπό τόν Θεό, δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτε» (Ἰω. θ’ 31-33)˙ καί ἀμέσως οἱ τυφλωμένοι ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τό μῖσος, ἀμετανόητοι Φαρισαῖοι τοῦ ἀπάντησαν ὀργισμένοι: «Ἐσύ εἶσαι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία ἀπό τότε πού γεννήθηκες, καί κάνεις τόν δάσκαλο σέ μᾶς;» (Ἰω. θ’ 34), καί τόν πέταξαν ἔξω. Ὁ Χριστός, μαθαίνοντας τό θάρρος τοῦ πρώην τυφλοῦ, τόν βρίσκει καί τοῦ ἀποκαλύπτεται, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, καί τότε ὁ τυφλός, πού εἶχε ἤδη ἀποκτήσει τή φυσική-σωματική του ὅραση, ἀποκτᾶ τώρα καί τήν πνευματική του ὅραση. Ἀνοίγουν τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί μέ παρρησία, χωρίς κλυδωνισμούς καί ἀμφιταλαντεύσεις, ὁμολογεῖ: «πιστεύω Κύριε˙ καί προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰω. θ’ 35-38).
Χριστιανοί μου, Ὁ τυφλός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μπορεῖ νά ἦταν τυφλός στό σῶμα, ἀλλά φωτεινός στό πνεῦμα. Γι’ αὐτό καί αὐτός ὁ ἄσημος, ὁ κουρελής ζητιάνος, ὁ ἀγράμματος καί περιφρονημένος τυφλός τῆς Ἰερουσαλήμ, γίνεται διδάσκαλος καί μᾶς διδάσκει τά γνωρίσματα, πού πρέπει νά ἔχουμε, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, καί νά ζοῦμε μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι μέσα σέ πνευματικό σκοτάδι. Καί τά γνωρίσματα αὐτά εἶναι: ἡ πίστη, ἡ ὑπακοή, ἡ θαρραλέα ὁμολογία καί ἡ εὐγνωμοσύνη, πού ἐπέδειξε ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός.
Ἡ πίστη τοῦ τυφλοῦ Ὁ τυφλός ἔδειξε παραδειγματική πίστη στόν Χριστό. Μέ πίστη δέχθηκε στά μάτια του τή λάσπη, πού ἑτοίμασε ὁ Χριστός. Μέ πίστη πῆρε τόν δρόμο πρός τήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, στήν ὁποία τόν ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς νά νιφθεῖ. Καί ὅταν ἀργότερα εἶδε τόν Εὐεργέτη του μέ τά θεραπευθέντα σωματικά μάτια του, διακήρυξε τήν πίστη του, λέγοντας «πιστεύω Κύριε». Ἡ πίστη στόν Χριστό εἶναι τό πρῶτο, εἶναι ἡ βάση, εἶναι τό θεμέλιο. Χωρίς πίστη στόν Χριστό δέν μποροῦμε νά εἴμαστε χριστιανοί. Καί ἡ πίστη μας αὐτή πρέπει νά εἶναι θερμή, σταθερή καί ἔμπρακτη. Μέ πράξεις ἀγάπης. Μέ πράξεις ἀρετῆς. Γιατί διαφορετικά ἡ πίστη μας εἶναι νεκρή, ἀφοῦ, κατά τόν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο: «πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. β’ 26).
Ἡ ὑπακοή τοῦ τυφλοῦ Ἡ ὑπακοή τοῦ τυφλοῦ στόν Χριστό ἦταν ἀξιοθαύμαστη. Τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ». Καί ὁ τυφλός ἔκανε ὑπακοή καί πῆγε. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑπακοή ὁδήγησε στή θεραπεία. «Ἐνίψατο καί ἦλθε βλέπων» (Ἰω. θ’ 7). Ἡ ὑπακοή στόν Θεό, ἀλλά καί στούς ἀνθρώπους, πού ἀγρυπνοῦν γιά τίς ψυχές μας, δηλαδή στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μεγάλη ἀρετή, ἀποτελεῖ δέ γνώρισμα τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ. Γι’ αὐτό, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε γνήσιοι χριστιανοί, πρέπει νά εἴμαστε τέκνα ὑπακοῆς. Τό παράδειγμά μας ἄς εἶναι ὁ τυφλός του σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου» (Φιλ. β’ 8).
Ἡ ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ Ὁ τυφλός, ὄχι μόνο πίστεψε στόν Χριστό καί ὑπάκουσε σέ αὐτόν, ἀλλά καί μέ παρρησία ὁμολόγησε αὐτόν. Καί μπροστά στούς γειτόνους του, πού ἀποροῦσαν πῶς ἄνοιξαν τά μάτια του, ἀλλά καί ἐνώπιον τῶν Φαρισαίων καί Γραμματέων ἔκανε τήν πιό καλή ὁμολογία, πού τούς ἄφησε ἄφωνους: «εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. θ’ 33), διακήρυξε. Ἡ θαραλλέα ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ πρέπει νά μᾶς προβληματίσει ὅλους. Γιατί σήμερα, δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι χριστιανοί δέν ὁμολογοῦν τόν Χριστό. Ντρέπονται ἀκόμη καί τόν σταυρό τους νά κάνουν, πού εἶναι σύμβολο ὁμολογίας χριστιανικῆς. Καί ὅμως, ἡ ὁμολογία εἶναι γνώρισμα τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαίωσε ρητῶς: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι’ 32). Χωρίς φόβο, λοιπόν, ἀλλά καί χωρίς φανατισμό, πρέπει νά ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας πρός τόν Χριστό, ὅπου ἡ περίσταση τό ἐπιβάλλει.
Ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ τυφλοῦ Ἡ εὐγνωμοσύνη πλημμύριζε, τέλος, τήν καρδιά τοῦ τυφλοῦ. Ἤθελε νά γνωρίσει τόν εὐεργέτη του, γιά νά τοῦ πεῖ τό μεγάλο εὐχαριστῶ. Καί ὅταν τόν γνώρισε «προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰω. θ’ 38). Ἔτσι καί μεῖς πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε εὐγνώμονες στόν Θεό, ἀλλά εὐγνώμονες καί σέ κάθε ἄνθρωπο, πού μᾶς εὐεργέτησε, πού μᾶς ἔκανε καί τό πιό μικρό καλό, γιατί εἶναι καί ἡ εὐγνωμοσύνη γνώρισμα τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ. Νά μήν ξεχνοῦμε ποτέ τό παράδειγμα τῶν δέκα λεπρῶν, πού θεραπεύθηκαν ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά μόνο ἕνας, καί αὐτός Σαμαρείτης, ἐπέστρεψε γιά νά τόν εὐχαριστήσει. Οἱ ἄλλοι ἐννέα, πού ἦσαν Ἰουδαῖοι, δέν αἰσθάνθησαν τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν καί νά εὐχαριστήσουν τόν Κύριο. Καί τότε τό παράπονο ἀνῆλθε στά χείλη τοῦ Κυρίου: «οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δέ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ’ 17). Ὅλα αὐτά τά γνωρίσματα, πού στόλιζαν τήν ψυχή τοῦ τυφλοῦ, πρέπει νά στολίζουν καί νά ὀμορφαίνουν καί τή δική μας ψυχή, ἄν θέλουμε νά ἔχουμε ὑγιεῖς τούς πνευματικούς μας ὀφθαλμούς καί νά μή ζοῦμε μέσα σέ μιά πνευματική τύφλωση, μακριά ἀπό τόν Χριστό, πού εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό. Σήμερα, ὅμως, δυστυχῶς, ὅπως τούς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὑπάρχουν ἄνθρωποι τυφλοί στήν ψυχή, ἄνθρωποι πού ζοῦν μέσα σέ πηκτό πνευματικό σκοτάδι. Ἐκεῖνοι, πού ἔχασαν τήν πίστη τους στόν Θεό καί ζοῦν μέσα στήν ἁμαρτία, εἶναι τυφλοί καί ζοῦν μέσα στό πνευματικό σκοτάδι. Ἐκεῖνοι, πού δέν ἔχουν μέσα τους τήν ἀγάπη καί τή συμπόνοια, ἀλλά ἔχουν τό μῖσος καί τήν κακία, εἶναι καί αὐτοί πνευματικά τυφλοί. Ἀλλά καί ἐκεῖνοι, πού φθονοῦν τόν συνάνθρωπό τους, εἶναι τυφλοί, γιατί ὁ φθόνος εἶναι πάθος, πού τυφλώνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἐπίσης πάθη, πού βυθίζουν τόν ἄνθρωπο στό σκοτάδι. Ἀλλά καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατάλαλος, ὅταν, δηλαδή, κουτσομπο-λεύει, κρίνει καί κατακρίνει τόν συνάνθρωπό του, τότε καί αὐτός ζεῖ μέσα στό σκοτάδι. Γενικά, ὅσες φορές αἰσθανόμαστε νά μᾶς νικᾶ τό πάθος τῆς ἁμαρτίας, τότε σκοτίζεται ἡ σκέψη μας, χάνεται τό φῶς τῆς ψυχῆς μας καί ζοῦμε μέσα σέ μιά ἀσέληνη, ἀξημέρωτη νύκτα, μέσα σ’ ἕνα πηκτό, ἀδιαπέραστο πνευματικό σκοτάδι. Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶναι τό φῶς, εἶναι ἡ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ὁ ἄδυτος. Καί ὅποιος ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, δέν ζεῖ μέσα στό σκοτάδι, δέν ζεῖ μέσα στή νύκτα, δέν ζεῖ μέσα στήν τύφλωση, ἀλλά φωτίζεται ἡ σκέψη του, ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, ἡ ζωή του, τό εἶναι του, ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του, καί ἀκολουθεῖ τόν ὀρθό δρόμο, τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή καί βασιλεία. Ἄλλωστε αὐτό τό διακήρυξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου˙ ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. η’ 12). Ἀλλά σήμερα, ἀγαπητοί Χριστιανοί, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καί τήν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων, θεοστέπτων Βασιλέων καί ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, καί μαζί της συνεορτάζει καί ὁ περικαλλής αὐτός ναός, πού κτίστηκε μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα σας, καί τόν στολίσατε μέ τό ὑστέρημα τῆς φτώχειας σας καί μέ τό περίσσευμα τῆς ἀγάπης σας, καί τόν ἀναδείξατε φάρο πνευματικό τῆς κοινότητάς σας, τῆς μαρτυρικῆς αὐτῆς κοινότητας Κάτω Πύργου, τῆς πρωτεύουσας τῆς εὐλογημένης αὐτῆς γῆς, τῆς πολιορκημένης γιά 49 τώρα χρόνια ἀπό τούς τούρκους εἰσβολεῖς, πολύπαθης Τηλλυρίας. «Δεῦτε, λοιπόν, φιλεόρτων τό σύστημα, δεῦτε καί χορείαν στησόμεθα», γιά νά τιμήσουμε: «ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Ἐφ. ε’ 19), τήν ἱερή μνήμη τῶν πολιούχων ἁγίων τῆς ἀκριτικῆς αὐτῆς κοινότητάς σας, τῶν ἁγίων ἐνδόξων θεοστέπτων Βασιλέων καί ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, οἱ ὁποῖοι ἔβγαλαν τόν Χριστιανισμό ἀπό τίς κατακόμβες καί ἔτσι ἀνα-μόρφωσαν καί ἐξευγένισαν καί τήν περιελθοῦσα σέ τρομερή ἠθικοθρησκευτική παρακμή ἀνθρωπότητα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, πού γεννήθηκε τό ἔτος 274 καί ἀπέθανε τήν 21η Μαΐου 337, ἦταν μία δυναμική καί θαρραλέα προσωπικότητα, ὁ ὁποῖος στή διοίκηση τῆς τότε ἀπέραντης αὐτοκρατορίας του, δέν μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπό τόν φαῦλο κύκλο τῶν ἐγκλημάτων. Σ’ αὐτή τήν ἀδυναμία τοῦ Κωνσταντίνου, ἦλθε ὁ Θεός σέ βοήθειά του. Ὁ Χριστός ἐπέβλεψε στήν ἐσωτερική διάθεση τοῦ Κωνσταντίνου, καί γιά νά τόν ὁδηγήσει ἀπό τήν εἰδωλολατρεία στήν ὀρθή πίστη, στόν Χριστιανισμό, τοῦ πρόσφερε, μέ τό γνωστό ὅραμα «ἐν τούτῳ νίκα», ἀπ’ εὐθείας τήν κλήση, ὅπως εἶχε γίνει καί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὅπως διηγεῖται ὁ σύγχρονός του Εὐσέβιος ὁ Πάμφιλος, Ἐπίσκοπος Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης (307 μ.Χ.), ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐνῶ ἐβάδιζε ἐναντίον τοῦ Μαξέντιου, μεγάλου διώκτη τῶν χριστιανῶν, εἶδε μέ τά μάτια του, κατά τή μεσημβρία καί μέσα σ’ ἕνα καθαρό οὐρανό, φωτεινό σταυρό, πού ἔφερε ἐπιγραφή μέ ἑλληνικά γράμματα «ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ». Ἡ σημασία τοῦ ὑπερθαύμαστου αὐτοῦ σημείου εἶναι μοναδική, γιατί ἀπό τότε, μέ τή βοήθεια τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄλλαξε ὅλη ἡ ροή τῆς ἱστορίας. Τώρα, μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ στόν Κωνσταντῖνο καί τῆς ἀποδοχῆς τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό αὐτόν, ἄρχισε ἡ περίοδος τοῦ θριάμβου τῶν χριστιανῶν, αὐτῶν, πού, «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία», ὑπέμεναν γιά αἰῶνες ἀγόγγυστα διωγμούς καί μαρτύρια καί φρικτούς θανάτους. Μέ τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τοῦ 313 μ.Χ., τό ἱστορικό ἐκεῖνο Διάταγμα τῆς Ἀνεξιθρησκείας καί ἐλευθερίας τῆς συνειδή-σεως, πού ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος σέ συνεργασία μέ τόν Λικίνιο ἐξέδωσε, ἀποδόθηκε δικαιοσύνη καί ἐλευθερία καί στούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι μποροῦσαν πλέον ἐλεύθερα νά τελοῦν τή λατρεία τους σέ Ἀνατολή καί Δύση. Ἀποδόθηκαν ἀκόμη καί ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο στούς χριστιανούς οἱ ναοί καί τά νεκροταφεῖα τους, καθώς καί τά κτήματά τους, πού εἶχαν δημευθεῖ. Ἔδωσε, ἐπίσης, πολλά προνόμια στόν χριστιανικό κλῆρο, καί βοήθησε στήν ἀνέγερση χριστιανικῶν ναῶν μέ δημόσια ἐπιδότηση. Θέσπισε νόμο γιά τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Ἔκλεισε ὅλα τά μαντεῖα καί ἀπαγόρευσε στούς μάγους νά ἐκμεταλλεύονται τόν λαό καί νά τόν ἀπατοῦν μέ δόλιους τρόπους. Ἀξιοσημείωτο, ἐπίσης, εἶναι τό γεγονός ὅτι κατάργησε τή λατρευτική προσκύνηση τοῦ ἑκάστοτε αὐτοκρά-τορα καί διακήρυξε ὅτι μόνο στόν Θεό ἀνήκει ἡ προσκύνηση αὐτή. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος προστάτεψε τήν ὀρθόδοξη πίστη, καί ὅταν παρουσιάστηκε ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος, πού ἀμφισβητοῦσε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, συγκάλεσε, πρός ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, τήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐξεφώνησε δέ ἐνώπιον τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων τόν ἐναρκτήριο λόγο. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στάθμισε τίς ἀρετές τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τήν προσφορά του στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία, τήν ἔμπρακτη μετάνοια καί ἐξομολόγησή του, καθώς καί τό ἅγιο Βάπτισμά του καί τόν διακήρυξε ἅγιο καί ἰσαπόστολο καί Μέγα. Γιά τήν Ἐκκλησία μας δύο εἶναι κυρίως τά χαρακτηριστικά τῆς ἁγιότητας τοῦ Κωνσταντίνου: Ἡ ἀπ’ εὐθείας κλήση του ἀπό τόν Θεό, ἡ θεοπτία του δηλαδή, ἀλλά καί ἡ χάρη, πού εἶχε καί πού ὁλοκληρώθηκε μέ τή μετάνοια καί τή βάπτισή του λίγο προτοῦ πεθάνει, καθώς ἐπίσης καί ἡ μετά θάνατο θαυματουργία του. Τό ἱερό λείψανό του, πού ἐνταφιάστηκε μέ βασιλικές τιμές στόν νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στήν Κωνσταντινούπολη, εἶναι μεμαρτυρημένο, ὅτι εὐωδίασε καί μυρόβλησε καί πολλά θαύματα ἐπετέλεσε. Ἀλλά, μαζί μέ τήν ἱερή μνήμη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ Ἐκκλησία μας συνεορτάζει καί τή μνήμη τῆς βασιλομήτορος μητέρας του, τῆς ἁγίας καί ἰσαποστόλου Ἑλένης. Δίκαια δέ, γιατί ἡ χριστιανική πολιτεία τοῦ υἱοῦ της, μέ τά τόσα μεγάλα ἀποτελέσματά της γιά τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπό αὐτήν προπαρασκευάστηκε μέ τή διαπαιδαγώγηση, τήν ὁποία τοῦ ἔδωσε καί μέ τή μεγάλη καί ἰσχυρή ἐπιρροή, τήν ὁποία πάνω σ’ αὐτόν διατήρησε. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μέ τήν ἔνθεη παρότρυνση τῆς εὐλογημένης μητέρας του, τῆς ἁγίας Ἑλένης, τῆς ὁποίας ἡ καρδιά παλλόταν στούς κτύπους τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐσταυρωμένου καί ἀναστημένου Ἰησοῦ, ἀγωνίστηκε, ἐνστερνιζόμενος τή χριστιανική πίστη καί τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερε τήν «καλήν ἀλλοίωσιν» καί τόν ἀξίωσε νά γίνει οὐρανοπολίτης, ἰσότιμος καί ἰσοστάσιος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἀλλά καί ἡ ἴδια, ὡς Αὐγούστα, θέση στήν ὁποία τήν ἀναγόρευσε ὁ υἱός της, γιά νά τιμᾶται, ὄχι ἁπλᾶ ὡς Βασιλομήτωρ, ἀλλά ὡς βασίλισσα, προήγαγε τά ἔργα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας καί φιλανθρωπίας. Μέ δικές της κοπιώδεις ἀνασκαφές ἀποκάλυψε τόν φρικτό Γολγοθά καί τόν Πανάγιο τοῦ Κυρίου Τάφο, καί τούς κατέστησε παγχριστιανικά προσκυνήματα. Βρῆκε, ἐπίσης, τόν καθαγιασθέντα μέ τό θεϊκό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας Τίμιο καί Ζωοποιό Σταυρό, τό σύμβολο αὐτό τῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν. Μέ τή συμβολή τῆς ἁγίας Ἑλένης κτίστηκαν ἀκόμη, ναοί, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ ναός στόν χῶρο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στά Ἰεροσόλυμα, ὁ ναός στό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως στή Βηθλεέμ, στό σημεῖο τῆς Ἀναλήψεως πάνω στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, στή Ναζαρέτ, στό σημεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί σέ πολλούς ἄλλους τόπους. Σύμφωνα μέ ἰσχυρή παράδοση, κατά τήν ἐπιστροφή τῆς ἁγίας Ἑλένης στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 327, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή καί ἀναγκάστηκε νά προσαράξει στά νότια παρά-λια τῆς Κύπρου. Στήν Κύπρο ἡ ἁγία Ἑλένη ἔκτισε ἐκκλησάκι, τό ὁποῖον ἀργότερα ἔγινε Μοναστήρι, τό σημερινό Σταυροβούνι, ὅπου ἄφησε καί μέρος τοῦ Τιμίου τοῦ Κυρίου μας Σταυροῦ. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέχθηκε τήν ἐπιστροφή τῆς μητέρας του μέ σεβασμό, συγκίνηση καί ἀγάπη. Τό μακρινό ὅμως ταξίδι της, καί λόγῳ τοῦ προκεχωρημένου τῆς ἡλικίας της, κλόνισε ἀνεπανόρθωτα τήν ὑγεία της, γι’ αὐτό καί τό ἑπόμενο ἔτος 328 πέθανε στή Νικομήδεια καί κηδεύθηκε μέ τιμές βασιλικές. Τά ὀστᾶ της μεταφέρθηκαν ἀργότερα στήν Κωνσταντινούπολη καί τάφηκαν καί αὐτά στόν ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀναγνωρίζουσα τόν εὐσεβῆ βίο της καί τό τεράστιο ἔργο της, τήν ἀνακήρυξε ἰσαπόστολο. Ἡ μνήμη της τιμᾶται μαζί μέ αὐτή τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου στίς 21 Μαΐου. Ὅταν μετά τόν θάνατό της κτίστηκε ἡ Κωνσταντινούπολη, τότε ὑψώθησαν στή μεγάλη πλατεῖα τοῦ φάρου δύο στῆλες, τῆς ἁγίας Ἑλένης καί τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καί στό μέσο τους σταυρός μέ τήν ἐπιγραφή: «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, ἀμήν». Ἀπό τότε ὅλοι οἱ ἁγιογράφοι ἀπεικονίζουν καί στίς φορητές εἰκόνες καί στίς τοιχογραφίες, μαζί τούς δύο Ἁγίους καί στή μέση τους τόν ζωοποιό τοῦ Κυρίου Σταυρό. Δίκαια, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μας ἀπονέμει αἰώνιο φόρο ὀφειλόμενης εὐγνωμοσύνης, πρός τούς ἑορταζομένους σήμερα θεοστέπτους βασιλεῖς καί ἰσαποστόλους Κωνσταντῖνο καί Ἑλένη, οἱ ὁποῖοι μέ τούς ἱερούς ἀγῶνες τους ἀναδείχθησαν τῶν Ἀποστόλων σύνθρονοι καί τῆς Ἐκκλησίας προστάτες. Ἀλλά ἡ τιμή καί ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρός αὐτούς, καί γενικά πρός ὅλους τούς ἁγίους, δέν πρέπει νά περιορίζεται μόνο στά χείλη μας. Ὀφείλουμε, κυρίως, νά μιμηθοῦμε τήν ἁγία τους ζωή καί τούς ἡρωϊκούς ὑπέρ τῆς πίστεως ἀγῶνες τους, γιατί οἱ διωγμοί οὐδέποτε ἔπαυσαν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων διώκετο ἀπηνῶς ἀπό τίς λογχοφόρες στρατιές τῶν αὐτοκρατόρων τῆς εἰδωλολατρικῆς Ρώμης, ἔτσι καί σήμερα οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας σκευωροῦν κατά τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σήμερα οἱ σκοτεινές δυνάμεις τῶν ἀντιχριστιανικῶν αἱρέσεων, ἔχουν ἐπεκτείνει τό δολερό δίκτυο τῶν δαιμονικῶν δραστηριοτήτων τους καί ἔχουν ἐπιβληθεῖ σέ πολλούς τομεῖς τοῦ κοινωνικοῦ καί ἐθνικοῦ μας ὀργανισμοῦ. Ἀλλά καί οἱ ἠθικο-πνευματικές ἀξίες διακωμωδοῦνται σήμερα, ὁ δέ ἑλληνοχριστιανικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται ἀπό τούς ὑλιστές καί τούς ἀθέους σάν σκοταδισμός. Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, καί ἐμεῖς σήμερα νά κρατήσουμε σταθερά στά χέρια μας τή σημαία τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, καί ἑνωμένοι νά ἀγωνιστοῦμε ἐνάντια στούς πνέοντες ἀνέμους τῆς ἀθεΐας, τοῦ ὑλισμοῦ καί τῶν αἱρέσεων. Σήμερα, στήν ἐποχή αὐτή τῆς πνευματικῆς συγχύσεως καί τῆς ἠθικῆς κρίσεως, νέοι διῶκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπειλοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί νέοι Κωνσταντῖνοι ἀπαιτοῦνται γιά τήν προάσπισή της. Γι’ αὐτό καί οἱ ἑορταζόμενοι σήμερα ἅγιοι καί ἰσαπόστολοι, Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη, μᾶς καλοῦν σέ ἀγῶνα ἱερό γιά τήν ἐπικράτηση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καί ὁ ἀγῶνας αὐτός, γιά νά καρποφορήσει ἐπιτυχῶς, χρειάζεται ἑνότητα ἄρρηκτη στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, μιά ἑνότητα, πού ἀποτελεῖ θεῖο αἴτημα, τό ὁποῖο ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς πρός τόν ἐπουράνιο Πατέρα του: «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ἵνα ὧσιν ἕν καθώς ἡμεῖς» (Ἰω. ιζ’ 11), ἀκοῦμε τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ νά παρακαλεῖ κάθιδρος τόν Θεό Πατέρα του, στή γνωστή ἀρχιερατική προσευχή του. Καί τοῦτο, γιατί μέ τήν παντογνωσία του διέβλεπε τά ἐπερχόμενα δεινά, τά ὁποῖα ἐπεφύλασσε ἡ διχόνοια, πρῶτα στήν ἀδιαίρετη, κατά τήν πρώτη χιλιετία χριστιανική Ἐκκλησία μέ τό μεγάλο σχίσμα τοῦ 1054, καί δεύτερο, ὅπως, δυστυχῶς, συμβαίνει καί σήμερα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέ τό ἐν δυνάμει ἤ ὀρθότερα μέ τό ἐν ἐνεργείᾳ σχίσμα, πού διαπερνᾶ ἤδη ὅλο τό σῶμα τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας. Δυστυχῶς, καί τότε ἀλλά καί σήμερα ἐκκλησιαστικοί ταγοί, ἀπό εὐτελῆ ἐλατήρια κινούμενοι, διέσπασαν τήν ἐκκλησια-στική ἑνότητα, διέρρηξαν τόν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου καί προκάλεσαν αἱρέσεις καί σχίσματα. Καί ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει, ὅτι σέ κάθε ἐκκλησιαστική κρίση ἀκολουθεῖ ἀνάλογα, εἴτε ἐθνική, εἴτε διεθνής κρίση, ὅπως συμβαίνει σήμερα μέ τόν πόλεμο στήν Οὐκρανία, ἕνας πόλεμος μεταξύ δύο ὁμοδόξων λαῶν, πού ὀφείλεται μέν στά νέα γεωστρατηγικά, γεωπολιτικά καί γεωοικονομικά συμφέροντα τῶν μεγάλων, ἀλλά καί πού εἶναι ἀπότοκος καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως, πού προηγήθηκε, ἕνας πόλεμος μέ ἀπρόβλεπτες γιά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας τραγικές συνέπεις. Στή σύγχρονη, λοιπόν, ἀλληλοσπαρασσόμενη ἀπό τά ἀδελφο-κτόνα πάθη καί μίση κοινωνία μας, νά γίνουμε πρέπει ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί εὐαγγελιστές τῆς ἀγάπης. Ἄν ἔτσι συμπερι-φερθοῦμε, ἀγαπητοί Χριστιανοί, τότε νά εἶστε βέβαιοι, ὅτι καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία τους μεταστοιχείωσαν τό Εὐαγγέλιο σέ τρόπο ζωῆς καί δίκαια ἀποκαλοῦνται «φίλοι τοῦ Θεοῦ», θά πρεσβεύουν ἀδιαλείπτως πρός τόν Κύριο, γιά νά ἐξαλειφθοῦν οἱ πόλεμοι καί νά πρυτανεύσει μεταξύ ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς ἡ εἰρήνη καί ἡ δικαιοσύνη. Ἰδιαίτερα, ὅμως, γιά ἐμᾶς ἐδῶ στήν Κύπρο, στή Νῆσο αὐτή τῶν ἁγίων, ἀλλά καί τοῦ μαρτυρίου καί τῆς ὀδύνης, θά πρεσβεύουν πρός τόν Κύριο, γιά νά φανεῖ ἵλεως καί νά σβήσει τή φλόγα τῆς φρικτῆς δοκιμασίας μας καί νά ἐξευρεθεῖ ἐπί τέλους μιά ἔντιμη, δίκαιη, λειτουργική καί βιώσιμη λύση στό ἐθνικό μας πρόβλημα. Μιά λύση ἐναρμονισμένη μέ τά ψηφίσματα τοῦ Συμβουλίου Ἀσφαλείας, τό εὐρωπαϊκό κεκτημένο καί τό διεθνές δίκαιο. Μιά λύση, πού θά διασφαλίζει τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, δημιουργώντας ἔτσι τίς κατάλληλες συνθῆκες, γιά εἰρηνική συνύπαρξη καί ἁρμονική συμβίωση ὅλων τῶν νόμιμων κατοίκων αὐτῆς τῆς Νήσου. Ἑλληνοκυπρίων καί Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτῶν, Ἀρμενίων καί Λατίνων. «Ἀνάκτων παμμακάριστε καί Ἀποστόλων ἰσότιμε, Κωνσταντῖνε μέγιστε, σύν Ἑλένῃ μητρί τῇ θεόφρονι, ὑπέρ ἡμῶν πρός Κύριον μή διαλίπετε πρεσβεύοντες, ὡς παρρησίαν ἔχοντες θεομακάριστοι». Ἀμήν.
Κοινοποιήστε / Share this