Η Εκλογική Συνέλευση προς ανάδειξη του πρώτου Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας συνήλθε στις 11 Μαΐου 2007 στο Μέγα Συνοδικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου στη Λευκωσία. Σε αυτή συμμετείχαν όλα τα Μέλη της Ιεράς Συνόδου, οι εξ οφίκιο κληρικοί και οι κληρικοί και λαϊκοί Γενικοί Αντιπρόσωποι. Οι εργασίες της Συνελεύσεως άρχισαν με την καθιερωμένη προσευχή. Ακολούθως, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος Β’, προσφωνώντας τα μέλη της Εκλογικής Συνελεύσεως, τα κάλεσε να ασκήσουν το ιερό χρέος τους προς την Εκκλησία, ψηφίζοντας τον πρώτο Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας.
(Διαβάστε εδώ τα πλήρη πρακτικά της Συνελεύσεως).
Παράρτημα ΙΙΙ
Η εκλογική διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα την υπερψήφιση του Επισκόπου Κύκκου κ.κ. Νικηφόρου, ως Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας. Μετά την ψηφοφορία, συντάχθηκε το Υπόμνημα της εκλογής του Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρου, το οποίο υπογράφηκε από άπαντα τα μέλη της Εκλογικής Συνέλευσης
(Διαβάστε εδώ αυτούσιο το υπόμνημα που υπεγράφη)
Παράτημα IV
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αμέσως μετά την εκλογή προσφωνώντας τον νεοκλεγέντα Μητροπολιτη Κύκκου και Τηλλυρίας ανέφερε:
Στη συνέχεια ο Εψηφισμένος Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας κ.κ. Νικηφόρος, προσφωνώντας την Εκλογική Συνέλευση, ανέφερε:
«Αἶνον καί δοξολογίαν ἀναπέμπουμε πρός τόν ἐπουράνιο τῆς Ἐκκλησίας Δομήτορα Χριστό, τόν Ἐλεοῦντά με συνεχῶς, καί εὐχαριστίες βαθύτατες ἐκφράζουμε πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο καί πρός τούς ἀγαπητούς ἐν Χριστῷ Ἀδελφούς Ἱεράρχες καί συλλειτουργούς καί πρός ὅλα τά Μέλη τῆς παρούσης Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως, γιά τή θετική ὁμόφωνη ψῆφο σας διά τῆς ὁποίας «ἐν ἐκλογῇ θεοκρίτῳ» ἀνυψώνομαι στό ὕψος τοῦ μητροπολιτικοῦ ἀξιώματος, ὄχι γιά νά κυβερνήσω, ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσω, γιά νά ἐπιδοθῶ μέ ἱερή καί ἀκατάπαυστη σιγή στήν ὑπηρεσία ὅλων τῶν ψυχῶν πού μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός καί ἡ ἁγία Του Ἐκκλησία.
Γνωρίζω ὅτι ἀπό σήμερα θά ζῶ ἐντονώτερα τόν Σταυρό καί τό Γολγοθᾶ τοῦ Κυρίου, γιατί ο Μητροπολιτικός Θρόνος εἶναι σταυρός μαρτυρίου ἐπώδυνος. Ὅμως μέ τή χάρη τοῦ Παναγίου καί τελεταρχικοῦ Πνεύματος συνέχεια θά ἀγωνίζομαι, γιά νά ἀπαντήσω ἀποδοτικώτερα στή θεία μου κλήση καί νά ἀνταποκριθῶ πληρέστερα στή νέα μου ἀποστολή. Δέν προτίθεμαι νά ἀργῶ, ἀλλά θά μάχομαι καί θά πολεμῶ, θά διδάσκω καί θά κατηχῶ, θά ὁδηγῶ καί θά κατευθύνω, θά φωτίζω καί θά βοηθῶ, θά θυσιάζομαι καί θά μοχθῶ γιά τόν πνευματικό καταρτισμό τοῦ ἐμπιστευθέντος μοι ποιμνίου.
Στήν καθημερινή μου ζωή ἡ ἀγάπη μου θά ἐκδηλώνεται σταυρότυπα, πρός τόν Θεάνθρωπο καί πρός τόν συνάνθρωπο. Ἡ φιλοθεΐα μου θά εἶναι φιλάνθρωπη καί ἡ φιλανθρωπία μου φιλόθεη. Ὄχι μόνο οἱ αὐλές τοῦ Κυρίου ἀλλά καί οἱ αὐλές τῶν ἀνθρώπων θά ἐξακολουθήσουν νά εἶναι ὁ στίβος τῶν δραστηριοτήτων μου. Πιστός στήν ἐπιταγή τοῦ Κυρίου, «ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με, γυμνός καί περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καί ἤλθετε πρός με», σπλάγχνα συμπαθείας πρός τούς θλιβομένους θά τρέφω καί ἔλεον παραμυθίας θά πλουτῶ, γιατί ἡ ἀγάπη καί ἡ μεθοδευμένη ἐκδήλωσή της εἶναι φυσική ἀναγκαιότητα γιά τή ζωή καί τήν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔμπρακτη πρός τόν πλησίον ἀγάπη ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἔκφανση τοῦ ἐσωτάτου πυρήνα τῆς ὑπάρξεως καί αὐτοσυνειδησίας της, καί τοῦτο, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὡς σῶμα Χριστοῦ συνεχίζει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας», καί ὡς διαθήκη μᾶς ἄφησε τή διαβεβαίωσή του: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε».
Ὡς Ἱεράρχης ὅμως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ ὁποία θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς τήν ὑπέρτατη ἀξία τοῦ κόσμου, καί τοποθετεῖ τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς του στήν ἐλευθερία, οὐδέποτε θά γνωρίσω τό δισταγμό καί δέν θά ταλανιστῶ ἀπό ὁποιονδήποτε σκεπτικισμό ἀπέναντι στό ἠθικό χρέος πρός τήν πατρίδα. Ἡ πίστη γιά τήν ἀλήθεια, τήν ἐλευθερία καί τή δικαίωση τῆς μαρτυρικῆς μας πατρίδας θά πυροδοτεῖ καί θά καμινεύει τήν ψυχή μου, καί ἀπτόητος θά βαδίζω πρός οἱονδήποτε Γολγοθᾶ γιά τήν προάσπιση τῆς ἐλευθερίας καί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τοῦ μαρτυρικοῦ ποιμνίου μου καί τοῦ λαοῦ μας, γιατί τήν ἐλευθερία καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα δώρησε ἡ πάνσοφη τοῦ Θεοῦ θέληση στόν ἄνθρωπο, ὡς ὑπόμνηση τῆς θείας καί ὑπερκόσμιας καταγωγῆς του.
Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους καί ἐπικαλοῦμαι τίς εὐχές καί προσευχές σας στή νέα εὐθυνοφόρο ἀποστολή μου».